“Το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά” – Χάνι Σαφτ, η Ολλανδή κομμουνίστρια που αψήφησε τους ναζί εκτελεστές της
Ο μεταπολεμικός αντικομμουνισμός των ολλανδικών κυβερνήσεων οδήγησε στο να απαγορευτούν για δεκαετίες ακόμα και οι τιμές μνήμης στον τάφο της.
Η ιστορία της κομμουνιστικής αντίστασης στην Ολλανδία, μπορεί μεταπολεμικά να αποσιωπήθηκε και να λοιδωρήθηκε με μεγάλο μένος και αμείωτη συστηματικότητα, τίποτε όμως δεν μπορεί να σβήσει τις ηρωϊκές θυσίες των μελών της, οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι που έδωσαν τη ζωή τους για να τσακίσουν το φασισμό, προσφέροντας παράλληλα ανεκτίμητες υπηρεσίες και σε άλλα θύματα διώξεων των ναζί, όπως οι Εβραίοι της χώρας. Κάποιοι από αυτούς εκτελέστηκαν λίγο μόνο πριν την οριστική συντριβή του Γ’ Ράιχ στις 9 Μάη 1945, καθώς το ναζιστικό θηρίο ψυχορραγώντας γινόταν ακόμα πιο άγριο κι εκδικητικό.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν εκείνη της Γιανέτιε Σαφτ, γνωστότερη με το αντιστασιακό της παρατσούκλι “Χάνι”, που πέρασε στην ολλανδική ιστορία ως “Το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά”. Μια νεαρή φοιτήτρια που μπήκε με όλο της το πάθος στον αγώνα κατά της ναζιστικής κατοχής της χώρας της, για να εκτελεστεί ελάχιστες εβδομάδες πριν την ήττα της Γερμανίας, στα 25 της μόλις χρόνια.
Η Γιανέτιε Γιοχάνα Σαφτ είχε γεννηθεί στο Χάρλεμ της Ολλανδίας στις 16 Σεπτέμβρη 192ο κι ήταν μετά το θάνατο της 12χρονης αδεφής της Άνι το 1927 το μοναδικό παιδί της οικογένειας. Η μητέρα της ήταν κόρη πάστορα και βαθιά θρησκευόμενη η ίδια, ενώ ο πατέρας ήταν δάσκαλος και μέλος του ολλανδικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Η ήσυχη και μελετηρή Γιανιέτιε μεγάλωσε σε μια Ολλανδία που μαστιζόταν από ανεργία μετά το κραχ του ’29, την ώρα που στη γειτονική Γερμανία εδραιωνόταν ο Χίτλερ στην εξουσία. Στη δική της χώρα, αν και το φασιστικό κίνημα ποτέ δεν απέκτησε αντίστοιχη δημοφιλία, γνώρισε ωστόσο κάποια δυναμική, με τον Άντον Μούσερτ, που αργότερα θα αναδεικνυόταν σε βασικό συνεργάτη των Γερμανών κατακτητών, να αποσπά το 8% στις δημοτικές εκλογές του 1935.
Από τα μαθητικά της χρόνια κιόλας, η Σαφτ ανέπτυξε έντονα αντιφασιστικά αντανακλαστικά, γράφοντας σε σχολική έκθεση το 1936 πως η Ιταλία του Μουσολίνι είχε “εκπολιτίσει” την Αιθιοπία με όπλα, βόμβες και δηλητηριώδη αέρια. Στον Ισπανικό Εμφύλιο παρακολουθούσε με αγωνία τις εξελίξεις στο μέτωπο, ενώ ένιωθε μεγάλο θαυμασμό για το Γκεόργκι Δημητρώφ, παρακολουθώντας τη διαβόητη στημένη δίκη του για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ.
Το φθινόπωρο του 1938, κι ενώ τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν στην Ευρώπη, μετά και την κατάπτυστη Συμφωνία του Μονάχου, η Σαφτ ξεκίνησε σπουδές νομικής στο πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, πηγαινοερχόμενη στην πρωτεύουσα από το σπίτι της στο Χάρλεμ. Ένας από τους καθηγητές της ήταν ο H.J Pos, μέλος της αντιφασιστικής οργάνωσης “Επιτροπή Επαγρύπνηση”, ενώ την ίδια εποχή άρχισε να συνδέεται φιλικά με Εβραίους στο Χάρλεμ και το Άμστερνταμ.
Οι ναζί εισέβαλλαν στην Ολλανδία το Μάη του 1940, προσπαθώντας αρχικά να ακολουθήσουν μια πολιτική προσεταιρισμού του τοπικού πληθυσμού, που θεωρούσαν φυλετικά συγγενικό, διατηρώντας φυσικά αμείωτο το μίσος τους προς τους Εβραίους και τους κομμουνιστές. Εκείνοι ήταν οι πρώτοι που αντέδρασαν γενικά στην κατοχή και ειδικά στα αντισημιτικά μέτρα, διοργανώνοντας στις αρχές του 1941 την πρώτη ευρωπαϊκή απεργία κατά των διώξεων των Εβραίων, με αφορμή τη σύλληψη 425 νεαρών Εβραίων στο Άμστερνταμ, ως αντίποινα για το θάνατο ενός ναζί από ενέδρα μιας εβραϊκής ομάδας αυτοάμυνας της πόλης. Για τη Σαφτ, η ενέργεια αυτή λειτούργησε ως καταλύτης για την συμμετοχή της στην ολλανδική αντίσταση, μπαίνοντας στα τέλη της ίδιας χρονιάς σε παρακλάδι της Οργάνωσης “Συμβούλιο Αντίστασης”, που συνδεόταν με το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Αρχικά οι ενέργειες της “Χάνι”, όπως ήταν το όνομά της στην παρανομία, ασχολήθηκε κυρίως με τη βοήθεια σε Εβραίους που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κρύβοντάς τους ακόμα και στο σπίτι των γονιών της. Σύντομα η Χάνι άρχισε να αναλαμβάνει και πιο δυναμικές ενέργειες, όπως τα σαμποτάζ αλλά και οι εκτελέσεις ναζί αξιωματικών και Ολλανδών δοσιλόγων. Μάλιστα, μαζί με τις έφηβες τότε αδερφές Οβερστέγκεν, το “κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά”, σχημάτισε μια διαβόητη τριάδα που έγινε ο φόβος και τρόμος των Γερμανών και των συνεργατών τους.
Η Σαφτ πρωτοστάτησε επίσης στη ματαίωση των σχεδίων επιστράτευσης 7000 Ολλανδών φοιτητών για υποχρεωτική εργασία στη Γερμανία στα τέλη του 1942, κάτι που οδήγησε τον ναζί επίτροπο της κατεχόμενης Ολλανδίας, Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ, ως αντεκδίκηση να επιβάλλει “όρκο πίστης” σε όλους τους φοιτητές της χώρας. Η Σαφτ, όπως και πάνω από 80% των συμφοιτητών της, αρνήθηκαν να υπογράψουν τον όρκο υποταγής στους ναζί, κάτι που οδήγησε πρακτικά σε πάγωμα τις ανώτατες σπουδές στην Ολλανδία.
Για να εκβιάσουν τη Σαφτ, οι Γερμανοί συνέλαβαν και έστειλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης τους γονείς της. Η ίδια πράγματι για ένα διάστημα σκέφτηκε να εγκαταλείψει την αντίσταση και να παραδοθεί με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των γονιών της. Τελικά όμως, ρίχτηκε με νέα ορμή στον αγώνα, βάφοντας τα μαλλιά της μαύρα ώστε να αναγνωρίζεται δυσκολότερα, ενώ τελικά οι γονείς της αφέθηκαν ελεύθεροι. Συνέχισε να συμμετέχει σε δράσεις σαμποτάζ, μεταφορές μηνυμάτων και εκτελέσεις ναζί, αν και αρνήθηκε κάποιες ενέργειες, όπως την απαγωγή των παιδιών του ‘Ινκβαρτ, θεωρώντας πως έτσι θα εξισωνόταν ηθικά η αντίσταση με τις πρακτικές των εχθρών της.
Τελικά η Χάνι συνελήφθη στις 21 Μάρτη 1945, καθώς διένειμε την παράνομη κομμουνιστική εφημερίδα “Η Αλήθεια”, ενώ στα κελιά, μετά από κράτηση στην απομόνωση και συνεχή βασανιστήρια, η ταυτότητά της τελικά αναγνωρίστηκε από συνεργάτιδά της, που είχε λυγίσει στην ανάκριση, λόγω της κόκκινης ρίζας στα μαλλιά της.
Η εκτέλεση της Σαφτ πραγματοποιήθηκε από Ολλανδούς ναζί αξιωματικούς στις 17 Απρίλη 1945. Την πυροβόλησαν από κοντινή απόσταση, αλλά μόνο ένας την πέτυχε. Η ίδια θρυλείται πως ειρωνεύτηκε τους εκτελεστές της φωνάζοντας “εγώ έχω καλύτερο σημάδι”, λαμβάνοντας ως απάντηση τη χαριστική βολή. Τρεις εβδομάδες μετά, ο πόλεμος θα τελείωνε. Η σωρός της επανακηδεύτηκε στην απελευθερωμένη Ολλανδία στις 27 Νοέμβρη 1945, με την βασίλισσα Βιλελμίνη, που είχε επιστρέψει από την εξορία, να την αποκαλεί “σύμβολο της αντίστασης”. Σύντομα όμως, το ψυχροπολεμικό και αντικομμουνιστικό κλίμα κυριάρχησε στη χώρα, οδηγώντας σε απόπειρα απάλειψης της μνήμης της Χάνι από τη δημόσια ιστορία της Ολλανδίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1951 απαγορεύτηκαν οι εκδηλώσεις τιμής στον τάφο της. Περίπου 10.000 άνθρωποι αψήφησαν την απαγόρευση, ερχόμενοι αντιμέτωποι με ισχυρές αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις. Επτά από τους διαδηλωτές που έσπασαν τον κλοιό φτάνοντας στον τάφο, συνελήφθησαν επί τόπου. Αντίθετα, οι χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου τίμησαν τη θυσία της ποικιλοτρόπως, δίνοντας το όνομά της μεταξύ άλλων σε δρόμους και σχολεία, ενώ στη ΓΛΔ κυκλοφόρησε και γραμματόσημο με τη μορφή της. Στην πατρίδα της, έπρεπε να φτάσει η δεκαετία του ’70 ώστε η Χάνι Σαφτ να πάψει να αντιμετωπίζεται ως “τρομοκράτισσα” και να αναγνωριστεί ως αυτό που ήταν, δηλαδή μια πρωταγωνιστική μορφή της ολλανδικής αντίστασης. Τη δεκαετία του 80 γυρίστηκαν και δυο ταινίες για τη ζωή και τη δράση της, ενώ μόλις από τις αρχές του ’90, οργανώνονται και πάλι επίσημα τελετές μνήμης προς τιμήν της την τελευταία Κυριακή του Νοέμβρη.