Το αντάμωμα με τον Γιώργο Φαρσακίδη
Εκείνος με ευχαριστεί για το ενδιαφέρον μου για τον αγώνα τους. Εγώ, τον ευχαριστώ για τον αγώνα τους, για το ήθος και την παλληκαριά τους, για την ανεμελιά που μου δώσανε στα παιδικά μου χρόνια, για την ξεγνοιασιά στα παιδικά μου χρόνια, εκεί στις χώρες του Σοσιαλισμού…
Βρεθήκαμε για πρώτη φορά σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Στιγμές που δεν ξέρεις πού σε πάνε και πού σε φέρνουν. Άκουσα από μικρή το όνομά του. Εγώ στην ξενιτιά. Εκείνος στην Πατρίδα, στα μονοπάτια της Ιστορίας. Εγώ περπάτησα παράλληλα ακούγοντας αληθινές ιστορίες από τους γονείς μου, από τους αγώνες αυτού του πονεμένου λαού.
Ακούσματα πολλά και ερωτήματα πολλαπλά. Βιβλία ατελείωτα. Και πάλι ερωτήματα. Το πώς και το ΓΙΑΤΙ το έψαχνα από μικρή. Είχα πατέρα ανάπηρο του Εμφυλίου και μάνα μαχήτρια κι αυτή στο ΔΣΕ. Ακούσματα πολλά και χωρίς τελειωμό. Πότε η μητέρα μου μιλούσε για την πορεία της από τον Έβρο στο Γράμμο – Βίτσι και πότε ο πατέρας μου για την «παρανομία» και τον αγώνα στα «Βουνά» της Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής. Η μάνα μου από τον Έβρο και ο πατέρας μου από το χωριό Ταγαράδες Θεσσαλονίκης.
Ο ένας μιλούσε για τα βουνά του Έβρου, Ροδόπης, Δράμας… κι ο άλλος για τα βουνά της Χαλκιδικής… και μαζί μέχρι το Γράμμο – Βίτσι. Ονομασίες πολλές, αμέτρητες τοποθεσίες και ονόματα συναγωνιστών. Με σημάδεψαν πολύ. Χωριά και βουνά που δεν είδα ποτέ λόγω αναγκαστικής προσφυγιάς. Ονόματα ηρώων που τελειωμό δεν έχουν.
Και σήμερα, στο ίδιο μονοπάτι της αναζήτησης είμαι. Εκεί που ακόμη ελπίζω πως κάτι παραπάνω θα βρω… να, κάτι ακόμη να συμπληρώσω τις γνώσεις μου, να βρω έστω κι έναν από τούτη την περιοχή. Το ψάχνω κι ας πέρασαν 70 χρόνια από τότε. Ξέρω πως τίποτα δεν πάει χαμένο. Ξέρω πως θα βρω απαντήσεις και θα γνωρίσω ανθρώπους της εποχής… ίσως, γιατί όχι… και συναγωνιστές του πατέρα μου. Θα μάθω κάτι ακόμη… Το ελπίζω. Και να που δικαιώνομαι.
Σε μια εκδήλωση εδώ στη Θεσσαλονίκη πλησιάζω την είσοδο. Εκεί κοντά και ο πάγκος με βιβλία αραδιασμένα. Τα βλέπω ένα ένα κι όλα μαζί. Καινούργια που δεν τα προλαβαίνω. Με ιντριγκάρουν τα βιβλία του Γ. Φαρσακίδη. Έτος έκδοσης 2014. Είναι τα βιβλία με τίτλο «Ημερολόγιο του βουνού – 1944» και «Πολιτιστικά και ευτράπελα – από τα στρατόπεδα εξόριστων». Να γιατί κοντοστέκομαι. Τα αρπάζω. Είμαι έτοιμη να τα ρουφήξω. Διαβάζω χωρίς καθυστέρηση ένα ένα τα βιβλία.
Αρχίζω το Ημερολόγιο του βουνού και όπου με βγάλει. Κρυφή ελπίδα με κυνηγάει. Γνωστές τοποθεσίες, γνωστά παιδικά ακούσματα κι εγώ δακρύζω και ταυτόχρονα ελπίζω… Λες να βρω κάτι; Αυτό ακολουθώ τόσα χρόνια… Αυτό μέσα στις αράδες της ιστορίας, ψάχνω και πάλι ψάχνω. Δε μπορεί… Περπατώ σελίδα σελίδα το βιβλίο, παρακολουθώ τα δρομολόγια… Κοιτώ μια, μια τις φωτογραφίες και ιδρώνω με την λαχτάρα μου. Κι όμως, η έκπληξη δεν αργεί.
Είναι η σελίδα 103 του βιβλίου με φωτογραφία τον Κώστα Παπαργύρη και ψευδώνυμο Φιλώτας… Ο πρωτοκαπετάνιος του Τάγματος του Χορτιάτη, απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και φοιτητής της Νομικής Σχολής της εποχής. Τίποτα δε με κρατά. Μου είναι γνωστό το όνομά του. Ήταν μαζί και με τον πατέρα μου. Ήταν καπετάνιος του Κώστα Κεφαλέλη και του Γ.Φαρσακίδη. Το ξέρω. Είμαι σίγουρη. Σάστισα για λίγο. Η ταραχή μου μεγάλη. Σκαλίζω τη μνήμη μου. Σκαλίζω το χτες. Το μυαλό μου τρέχει παντού. Ανοίγω το βιβλίο της μητέρας μου με τίτλο «Μια πεζοπορία της ζωής και του πολέμου». Αν και το επιμελήθηκα, θέλω να το σιγουρέψω.
Αγωνία μεγάλη και τρέμουλο γερό με πιάνει. Αρχίζω και ξεφυλλίζω… Δεν αργώ. Φτάνω στο παράρτημα του βιβλίου. Λίγες σελίδες με αναφορές του πατέρα μου για την ομάδα του, για τους συναγωνιστές του εδώ στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. ΝΑΙ, ΝΑΙ, ΝΑΙ. Αυτός είναι… ο Παπαργύρης που ήταν και με τον πατέρα μου… ο Παπαργύρης που ήταν και με τον Γ. Φαρσακίδη. Ήταν όλοι μαζί στα χρόνια της παρανομίας και μετά στα Βουνά της Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής. Πέφτει ο στιλός από τα χέρια μου. Δάκρυα που με γεμίζουν με χαρά και συγκίνηση. Στιγμές που ο χρόνος γυρνάει. Στιγμές που έστω και μια κουβέντα για κείνη την εποχή σε γεμίζει με περηφάνια και αγάπη για κείνους τους γίγαντες της ιστορίας. Ναι, σίγουρα ήταν πολύ κοντά. Ήταν σίγουρα τα χνότα τους πολύ κοντά και με καπετάνιο τον Παπαργύρη.
Να τι διαβάζουμε στο βιβλίο της μητέρας μου… Είναι αυτά που άκουγε από της περιγραφές του πατέρα μου στις ατελείωτες αναφορές στα γεγονότα και στους ήρωες της εποχής: «Δεν έμειναν άλλα περιθώρια για το χωριό και τη ζωή του. Αποφάσισε κι έφυγε. Λίγο έμεινε στη Θεσσαλονίκη και μετά έφυγε για το Βουνό. Αρχηγό είχαν τον Παπαργύρη, ένα νέο παλικάρι. Ήταν γύρω στα τριάντα δύο και δάσκαλος…
Ο Παπαργύρης σκοτώθηκε σε χωριό της Χαλκιδικής, όπως θυμάμαι, χωρίς να είμαι και πολύ σίγουρη. Τον χτύπησαν έλεγε ο Κώστας, από το καμπαναριό κι έπεσε μπρούμυτα κάτω. Ήταν πολύ τολμηρός και δεν έσκυβε ποτέ. Πήγαινε στητός στο θάνατο… Οι σφαίρες όμως δεν χαρίζονται σε κανέναν. Ήταν όπως μας έλεγε στην παρέα και πολύ καλαμπουρτζής. Κάποια μέρα, σε στιγμές χαλάρωσης είπε στον μπάρμπα Καζήλη (Καζίλη), τον Θόδωρα κάτι που το άκουσε να το λένε οι πατριώτες του. Μετά την απελευθέρωση, ο μπάρμπα Καζήλης (Καζίλη) ήταν φρούραρχος κι έπρεπε να μιλήσει σε ανοιχτή συγκέντρωση. Αφού είπε ό,τι είχε να πει, άρχισε τις ζητωκραυγές: «το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, η ΕΠΟΝ…» και στο τέλος είπε ο άνθρωπος «…Ζήτω ο Μεταξάς…» Αμέσως το διόρθωσε φωνάζοντας «όχι, όχι, όχι». Τότε ο καπεταν Παπαργύρης του είπε για να τον πειράξει… Κι αρχίζει ο Παπαργύρης:
-Μπάρμπα Θόδωρε, πες ότι είμαστε το κοινό και πες ότι ήρθε η Λευτεριά. Εσύ, τι θα μας έλεγες;
Ο μπάρμπα Θόδωρος, έχοντας το θάρρος και το σεβασμό στον αρχηγό του, είπε καλόκαρδα: Αμ, ξέρω αρχηγέ μου ότι σε τρώει η γλώσσα. Καταλαβαίνω ότι σου το σφύριξαν, αλλά θα το πω. Άντε όλοι κοντά μου. Και άρχισε ο μπάρμπα Θόδωρος τις ζητωκραυγές. Ο Παπαργύρης γελούσε με όλη τη δύναμή του κι έλεγε…
-Ε, ρε παιδιά, τι χαρές και τι γέλια έχει ο Αγώνας… Θα έχουμε πολλά να γράψουμε και να πούμε… κι όποιος μείνει παιδιά ζωντανός, ας γράψει κάτι και για μας, για την Ιστορία του αγώνα…
Αυτά διάβασα στα χειρόγραφα της μητέρας μου και τα επιμελήθηκα ως το τέλος. Αυτές οι λίγες αράδες τυπώθηκαν βαθειά στη μνήμη μου. Αυτά θυμόμουν για τον καπετάνιο Παπαργύρη, και σήμερα, διαβάζοντας στο βιβλίο του συν. Φαρσακίδη την αναφορά στον καπετάνιο του, κόντεψα να πάθω.
Δεν αργώ. Νοητά ο νους μου τρέχει πέρα δώθε. Τώρα πια είμαι βέβαιη πως ο Κώστας Κεφαλέλης, με ψευδώνυμο Χολομώντας, ήταν μαζί και με τον αγωνιστή Γ. Φαρσακίδη σε κάποιες τουλάχιστον επιχειρήσεις.
Τώρα, έστω και αργά, ήρθε η ώρα. Πρέπει να γνωρίσω τον Αγωνιστή και συναγωνιστή του πατέρα μου. Επιθυμώ να τον δω από κοντά, Να του σφίξω το χέρι, να ακούσω έστω και το ελάχιστο για τους συναγωνιστές του. Ίσως εκεί κοντά να βρίσκονταν και ο δικός μου πατέρας.
Και σήμερα τα καταφέραμε. Τα είπαμε από κοντά και κάθε τόσο έλεγε και το όνομα του πατέρα μου. Περάσανε πολλά, πολλά χρόνια. Δεν ανταμώσανε από τότε. Είναι τα 70 χρόνια από τότε και δύσκολα να θυμηθεί τη φυσιογνωμία του νεαρού πατέρα μου… Επαναλαμβάνει το όνομα και με κοιτάει, με κοιτάει γι αυτό που σήμερα μας συμβαίνει… Μια γνωριμία ενός αγωνιστή με χρόνια φυλακές και εξορίες και μια κόρη ενός συναγωνιστή του. Είναι στιγμές πολύ δυνατές. Εκείνος με ευχαριστεί για το ενδιαφέρον μου για τον αγώνα τους. Εγώ, τον ευχαριστώ για τον αγώνα τους, για το ήθος και την παλληκαριά τους, για την ανεμελιά που μου δώσανε στα παιδικά μου χρόνια, για την ξεγνοιασιά στα παιδικά μου χρόνια, εκεί στις χώρες του Σοσιαλισμού. Θέλουμε λίγο χρόνο ακόμη. Τα δάκρυα δεν αργούνε. Είναι μέρος των συναισθημάτων. Κοιτάμε ο ένας τον άλλο και μιλιά δε βγαίνει. Λίγο ακόμη και πάμε στο παρακάτω.
Λίγο πιο πέρα, στην άκρη του τραπεζιού περιμένουν στοιβαγμένα αμέτρητα βιβλία. Και πού να φανταστώ. Έτοιμα να έρθουν στην αγκαλιά μου. Είναι τα βιβλία που έγραψε ο Γ. Φαρσακίδης με σημειώσεις και σχέδια ζωγραφικής από κείνα τα χρόνια. Με σημειώσεις από την ζωή τον εξόριστων, εκεί στα 16 χρόνια παραμονής του… με σημειώσεις από τις γειτονιές του στα παιδικά του χρόνια. Με ζωντανές αναμνήσεις που κρατάνε αναλλοίωτες εδώ και 70 χρόνια. Γραμμένα στη μνήμη τον συναγωνιστών του που έπεσαν σε αυτόν τον αγώνα, για τους νέους που θέλουν να μάθουν την αλήθεια για την ιστορία του τόπου. Με ευχαριστεί για την γνωριμία μας ο Αγωνιστής που σήμερα είναι στα 90 του χρόνια. Κι εγώ τι να κάνω; Πώς να ευχαριστήσω γι’ αυτά που μας πρόσφεραν; Πώς να ξεχάσω αυτό το ζεστό χαμόγελό του σήμερα; Πώς να πω αυτό το μεγάλο ευχαριστώ που με γέμισε μια αγκαλιά βιβλία; Τόσο απλόχερα όσο και στον αγώνα για να ζούμε εμείς, οι επόμενες γενιές τα αγαθά των αγώνων τους. Για να μην σταματάμε τα όνειρα και τον αγώνα… Για να τιμήσουμε τους νεκρούς ήρωες αυτού του τόπου. (Θέρμη, 18/05/2015).