Το τηλεφώνημα που έκρυβε Ιστορία
“Είμαι η Σοφία Αγγελίδου (του βουνού), από το χωριό Ασβεστάδες του Έβρου, Ανθυπολοχαγός του Δ.Σ.Ε. Αυτό ήμουν και αυτό έκανα…”
Απόψε μια καλησπέρα και ένα τι κάνεις ήθελα να πω… στη θεία Σοφία Γαβριηλίδου (Αγγελίδου) από το χωριό Ασβεστάδες Έβρου, σήμερα μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Αγωνίστρια του Δ.Σ.Ε. στα χρόνια του Εμφυλίου. Δεν το φανταζόμουν πού θα μας έβγαζε τούτη η βραδιά. Η θεία Σοφία είναι μια από τις πολλές θείες και θείους που απέκτησα στην έρευνά μου για την Ιστορία. Ξέρω, με αγκαλιάζουν γιατί κι εγώ είμαι παιδί Αγωνιστών. Δεν θέλω να πω τίποτα παραπάνω. Θα γράψω μόνο τον διάλογό μας έτσι όπως εξελίχθηκε χτες το βράδυ:
-Θεία Σοφία τι κάνεις; Είσαι καλά; Πήρες το βιβλίο της μαμάς μου;
-Το πήρα παιδί μου και χάρηκα και το διαβάζω κιόλα. Είναι ωραίο, να είσαι καλά. Είσαι χρυσό κορίτσι, ψάχνεις την Ιστορία και να την μεταδώσεις. Θα γίνεις καλή κοπέλα…
-Θα γίνω, ε;
-Εγώ σε βλέπω, σε προειδοποιώ ότι με τα καλά που έχεις, τραβάς στο σωστό δρόμο… Να διαβάζεις Ιστορία αλλά και να ρωτάς. Εμείς είμαστε ακόμα εδώ. Εσύ τι κάνεις τώρα Άννα;
-Καλά είμαι, να… στις αναζητήσεις μου είμαι όπως ξέρεις. Προσπαθώ και θέλω να προλάβω να σώσουμε κάτι ακόμα από την Ιστορία που λέει ο λόγος.
-Ναι, ναι, Αυτό είναι καλή σκέψη, έχεις προοπτική γιατί προσπαθείς να μαζέψεις και τα δικά μας κομμάτια.
-Έτσι είναι. Και ξέρεις θεία Σοφία, εγώ είμαι παιδί Αγωνιστών… και όλους σάς βλέπω το ίδιο στον αγώνα. Πώς να στο πω; Δεν ήταν μόνο η μητέρα μου ή ο πατέρας μου ΗΡΩΕΣ. Να, προσπαθώ να μάθω το κομμάτι που δεν πρόλαβα να ακούσω, γιατί οι δικοί μου έφυγαν νωρίς. Τώρα τα ακούω από εσάς και συμπληρώνω τις γνώσεις μου.
–Θα συνεχίσεις, έτσι;;;… Μπράβο κορίτσιμ… έτσι να προχωράς. Έχεις να γράψεις πολλά ακόμα για μας. Εύχομαι να δουλέψεις και να κρατάς τα σχοινιά καλά… Έχω πολλά στο μυαλό μου. Πρέπει να μου ζητάς, να με ρωτάς κι εγώ θα στα λέω. Θα μου λες τι χρειάζεσαι και θα σου λέω που θα τα βρίσκεις. Γιατί εγώ τώρα δεν μπορώ να περπατήσω, να βγω… αλλά είμαι καλά στη φωνή και στο μυαλό μου. Τώρα είμαι ένα σάπιο καράβι. Έχω περάσει πολλά, έχω τόσα στο μυαλό και δεν ξεχνάω, ούτε τις φυλακές, ούτε τις εξορίες, ούτε τους διωγμούς. Δεν μπορώ ούτε να κρύψω κάτι. Είμαι η Σοφία Αγγελίδου (του βουνού), από το χωριό Ασβεστάδες του Έβρου, Ανθυπολοχαγός του Δ.Σ.Ε. Αυτό ήμουν και αυτό έκανα. Τώρα δεν έχω δυνάμεις.
-Εσύ όμως λεβέντικα στάθηκες θεία.
–Τρία χρόνια μέσα στα δάση ήμουνα…
–Σε ποια δάση ρωτάω με την περιέργεια ανθρώπου που δεν γνώρισε τούτα τα μονοπάτια. Και η απάντηση έρχεται χωρίς καθυστέρηση…
–Να, στα βουνά που ήμουν από τον Έβρο στο Γράμμο και το Βίτσι. Από δάσος σε δάσος και από βουνό σε βουνό… Δεν πήγα με τα αυτοκίνητα… με τα πόδια πήγα. Ποδαράτα λέμε εμείς, μέσα από πυρά και σίδερα… γι’ αυτό τώρα δεν παίρνω τα πόδια μου και είμαι με τις πατερίτσες. Κοίτα… να συνεχίσεις και να ρωτάς.
-Θα συνεχίσω γιατί κάθε κουβέντα σας έχει τη σοφία της, γιατί κάθε κουβέντα κρύβει Ιστορία.
–Κοίτα παιδί μου, δεν ήταν αστείο αυτό που κάναμε εμείς. Περάσαμε πολλά κι όμως, δεν το βάλαμε κάτω…
–Πολύ σπουδαίο αυτό που μου λες θεία. Λίγο δακρύζω και συγχώρεσε με. Το άκουγα και από τους γονείς μου. Λίγη ανάσα και προχωράμε. Πιο δυνατή η θεία Σοφία. Αραδιάζει σιγά, σιγά τις λέξεις και δίνει το νόημα της Ιστορίας και του ΑΓΩΝΑ τους.
–Άκουσέ με, η μάνα σου και όλοι εμείς αγαπούσαμε τον κόσμο, όμως η ζωή, μάς έφερε αυτά που ζήσαμε… Εμείς πληρώσαμε αυτά που έπαθαν οι γονείς μας… Κι εμείς το πληρώσαμε με τα νιάτα μας… γιατί κορίτσι μου, δεν είχαμε καλή ζωή… την περάσαμε έτσι, όπως λέμε στα «βουνά»… Τρία χρόνια γεμάτα. Άντεξα σαν ένα ζώο, μάλλον σαν τα σκυλιά. Εμείς κάναμε σκυλίσια ζωή.
Εγώ παιδί μου, δεν έκατσα στο χωριό μου… Δεν πρόλαβα… Μόνο φυλακές, εξορίες και «βουνό»… Τίποτα άλλο δε θυμάμαι. Ούτε και το χωριό μου θυμάμαι, γιατί δεν έκατσα εκεί. Δεν πρόλαβα να μεγαλώσω… Ήμουν κυνηγημένη μόνο. Τι να πω; Αναμνήσεις από το χωριό; Δεν πρόλαβα, δεν έχω. Έρχονταν διάφοροι στο σπίτι και μάς ψάχνανε. Πότε χωροφύλακες και πότε πληρωμένοι καταδότες… Κι εγώ έτρεχα πίσω από τις πόρτες, καθόμουν κρυμμένη και με κομμένη την ανάσα για να μη με πιάσουν… Κοίταγα τρομαγμένη να δω τι θα κάνουν. Κοίταγα πότε θα φύγουν αυτοί και βουρ… έφευγα στα κρυφά να γλυτώσω. Αν δεν το έκανα αυτό, θα καιγόμουνα μαζί με τα ποντίκια μέσα στο σπίτι.
Μας κάψανε το σπίτι. Γυρίσαμε από τις φυλακές της Αλεξανδρούπολης και βρήκαμε καμένο σπίτι και τον μπαμπά στην εξορία, σε κάποιο νησί… Τώρα κοιμόμασταν στην αυλή, δίπλα με τα ζώα μας. Πώς να στο πω; Κατσίκια και άνθρωποι μαζί, μέσα σε λίγα τετραγωνικά… Κι όμως, μάς έδιωξαν και από εκεί. Έτοιμοι να μας βάλουν πάλι φωτιά οι πληρωμένοι του χωριού…
Και τότε, πήραμε τα «βουνά». Ψάχναμε την ελευθερία μας, την ησυχία μας. Τη ΖΩΗ μας θέλαμε. Τρέχαμε σαν τα πουλιά να σωθούμε. Σκορπίσαμε εδώ κι εκεί. Τρέχαμε για να ΣΩΘΟΥΜΕ απ’ τους βάρβαρους της εποχής.
Καλά θα κάνεις Άννα, να γράψεις, να γράψεις όπως στα λέμε… Μπράβο που μαζεύεις αυτά τα χαμένα μας χρόνια…
Σε χαίρομαι και σου δίνω την ευχή μου. Πρέπει να ακουστούν αυτά τα πράγματα. Έτσι; Μην φοβάσαι κανέναν. Θα τα καταφέρεις. Να γράφεις και να ρωτάς γιατί ο κόσμος δεν ξέρει και θέλει να μάθει. Και να γράφεις αυτά που υπέφερε ο κόσμος. Να συνεχίζεις να γράφεις και να τα λες με το όνομά τους. Να μάθει ο κόσμος και για τον Αγώνα μας, για τη ζωή μας. Να τα λες, να τα γράφεις, για να ξέρουν οι επόμενες γενιές τι έγινε και πήραμε τα «βουνά»… όπως λέμε.
*
Και μετά από αυτό το μάθημα Ιστορίας τι να πω; Τι να γράψω; Μόνο ένα μεγάλο ευχαριστώ από καρδιάς σ’ αυτούς που δώσανε την ψυχή τους για τις επόμενες γενιές. Τους ευχαριστώ και πάλι. Θα συνεχίσω να περπατώ και να τους συναντώ, να τους ακούω και να τους θαυμάζω για τη δύναμή τους… για τον Αγώνα τους.
3/02/2017, Θέρμη – Θεσσαλονίκη