“Τρίτση-Τρίτση… μάνα μου” – Τα όρια ενός “έντιμου αστού πολιτικού”
Παρουσίασε το σχέδιο για μια διαφορετική Αθήνα, συγκρούστηκε με την Εκκλησία, αλλά συνάντησε τα όρια της αστικής πολιτικής και των μεταρρυθμίσεών της…
Ο Αντώνης Τρίτσης γεννήθηκε στην Κεφαλονιά, το 1937. Είχε πολλές διακρίσεις στον αθλητισμό, στα πρώτα του βήματα ως ποδοσφαιριστής και στη συνέχεια ως αθλητής στίβου του Παναθηναϊκού. Τη δεκαετία του 60′, σπούδασε με υποτροφία στις ΗΠΑ. Ακολουθεί ο γύρος της αμερικάνικης ηπείρου, από άκρο σε άκρο, με πούλμαν, που θυμίζει συνειρμικά -και καθ’ υπερβολήν προφανώς- τα “ημερολόγια μοτοσικλέτας” του Τσε. Παρόλα αυτά τίποτα μέχρι τότε δεν προμήνυε την ανάμειξή του με την πολιτική.
Γνωρίζεται με τον Ανδρέα Παπανδρέου και μετά την επιβολή της χούντας, συμμετέχει ως μέλος του ΠΑΚ σε αντιδικτατορικές δράσεις και πάει στο εξωτερικό, για να αποφύγει τη σύλληψη. Είναι από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και μετά το 81′ γίνεται υπουργός της Αλλαγής στο Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος.
Εκφράζει ορισμένες πρωτοποριακές -για την εποχή τους- ιδέες για το φυσικό κι αστικό περιβάλλον: πάρκα, “εναέρια τραμ”, πεζοδρομήσεις, δαχτύλιος για το νέφος, ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων κ.ά. Σώζεται μάλιστα κι ένας διάλογός του με τον Καραμανλή να του λέει πως πρέπει πρώτα να γκρεμίσει την Αθήνα για να την φτιάξει, και τον Τρίτση να σκέφτεται πως έτσι θα κατέστρεφε το “έργο του εθνάρχη” και το έκτρωμα της αντιπαροχής.
Φεύγει από το υπουργείο το 84′, δηλώνοντας απλός στρατιώτης της Αλλαγής, ενώ ο Παπανδρέου του απευθύνει τη φράση “έγραψες ιστορία”. Στη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ αναλαμβάνει το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, αλλά εξαναγκάζεται σε παραίτηση δύο χρόνια αργότερα (η οποία έγινε δεκτή με τη δεύτερη), για το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας κι αφού έχει προηγηθεί η σύγκρουσή του με το ιερατείο, που μένει σταθερό κι υπεράνω εξουσίας (οι κυβερνήσεις πέφτουνε, αλλά εκείνο μένει). Και η ειρωνεία είναι πως ο Τρίτσης δεν ήταν καν άθεος ή άθρησκος, απλά έκανε το λάθος να αποτολμήσει το πέρασμα της μοναστηριακής περιουσίας στο κράτος.
Στο βίντεο που ακολουθεί, μπορείτε να παρακολουθήσετε μεταξύ άλλων το απόσπασμα μιας δημόσιας συζήτησης -μεταξύ άλλων και με το Χριστόδουλο και τον Άνθιμο.
Ο “σοσιαλισμός” του ΠΑΣΟΚ σκοντάφτει και σε απλά ζητήματα αστικού εκσυγχρονισμού, που κάθε άλλο παρά κάποιο ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, απαιτούσαν για να ικανοποιηθούν. Έτσι, φάνηκαν και τα όρια που έχει κάθε αστικό κόμμα, ακόμα και στις πιο ριζοσπαστικές του εκδοχές, ακόμα και από τυχόν καλοπροαίρετους πολιτικούς -εξάλλου ο δρόμος προς την κόλαση μπορεί να είναι στρωμένος με καλές προθέσεις- χωρίς να έχουμε την πρόθεση να κάνουμε την αγιογραφία του Τρίτση.
Ο Τρίτσης έμεινε εκτεθειμένος από το κόμμα του, διαγράφτηκε από αυτό (εξαιτίας της αποχής του από την ψηφοφορία για την πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης, στο αποκορύφωμα του σκανδάλου Κοσκωτά), και ιδρύει το δικό του, το Ελληνικό Ριζοσπαστικό Κίνημα, που πήγε άπατο στις επόμενες εκλογές και η πορεία του ήταν εξαιρετικά σύντομη.
Στις δημοτικές εκλογές που ακολουθούν ο Τρίτσης βάζει υποψηφιότητα για το δήμο Αθηναίων, έχοντας την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας, και κερδίζει τη Μελίνα Μερκούρη που είχε ως βασική του αντίπαλο. Μετά από δύο χρόνια, τον βρίσκει ξαφνικά ο θάνατος, σε νεαρή ηλικία -μόλις 55 ετών- μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, κι ενώ ετοιμαζόταν να παντρευτεί με τη σύντροφό του, Μιμή Ντενίση.
Ο τίτλος του κειμένου είναι από ένα επεισόδιο των “Απαράδεκτων”, που δεν ήταν από τα πιο πετυχημένα της σειράς, άφησε όμως πίσω το σατιρικό τραγουδάκι “Τρίτση-Τρίτση μάνα μου” και την ατάκα “πράγματι, χρατς-χρουτς”, που παρέπεμπε στο προεκλογικό σποτάκι της καμπάνιας του Τρίτση για το Δήμο, με τα παλαιομοδίτικα κλισέ: το σακάκι στον ώμο και τον ήχο από την υπογραφή του με την πένα, που εγγυόταν ότι θα δώσει λύσεις: χρατς-χρουτς!
Σήμερα έχει μείνει στα δυτικά της πόλης το Μητροπολιτικό Πάρκο “Αντώνης Τρίτσης”, που φέρει το όνομά του -αν και δε φτιάχτηκε από αυτόν- ως φόρος τιμής για τις προτάσεις και τις ιδέες του για την ανάδειξη τέτοιων τόπων, μες στο αστικό περιβάλλον. Κι είναι από τις ειρωνείες της ιστορίας ίσως, κατά μία έννοια, ότι αυτοί που υπερασπίζονται το πάρκο και το δημόσιο χαρακτήρα του είναι οι κομμουνιστές, με τους οποίους δεν είχε καμία πολιτική σχέση, όσο ήταν εν ζωή. Όπως ακριβώς συμβαίνει δηλαδή και με το διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους -που είναι ζήτημα αστικού εκσυγχρονισμού.
Όσο για το όραμά του για την πρωτεύουσα, με τις πεζοδρομήσεις, την αποσυμφόρηση, τους χώρος πρασίνου και τα περιβόητα “εναέρια τραμ”, που τόσο χλεύη προκάλεσαν ως “ουτοπικά”, υπάρχει καμία ρεαλιστική πιθανότητα να υλοποιηθούν χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και μια άλλου τύπου εξουσία, που δε θα τα διπλώσει και θα τα εφαρμόσει;