Τόνι Νέγκρι – Από τη στήριξη της ένοπλης πάλης στο Γιάνη Βαρουφάκη
Η πορεία του υπήρξε ιδιαίτερα πολυτάραχη, αφού η νεανική του εμπλοκή με ριζοσπαστικές ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς του στοίχισε μακροχρόνιες δικαστικές διώξεις και κάποια χρόνια φυλάκισης από το ιταλικό κράτος, με τον ισχυρισμό πως συνδεόταν με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Ο Αντόνιο Νέγκρι, γνωστότερος ως Τόνι Νέγκρι, είναι μαζί με τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν πιθανότατα ο γνωστότερος φιλόσοφος της Ιταλίας εν ζωή. Η πορεία του υπήρξε ιδιαίτερα πολυτάραχη, αφού η νεανική του εμπλοκή με ριζοσπαστικές ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς του στοίχισε μακροχρόνιες δικαστικές διώξεις και κάποια χρόνια φυλάκισης από το ιταλικό κράτος, με τον ισχυρισμό πως συνδεόταν με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Όπως και άλλοι ομοϊδεάτες του, στα μετέπειτα χρόνια μετακινήθηκε σε πιο ρεφορμιστικές θέσεις, ενώ και το έργο “Αυτοκρατορία” που συνέγραψε με τον Michael Hardt, παρά τα φαινόμενα, εγγράφεται στην παράδοση της μεταρρύθμισης (ρεφορμισμού) και όχι της επανάστασης.
Ήρθε στον κόσμο σαν σήμερα από οικογένεια με κομμουνιστικές παραδόσεις κι έχασε τον πατέρα του, ιδρυτικό μέλος του ΚΚΙ, σε πολύ μικρή ηλικία. Είχε μια αδερφή, παντρεμένη αργότερα με κομμουνιστή αντάρτη, που αποτέλεσε μαζί με τον παππού του, πολιτικό πρότυπο για το Νέγκρι, και έναν αδερφό φασίστα που σκοτώθηκε το 1943.
Το 1952 γράφτηκε στη Σχολή Φιλοσοφίας, στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα, όπου έγινε μέλος στην Ιταλική Νεολαία Καθολικής Δράσης, ενώ 4 χρόνια μετά μπήκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, στην Οργάνωση της Πάδοβα, που του φαινόταν “ελεύθερη από σταλινικές αγκυλώσεις”. Την ίδια χρονιά πήγε με υποτροφία στην Ecole Normale Super (…) όπου μελέτησε το έργο του Χέγκελ. Το 1960 πήγε στην ΕΣΣΔ, όπου συναντήθηκε με το Μιχαήλ Σουσλόφ και επισκέφτηκε σοβχόζ, κολχόζ και εργοστάσια. Γύρισε εσπευσμένα στην Ιταλία δύο μήνες μετά, λόγω πνευμονίας, την οποία απέδωσε σε “ψυχοσωματική άρνηση” σε όσα είχε δει στη χώρα.
Ως γραμματέας της τοπικής οργάνωσης του ΣΚΙ, άρχισε από τον Ιούλη του 1963 να αμφισβητεί την πολιτική του κόμματος, ενώ λίγο πριν είχε γίνει μέλος της σύνταξης του Μαρξιστικού περιοδικού “Κόκκινα Τετράδια”. Το 1964, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συνεργασία σοσιαλιστών και χριστιανοδημοκρατών, παραιτήθηκε από τη θέση του δημοτικού συμβούλου της Πάδοβας και εγκατέλειψε το ΣΚΙ. Μαζί με άλλους συντρόφους του ήρθε σε ρήξη και με τα “Κόκκινα Τετράδια” και ίδρυσαν μαζί το περιοδικό “Εργατική Τάξη”. Το 1967 αναλαμβάνει την έδρα της Πολιτικής Φιλοσοφίας στην έδρα της Πάδοβα, ως ο νεαρότερος τακτικός καθηγητής ως τότε. Το 1969 συνυπήρξε συνιδρυτής και ΓΓ της οργάνωσης Potere Operaio (Εργατική Εξουσία) διακηρύσσοντας το τέλος του νόμου της αξίας και την αναγκαιότητα ένοπλης εξέγερσης.
Το 1973 η οργάνωση διασπάστηκε και ο Νέγκρι εκδιώχθηκε, αναλαμβάνοντας την ηγεσία της Εργατικής Αυτονομίας (Autonomia Operaia) που έθετε στο επίκεντρο της πάλης όχι πια την εργατική τάξη αλλά “ολόκληρη την κοινωνία”.
Το 1977 δημοσιεύει το “Προλετάριοι και Κράτος” όπου υποστηρίζει και πάλι την ανάγκη της προλεταριακής βίας ενάντια σε εκείνη των αστών και του κράτους. Το κείμενο αυτό αποτέλεσε ένα από τα βασικά επιχειρήματα των διωκτών του τα επόμενα χρόνια.
Το 1979 συνελήφθη μαζί με πολλά ακόμα μέλη της Εργατικής Αυτονομίας και κατηγορήθηκε ως ιδεολογικός καθοδηγητής των Ερυθρών Ταξιαρχιών, κάτι που ο ιδιος αρνείται πεισματικά ως σήμερα, ενώ παράλληλα άρχισε να αποστασιοποιείται από τον ένοπλο αγώνα. Παρά την έλλειψη στοιχείων καταδικάστηκε το 1984 σε 30 χρόνια φυλάκιση κι εκ νέου σε ακόμα 4,5 έτη το 1986 λόγω “ηθικής στήριξης” σε βίαιες διαδηλώσεις τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Το 1983 ο Νέγκρι είχε κατορθώσει να εκλεγεί βουλευτής του Ριζοσπαστικού Κόμματος και λίγο πριν αρθεί η ασυλία του διέφυγε στη Γαλλία, όπου έζησε και δίδαξε τα επόμενα 14 χρόνια.
Επίκεντρο των επιστημονικών του ενδιαφερόντων ήταν το έργο του Μισέλ Φουκώ καθώς και των Ζιλ Ντελέζ και κα Φελίξ Γκουαταρί, ενώ συνέγραψε κι ένα βιβλίο για το Σπινόζα. Επέστρεψε στη Ρώμη το 1997 κι εξέτισε ως το 2003 το υπόλοιπο της ποινής του, τμήμα από αυτή περνώντας μόνος τις νύχτες στο κελί του. Του απαγορεύτηκε ωστόσο να αναλάβει εκ νέου διδακτικά καθήκοντα.
Η παγκόσμια φήμη του οφείλεται στο βιβλίο “Αυτοκρατορία” που έγραψε από κοινού με τον Μichael Hardt και κυκλοφόρησε στα ιταλικά το 2000, για να μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες στη συνέχεια. Ήταν το πρώτο μέρος της τριλογίας που ολοκληρώθηκε το 2006 με τα έργα “Το πλήθος” και “Να πάρουμε τη σκυτάλη”.
Κεντρικός πυρήνας της “Αυτοκρατορίας” είναι η ιδέα πως ο ιμπεριαλισμός έχει ξεπεραστεί οριστικά ως στάδιο του καπιταλισμού. Πλέον η κυριαρχία δεν ασκείται από τα έθνη – κράτη, αλλά από το κεφάλαιο, που βασίζει την εξουσία του στο χρήμα, την ατομική βόμβα και τα διεθνή συστήματα επικοινωνίας. Έντονα επηρεασμένοι από το Φουκώ, οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η εξουσία πια δεν έχει συγκεκριμένο κέντρο, αλλά διαχέεται παντούς ως “βιο – εξουσία”, ενώ η “μη υλική εργασία” καταλαμβάνει πια το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής. Μια κοινωνία πλήρους ελέγχου έχει δημιουργηθεί, που καταλαμβάνει όλο τον κόσμο κι όλες τις πτυχές της ζωής. Μόνη απάντηση θα μπορούσε να είναι η αποτίναξεη της αυτοκρατορίας “από το πλήθος” με τη δημιουργία μιας “αντι- αυτοκρατορίας”,
Παρά την επιφανειακή φραστική ριζοσπαστικότητα, οι σοσιαλδημοκρατικές απολήξεις αυτών των απόψεων γίνονται φανερές και στις πρακτικές πολιτικές επιλογές του Νέγκρι εδώ και πολλά χρόνια. Ήδη από το 2005 έδειξε ανοιχτά τον φιλο-ΕΕ προσανατολισμό τουο, τασσόμενος υπέρ του ευρωσυντάγματος στο γαλλικό δημοψήφισμα το 2005. Σε όσους τον κατηγόρησαν τότε ως “ρεαλιστή φιλελεύθερο”, αντέτεινε πως είχε γίνει “ρεαλιστής επαναστάτης”. Διατήρησε πάντως πολλές συμπάθεις σε αριστερούς κύκλους, χάρη και στη θέση του ως συμβούλου του Ούγκο Τσάβες. Τα τελευταία χρόνια υποστήριξε με θέρμη το Σύριζα, ενώ το 2016 έγινε ιδρυτικό μέλος της κίνησης DiEM 25 του Γιάνη Βαρουφάκη.