Το βαθύ κόκκινο…
“Να γιατί οι παπαρούνες είχαν το βαθύ κόκκινο… Να γιατί τα χρώματα ήταν τόσο ζωντανά. Τα είχαμε ποτίσει όλα. Την γη την κάναμε πλουσιότερη με τα κόκκαλα των σκοτωμένων, με το δικό μας αίμα. Γι’ αυτό δεν ήθελα να θυμάμαι. Είναι βαθιά συναισθήματα αυτά…Όταν πλαγιάζω να κοιμηθώ…”
Μια επίσκεψη στο διπλανό χωριό πήγα προχτές, στις 30/5/2017. Ξέρω, με περιμένει ο Δημήτρης Μυλωνάς, παλιός Αγωνιστής της Αντίστασης και του Δ.Σ.Ε, με πολλές, πολλές αναμνήσεις. Με καταγωγή από χωριό των Γρεβενών, μαχητής τρία χρόνια στα βουνά στα χρόνια του Εμφυλίου. Παιδί τότε βγήκε στο βουνό. Με τραύματα πολλά, με ζωή στην Πολιτική Προσφυγιά στην Πολωνία. Επαναπατρισμένος εδώ και χρόνια ο σύντροφος Δημήτρης συγκινείται στο αντάμωμά μας. Το θέλει. Το ζει. Το ζει και με περιμένει…
Τον γνώρισα εδώ και λίγα χρόνια. Δεν ξέρω γιατί αλλά τούτες τις μνήμες τις έβαλε πίσω, πίσω στο μυαλό του. Έτσι λέει ο Δημήτρης.
Ξαναζωντάνεψαν με την γνωριμία μας… Ίσως γιατί σκαλίζω την Ιστορία με ερωτήσεις και συζητήσεις για το ΧΤΕΣ. Ξέρεις, μ’ έβγαλες από τον λήθαργο Άννα.
Δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα… Λίγες κουβέντες στο αντάμωμά μας και ο Δημήτρης έτοιμος είναι να με πάει πάλι στην Ιστορία. Από εδώ το έχουμε, από εκεί το πάμε, την κουβέντα μας πάλι στον Αγώνα, στην προσφυγιά την γυρνάμε… Σα να με περιμένει. Σα να θέλει να μου πει κάτι… Όχι, όχι… Νόμιζε πως αυτό το κεφάλαιο των αναμνήσεων έκλεισε. Του βγήκα μπροστά όπως λέει και τον τράβηξα από τα μαλλιά προς τα πάνω… Ξένος στην περιοχή και ποιος να σε ρωτήσει για το χτες κάθε τόσο μου λέει. Του ‘δωσα την ανάσα που ήθελε… Του ‘δωσα το οξυγόνο που ήθελε στα ενενήντα του χρόνια. Νόμισε πως πήρε τον δρόμο της κατηφοριάς… Να που δεν ήταν έτσι. Με περιμένει. Λίγα βιβλία ζητάει. Τα ρουφάει, τα διαβάζει και οι αναμνήσεις πολέμου ζωντανεύουν.
Η συνάντησή μας είναι ανάγκη ζωής. Μου μιλάει, μου μιλάει για κείνα τα χρόνια κι εγώ καρφώνω τα μάτια μου πάνω του. Φτιάχνω εικόνες, ζωγραφίζω με τα λόγια του: μάχες, φύση, αγωνιστές, τρόμο, φρίκη… Αγώνας. Του δίνω το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Εθνικής Αντίστασης, Αρ. 173 του 2017. Μόλις κυκλοφόρησε. Του υποσχέθηκα… θα το πηγαίνω εγώ και με χαρά. Δεν του αρέσει με ταχυδρόμους και Ταχυδρομεία… Το κατάλαβα. Έχουμε να πούμε πολλά… «Τούτες οι αναμνήσεις δε λέγονται όπου νάναι… Θέλω τις σκέψεις μου να πω… και ξέρω πως θα τα γράψεις». Κι εγώ τι να πω; Αρχίζω και γράφω ότι προλαβαίνω. Μα προσπαθώ. Αλλού σκαλίζω κι αλλού ζωγραφίζω λέξεις και νοητά τρέχει το μυαλό μου.
Αφήνομαι στις σκέψεις και συλλογισμούς του Δημήτρη. Αραδιάζω μια, μια τις λέξεις και όπου με βγάλει… Μονολογεί:
«Τρία χρόνια στα βουνά, αντάρτης… Αν τα πολλαπλασιάσω με 365 μέρες, μας κάνει χίλια και κάτι… Τα χίλια και κάτι, αν τα πολλαπλασιάσουμε με ώρες, θα βρούμε χιλιάδες ώρες… Τι κάναμε όλοι μαζί;… Έναν σκληρό Αγώνα… Ούτε άδειες είχαμε, ούτε τίποτα. Μόνο ΑΓΩΝΑΣ για τη ΖΩΗ, για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ μας. Ναι, για να σωθούμε… Να εδώ, το κεφάλι μου έχει τρύπα ακόμα από το βλήμα που με βρήκε. Ευτυχώς που ήταν από μακριά. Δεν ήταν βαρύ το τραύμα. Βγάλαμε το βλήμα αλλά έμεινε η λακκούβα στο κεφάλι.
Πήγα στο αναρρωτήριο του βουνού μόνο για 4 με 5 μέρες και χόρτασα ύπνο τουλάχιστον. Θυμάμαι ακόμα εκείνον το γλυκό ύπνο και μετά, γύρισα στη θέση μου… στις μάχες. Τι να λέμε; Μπορείς να τα λες όλα αυτά; Γέμισε όλη η Ελλάδα με νεκρούς και νεκροταφεία. Δεν το επιλέξαμε. Τη ζωή μας τρέχαμε να σώσουμε. Κυνηγημένοι οι πολλοί, τρέχαμε από δω και από κει να σωθούμε. Γεωπόνος είσαι και ξέρεις ότι υπάρχουν φωσφορικά λιπάσματα. Γνωρίζεις ότι τα κόκκαλα μας έχουν φώσφορο. Κι εμείς, έχουμε γεμίσει τα βουνά, τους κάμπους, τα χωράφια με το δικό μας φώσφορο… Όλα τα αγριολούλουδα για τρία χρόνια τα ζούσαμε, τα βλέπαμε. Από δίπλα περνούσαμε. Δεν ξέρω γιατί αλλά τα περισσότερα κόκκινα τα βλέπαμε. Την άνοιξη και το καλοκαίρι οι κορυφές, τα βουνά κοκκίνιζαν κι εμείς από δίπλα τρέχαμε… τρέχαμε μαζί, δίπλα, δίπλα με τον θάνατο και σκεφτόμασταν, και το λέγαμε φωναχτά: Ναι, σήμερα οι παπαρούνες είναι κόκκινες. Ναι, την επόμενη χρονιά θα είναι πιο κόκκινες. Ο κάμπος και οι κορυφές κοκκίνισαν… Ναι τρέχαμε με τον θάνατο αγκαλιά… Περνούσαμε από δίπλα και το λέγαμε φωναχτά: Αύριο οι παπαρούνες ακόμα πιο κόκκινες θα είναι… και μεθαύριο θα έχουν το βαθύ κόκκινο του αίματος.
Ποιος δεν ήξερε τι τον περιμένει. Συμβιβαστήκαμε με τη ζωή και τον θάνατο και ας ήμασταν ακόμα παιδιά… Δεν κλείσαμε τα είκοσι και το πάθος μας για τη ΖΩΗ και τον ΑΓΩΝΑ ήταν μεγάλο.
Κείνες τις μέρες θυμάμαι περνούσε ένας λοχαγός, Θεσσαλός νομίζω, με τους μαχητές του. Είχαν τη δική τους αποστολή. Μας κοίταξε λοξά και όσο πρόλαβε τρέχοντας μας είπε: Μην κοιτάτε πόσοι πηγαίνουμε… δεν ξέρουμε πόσοι θα γυρίσουμε… Ναι Άννα, ήξερες πως περπατάς δίπλα, δίπλα με τον ‘’Γιώργο’’ και την άλλη στιγμή ο Γιώργος π.χ. δεν ήταν… Σκοτώθηκε ο Γιώργος κι ο κάθε συναγωνιστής.
Να γιατί οι παπαρούνες είχαν το βαθύ κόκκινο… Να γιατί τα χρώματα ήταν τόσο ζωντανά. Τα είχαμε ποτίσει όλα. Την γη την κάναμε πλουσιότερη με τα κόκκαλα των σκοτωμένων, με το δικό μας αίμα. Γι’ αυτό δεν ήθελα να θυμάμαι. Είναι βαθιά συναισθήματα αυτά… και ξέρεις Άννα, πότε τα θυμάμαι; Όταν πλαγιάζω να κοιμηθώ. Κοιμάμαι και το πρωί δεν μπορώ να σηκωθώ. Από τον Αύγουστο του 1949 που τραυματίστηκα πάλι, κοιμάμαι με το χέρι σε μία θέση. Πάντα λίγο σηκωμένο… όπως με συμβούλευαν οι γιατροί. Ήταν βαρύ το τραύμα, τρύπησαν οι αρτηρίες. Σώθηκε δύσκολα το χέρι μου κι ας του λείπει κομμάτι κόκκαλο. Κουβαλάω στο σώμα μου τα σημάδια πολέμου. Κουβαλάω τις αναμνήσεις μου. Τα βλέπω και με πάνε πίσω… εκεί, στο Γράμμο, στο Μάλι Μάδι… στο Μπίκοβικ… Το άλλο μου χέρι έχει τραύμα πάνω, πάνω, στον ώμο. Το βλήμα άφησε τρύπα στο κεφάλι και μια σφαίρα πέρασε από εδώ στη γάμπα και βγήκε από την άλλη…
Τα αραδιάζω έτσι για να σου πω ότι ο πόλεμος είναι σκληρός. Μπήκαμε στον Αγώνα γιατί μας κυνηγούσαν. Έτσι κι αλλιώς αγωνιζόμασταν για την ίδια την ζωή μας… Ευτυχώς έζησα, έφτασα στη Λ.Δ. Πολωνίας. Έζησα σαν Άνθρωπος. Είδα το Σοσιαλισμό, τον έζησα. Κατάλαβα την ανωτερότητα. Άξιζε ο αγώνας. Ζήσαμε την ξενιτιά στα χρόνια του Σοσιαλισμού. Αν και δεν ήταν επιλογή μου η ξενιτιά. Άλλοι αποφάσισαν. Την Πατρίδα λαχταρούσαμε όλα τα χρόνια.
Εύχομαι εσείς, τα παιδιά μας, να μην γνωρίστε ποτέ τον πόλεμο ».
Επίλογος χωρίς να προσθέσω τίποτα παραπάνω. Αυτό εύχομαι κι εγώ. Μαζί με τον αγωνιστή Δημήτρη Μυλωνά φωνάζουμε ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΠΟΛΕΜΟΣ. Κουβέντες και Ιστορίες χωρίς τέλος. Στιγμές και συγκίνησης που δεν ξεχνιούνται. Με περιμένει. Με χαιρετάει και τον ακούω πίσω «ΜΗΝ ΜΕ ΞΕΧΝΑΣ… ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ».
(Φωτογραφίες: Άννα Κεφαλέλη)