Τζον Ριντ – O κομμουνιστής δημοσιογράφος που συγκλόνισε τον κόσμο
Αποστάτης της τάξης του, θυσίασε μιας άνετη ζωή ως οργανικός διαννοούμενος του συστήματος για να αφοσιωθεί στην υπόθεση της χειραφέτησης της εργατικής τάξης, σε μια ζωή σύντομη όσο και θυελλώδη.
Αν υπάρχει ένα βιβλίο που έχει συνδεθεί όσο κανένα με την Επανάσταση του Οχτώβρη πέρα από τα έργα του ίδιου του Λένιν, είναι αναμφίβολα το “10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο” του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζον Ριντ. Αποστάτης της τάξης του, θυσίασε μιας άνετη ζωή ως οργανικός διαννοούμενος του συστήματος για να αφοσιωθεί στην υπόθεση της χειραφέτησης της εργατικής τάξης, σε μια ζωή σύντομη όσο και θυελλώδη. Γεννήθηκε στις 22 Οκτώβρη 1887 στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, από εύπορη αστική οικογένεια, καθώς η μητέρα του Μάργκαρετ Γκριν Ριντ ήταν κόρη επιφανούς πολίτη της πόλης και ο πατέρας του Τσαρλς Τζέρομ ήταν αντιπρόσωπος εταιρείας αγροτικών μηχανημάτων. Από παιδί αντιμετώπιζε προβλήματα με την υγεία του, λόγω ασθενών νεφρών, υποφέροντας από κρίσεις πόνου που τον καθήλωναν για μέρες ή και βδομάδες στο κρεβάτι. Φοίτησε στην ακαδημία του Πόρτλαντ, ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο της πόλης, όπου είχε αξιοπρεπείς, αλλά όχι άριστες επιδόσεις, καθώς έβρισκε πολύ πληκτικά τα μαθήματα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όπου διακρίθηκε επίσης ως αθλητής στην κολύμβηση και το το water polo. Παράλληλα ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του πορεία για το περιοδικό του πανεπιστημίου κι άρχισε επίσης να γράφει μουσική και στίχος για θεατρικό θίασο. Αποφοίτησε το 1910 και πραγματοποίησε ταξίδια σε Αγγλία, Γαλλία και Ισπανία πριν επιστρέψει στην Αμερική το 1911. Οι ταξιδιωτικές του εμπειρίες καταγράφηκαν σε άρθρα και διηγήματα που δημοσιεύτηκαν σε σειρά εφημερίδων και περιοδικών, ενώ ένα από τα ποιήματά του μελοποιήθηκε από τον συνθέτη Άρθουρ Φουτ.
Το 1913 άρχισε αρθρογραφεί στο σοσιαλιστικό περιοδικό “The Masses” του Μαξ Ίστμαν και συνελήφθη για πρώτη φορά όταν προσπάθησε να βγάλει λόγο υπέρ των απεργών εργατών του μεταξιού στο Πάτερσον του Νιού Τζέρσι. Την ίδια χρονιά το περιοδικό “Metropolitan Journal” τον έστειλε στο Μεξικό, όπου κάλυψε τα γεγονότα της Μεξικανικής Επανάστασης, ανάμεσά τους τη νίκη του Πάντσο Βίγια κατά του κυβερνητικού στρατού στο Τορεόν, εδραιώνοντας έτσι τη φήμη του ως ρεπόρτερ. Κατέγραψε τα όσα είδε στο βιβλίο του “Εξεγερμένο Μεξικό”.
Πάντα στην πρώτη γραμμή των εργατικών αγώνων της εποχής του, τάχθηκε στο πλευρό των απεργών του Λάντλοου στο Κολοράντο, φτάνοντας επί τόπου μετά τη μεγάλη σφαγή το 1914. Αντιτάχθηκε σθεναρά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που αντιμετώπισε ως “σύγκρουση εμπόρων”, παλεύοντας με όλα τα μέσα ενάντια στην εξάπλωση του εθνικισμού και του μιλιταρισμού μεταξύ των εργατών στις ΗΠΑ. Εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής του “The Masses” και του “Metropolitan Journal”, ταξιδεύοντας σε πολλά μέτωπα του πολέμου στη Δυτική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Το 1915 γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, δημοσιογράφο και φεμινίστρια Λουίζ Μπράιαν. Μαζί` συναναστρέφονταν κύκλους ριζοσπαστικών διαννοούμενων στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, `συγκροτώντας και δικό τους θίασο, που έπαιζε μεταξύ άλλων έργα του Ευγένιου Ο’Νιλ, ο οποίος συνδέθηκε με το ζεύγος. Υπερασπίστηκε την αναρχική Έμα Γκόλντμαν στη δίκη της το 1917 για αντιπολεμική δράση, λέγοντας πως “Στην Αμερική ο νόμος είναι απλώς το εργαλείο για το καλό ή το κακό των μεγαλύτερων συμφερόντων, και δεν υπάρχουν συνταγματικές δικλείδες ασφαλείας που να αξίζουν ακόμα και την πυρίτιδα που θα τις ανατινάξουμε ως τον αγύριστο”.
Η απόφαση όμως που θα έγραφε ιστορία ήταν να ταξιδέψει με τη σύζυγό του, ως ανταποκριτής ξένου τύπου για την Πετρούπολη, όπου πήρε συνέντευξη από τον Αλέξανδρο Κερένσκι, τότε επικεφαλής της Προσωρινής Κυβέρνησης, λίγο πριν εκείνος τραπεί σε φυγή. Έζησε από κοντά τα συγκλονιστικά γεγονότα της Οχτωβριανής Επανάστασης και γνωρίστηκε με τον Λένιν, στον οποίο απέδιδε “τη δύναμη να εξηγεί βαθιές ιδέες με απλούς όρους, να αναλύει μια συγκεκριμένη κατάσταση.” Ο Ριντ έγινε ο διασημότερος μάρτυρας του κοσμοϊστορικού αυτού άλματος της ανθρωπότητας, αφήνοντας ως διαχρονική παρακαταθήκη το λιτό και συνάμα ρωμαλέο “Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο”, το οποίο είχε αποσπάσει το θαυμασμό ακόμα και του ιδεολογικού αρχιτέκτονα του Ψυχρού Πολέμου, Τζορτζ Κέναν.
Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη τον Απρίλη του 1918 και αμέσως συνελήφθη ως “κατάσκοπος” λόγω των αντιπολεμικών άρθρων και σκίτσων του στο “The Masses”. Απελευθερώθηκε με εγγύηση και δημοσίευσε άρθρα για τη ρωσική επανάσταση στο περιοδικό “Τhe Liberator”, ενώ οι συλλήψεις του ίδιου και της γυναίκας του συνεχίζονταν του συνεχίζονταν. Μέλος της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αποκλείστηκε μαζί με άλλες ριζοσπάστες από το Συνέδριο του κόμματος στο Σικάγο τον Αύγουστο του 1919. Η ομάδα αυτή όμως δεν ήταν ομοιογενείς, ιδρύοντας δύο αντίπαλα κομμουνιστικά κόμματα, το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα ΗΠΑ, για το οποίο ο Ριντ έγραψε το μανιφέστο και το πρόγραμμα, εκδίδοντας και την εφημερίδα “Η φωνή της εργατιάς” και το ΚΚ ΗΠΑ, το οποίο αποκαλούσε τον Ριντ “Τζακ ο ψεύτης”.
Ξαναταξίδεψε στη Μόσχα και σε διάφορα άλλα μέρη της Ρωσίας, και το Φλεβάρη 1920 αποφάσισε να επιστρέψει στις ΗΠΑ, παρά τα εντάλματα που εκκρεμούσαν εναντίον του. Συνελήφθη στην Φινλανδία όπου καταδικάστηκε για “λαθρεμπόριο” και κρατήθηκε παράνομα σε απάνθρωπες συνθήκες, που χειροτέρευσαν δραματικά την υγεία του, καθώς έπαθε ακόμα και σκορβούτο λόγω της διατροφής του αποκλειστικά σχεδόν με παστό ψάρι. Επέστρεψε στη Μόσχα συμμετέχοντας στο δεύτερο συνέδριο της Κομιντέρν, ελπίζοντας να αποσπάσει την επίσημη αναγνώριση του κόμματός του από την Κομμουνιστική Διεθνή. Στη διάρκεια του ταξιδιού του στο Αζερμπαϊτζάν, για να συμμετάσχει στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής, αρρώστησε από τύφο, που ήταν αδύνατον να θεραπευτεί εκείνη την περίοδο λόγω του αποκλεισμού των δυτικών ιμπεριαλιστών.
Έφυγε από τη ζωή στις 17 Οκτώβρη 1920 και είναι ένας από τρεις Αμερικανούς που τάφηκαν τιμητικά στη νεκρόπολη του τείχους του Κρεμλίνου. Το βιβλίο του αποτέλεσε βάση για το αριστούργημα του Αϊζενστάιν “Οκτώβρης” το 1928, ενώ το 1982 ο Σοβιετικός σκηνοθέτης Σεργκέι Μπονταρτσούκ βάσισε σε αυτό την ταινία “Κόκκινες καμπάνες”. Η ίδια η ζωή του Ριντ έγινε αντικείμενο της ταινίας “Οι Κόκκινοι” με το Γουόρεν Μπίτι και τη Ντάιαν Κίτον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αποσπώντας 12 υποψηφιότητες για όσκαρ, κερδίζοντας σε τρεις κατηγορίες, ανάμεσά τους και σε εκείνη της καλύτερης σκηνοθεσίας για τον ίδιο τον Μπίτι.