Βαγγελίτσα Κουσιάντζα: Η Κόκκινη Δασκάλα – Συγκλονιστική μαρτυρία του Βασίλη Φυτσιλή
Ο Βασίλης Φυτσιλής, λογοτέχνης, αντιστασιακός, ήταν συγκρατούμενος της ηρωικής δασκάλας και μαχήτριας του ΔΣΕ, Βαγγελίτσας Κουσιάντζα, με την οποία πέρασαν μαζί απ’ τη Νιάλα, μαζί δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για την αγωνιστική τους δράση στην αντίσταση και στον ΔΣΕ.
Ο Βασίλης Φυτσιλής, λογοτέχνης, αντιστασιακός, μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Παραρτήματος Καρδίτσας ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, και πρώην πρόεδρος της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, ήταν συγκρατούμενος της ηρωικής δασκάλας και μαχήτριας του ΔΣΕ, Βαγγελίτσας Κουσιάντζα, με την οποία πέρασαν μαζί απ’ τη Νιάλα, μαζί δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για την αγωνιστική τους δράση στην αντίσταση και στον ΔΣΕ. Ο Βασίλης Φυτσιλής διηγήθηκε πώς και γιατί η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα ήταν η μόνη γυναίκα που άντεξε στο πέρασμα της Νιάλας, όπου, όπως χαρακτηριστικά λέει, γινόταν «η συντέλεια του κόσμου», αλλά και για την περήφανη και ηρωική στάση της μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η ιστορική αναδρομή του Βασίλη Φυτσιλή, έγινε μέσα από την ομιλία του στην εκδήλωση της ΤΕ Καρδίτσας του ΚΚΕ για την Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, πραγματοποιήθηκε στον Παλαμά Καρδίτσας , στις 18 του Μάρτη 2018, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100χρονα του ΚΚΕ και την αναδημοσιεύουμε από το τεύχος του περιοδικού “Εθνική Αντίσταση” της ΠΕΑΕΑ -ΔΣΕ που κυκλοφορεί.
«Με τη Βαγγελίτσα Κουσιάντζα με συνδέει ένας αγωνιστικός δεσμός παντοτινός και ακάλυπτος, ένα δραματικό περιστατικό, που συνέβη τον Απρίλη του 1947, και που σφράγισε ανεξίτηλα ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μου.
Ο κυβερνητικός στρατός, με ασύγκριτα υπέρτερες δυνάμεις και δύναμη πυρός ενεργώντας από τρεις κατευθύνεις μας είχε εγκλωβίσει εμάς (ένα τάγμα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, με επικεφαλής τον καπετάν Σοφιανό), στο χωριό Μεγάλα Βραγιανά των Αγράφων, και το μόνο σημείο, όπου θα μπορούσαμε να χτυπήσουμε, να σπάσουμε τον κλοιό, και να περάσουμε στα απέναντι βουνά (Ίταμο, Καπροβούνι, κλπ), που βρίσκονταν υπό το δικό μας έλεγχο, ήταν αυτό το κακοτράχαλο και δύσβατο μονοπάτι που περνούσε από τον αυχένα της Νιάλας.
Όλα θα πήγαιναν καλά, αν, με το ξεκίνημα της φάλαγγας, τη νύχτα, στις 11 προς 12 Απρίλη 1947, δεν ξέσπαζε μια ξαφνική χιονοθύελλα, πρωτοφανής σε σφοδρότητα για την εποχή, (στα μέσα του Απρίλη), η οποία ανέτρεψε όλο το σχέδιο. Ιδιαίτερα όταν βγήκαμε στο ψηλότερο σημείο του ολόγυμνου αυχένα, η χιονοθύελλα και ο παγωμένος αέρας θέριζαν κυριολεκτικά τους ανθρώπους, σαν τα στάχια!…
Είδα δίπλα μου παλικάρια σιδερένια, που άντεξαν όλες τις κακουχίες, δυο αντάρτες να πέφτουν τώρα μπρούμυτα και να πεθαίνουν.
Η Βαγγελίτσα ήταν η μόνη γυναίκα που άντεξε μέσα σ’ εκείνη τη συντέλεια του κόσμου, και πέρασε το θανατερό αυχένα. Όμως, λίγο πιο κάτω, τη βρήκα πεσμένη δίπλα στο μονοπάτι, που απ’ το παγωμένο χιόνι είχε πιάσει ένα στρώμα, σαν από γυαλί.
«Βαγγελίτσα! Σήκω, Βαγγελίτσα!» Την κούνησα δυνατά από τους ώμους.
«Βασιλάκη… φύγε εσύ, Βασιλάκη», μου είπε «Προχώρα, θα ’ρθω εγώ…». Προσπαθούσε να με διώξει. Να φύγω, να γλιτώσω εγώ, κι ας ήξερε ότι αυτή την περίμενε σε λίγο βέβαιος θάνατος, εκεί μέσα στο παγωμένο χιόνι.
Έσφιξα το ένα χέρι μου γύρω στη μέση της, γαντζώθηκε κι εκείνη με τα χέρια της απ’ το λαιμό μου, και ξεκινήσαμε πάλι, προς άγνωστη κατεύθυνση και με ορατότητα σχεδόν μηδενική.
Ύστερα από πολλή ώρα, βαδίζοντας με δυσκολία μέσα στην άγρια χιονοθύελλα, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα μικρό στρατιωτικό αντίσκηνο, μισοθαμμένο μέσα στο χιόνι.
Η Βαγγελίτσα είχε γίνει μολύβι στα χέρια μου. Ήταν ξυλιασμένη και είχε χάσει τις αισθήσεις της. Την έσυρα, με όση δύναμη μου απόμενε, μέσα στο αντίσκηνο, όπου ήταν στριμωγμένοι άλλοι καμιά δεκαριά δικοί μας, τρία από τα στελέχη της Νομαρχιακής και αντάρτες, μαχητές του τάγματος. Στριμωχτήκαμε ακόμα πιο πολύ, και ξαπλώσαμε ανάμεσά μας τη Βαγγελίτσα. Με εντριβές στα χέρια και πόδια, στο λαιμό καταφέραμε, ύστερα από πολλές ώρες να τη συνεφέρουμε.
Ο Σοφιανός, πιο κάτω, στο χωριό Σιάϊκος, όπου συγκεντρώθηκε το τάγμα για ανασύνταξη, αφού είδε ότι έλειπαν τα πολιτικά στελέχη του Κόμματος και πολλοί αντάρτες μαχητές του τάγματος, έστειλε ένα άγημα από εθελοντές, να φτάσουν στα αντίσκηνα του κυβερνητικού στρατού, ίσως μας βρουν και μας περιμαζέψουν, αλλά το άγημα δεν μπόρεσε να βγει στον αυχένα, λόγω της σφοδρότητας της χιονοθύελλας. Ανέβηκαν όμως οι άλλοι, του κυβερνητικού στρατού, απ’ το χωριό, τα Άγραφα, ντυμένοι γερά με κάπες και αδιάβροχα, και με ντόπιους οδηγούς, Αγραφιώτες, μάζεψαν όσους βρήκαν δικούς τους, ζωντανούς και ξεπαγιασμένους, και έπιασαν αιχμαλώτους και από εμάς που δεν είχαμε πια καμιά δυνατότητα αντίστασης, 31 άτομα (30 άντρες πολιτικά στελέχη και μαχητές του τάγματος και την Βαγγελίτσα, τη μόνη γυναίκα).
Μας οδήγησαν από τα Άγραφα στη Λαμία (μια πορεία επίπονη και βασανιστική όπως την περιγράφω στο βιβλίο μου*). Η Βαγγελίτσα, γράφει, μεταξύ άλλων, στο τελευταίο γράμμα της: «Στο Καρπενήσι, εκεί ήταν τα πολλά. Με πήγαν σε μπουντρούμι σκοτεινό, και χωροφύλακες μαυροσκούφηδες με χτύπησαν απάνθρωπα με σιδεριές και με ζωστήρες. Μου έσπασαν δύο πλευρά και ακόμα το σώμα μου είναι κατάμαυρο.»
Στη Λαμία, έστησαν βιαστικά μια υποτυπώδη δίκη, με συνοπτικές διαδικασίες και μας καταδίκασαν όλους. Τα 4 στελέχη της Νομαρχιακής Επιτροπής και τη Βαγγελίτσα, καθώς και 5 μαχητές του ΔΣΕ στην εσχάτη των ποινών, και όλους τους άλλους, στην ποινή των ισοβίων δεσμών.
(Ο «κύριος» βασιλικός επίτροπος, (αυτό το κύριος, το βάζω σε εισαγωγικά), πρότεινε και για μένα την εσχάτη των ποινών, γιατί στο κατηγορητήριο με χαρακτήρισαν κι εμένα στρατολόγο, και καθοδηγητή, (παρόλο που ήμουν τότε 19 χρονών παιδί), αλλά, τελικά, μου επέβαλαν την ποινή των ισοβίων δεσμών, λόγω, λέει, του νεαρού της ηλικίας.)
Θα τελειώσω αυτή τη σύντομη, αλλά επώδυνη ψυχικά για μένα ομιλία, με την περιγραφή της τελευταίας πράξης του δράματος της εκτέλεσης των 10 αγωνιστών, μπροστά στη μάντρα του νεκροταφείου της Ξηριώτισσας, στη Λαμία, όπως την παραθέτω στο βιβλίο «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, μια ηρωίδα του λαού»:
«Και φτάνει χαράματα η κουστωδία στη μάντρα του νεκροταφείου της Ξηριώτισσας. Και στήνουν σε παράταξη τους μελλοθάνατους αγωνιστές στον «κρανίου τόπον». Μα αυτοί, τον τόπο εκείνον της σφαγής και της φρίκης, τον κάνουν με μιας, χοροστάσι της αντρειοσύνης. Μόλις τους ξεκλειδώνουν από τις χειροπέδες πιάνουν ο ένας τ’ αλλουνού το χέρι, και στήνουν το χορό! Έναν χορό, που μόνο με εκείνον που χόρεψαν κάποτε οι Σουλιώτισσες πάν στον βρόχο του Ζαλόγγου μπορεί να συγκριθεί.
«Έχε γειά, καημένε κόσμε,
έχε γεια, γλυκιά ζωή».Η Βαγγελίτσα, φορώντας το κόκκινο μεταξωτό φουστάνι της, που το κουβαλούσε πάντα μαζί της, μέσα στον γυλιό της, για τις επίσημες μέρες, όπως έλεγε χαριτολογώντας, σέρνει πρώτη το χορό. Και την ακολουθούν όλοι τραγουδώντας, σ’ αυτό το παράξενο, το συγκλονιστικό ξεφάντωμα:
«Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ουτ’ ανθός στην αμμουδιά
και οι Έλληνες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά!»Και μετά, έπιασαν το τραγούδι που λέγαμε τις τελευταίες μέρες στην απομόνωση. Το τραγούδι μας. Που τους στίχους του τους γράψαμε εμείς οι ίδιοι:
«Για μια ιδέα ευγενικιά
Δίνουμε τη ζωή μας
Χαρά σ’ αυτόν που παρατά
Για μια τιμή τον κόσμο».Οι στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος, φαντάροι από το 106 τάγμα πεζικού, που τους έλαχε ο κλήρος να εκτελέσουν αυτό το «μακάβριο στρατιωτικό καθήκον», μένουν πετρωμένοι στις θέσεις τους, σαν αγάλματα. Συγκλονισμένοι παρακολουθούν αυτό το απίστευτο θέαμα, αυτό το δραματικό μεγαλείο των μελλοθάνατων αγωνιστών.
«Ετούτοι είναι οι ληστοσυμμορίτες;» «Οι Βούλγαροι;» «οι προδότες της πατρίδας;·»
«για μια ιδέα ευγενικιά δίνουμε τη ζωή μας», συνεχίζουν το χορό και το τραγούδι τους οι μελλοθάνατοι, με τη Βαγγελίτσα μπροστά, να ανεμίζει στο χέρι της το μαντήλι.
Πώς να σηκώσουν το όπλο, να σκοτώσουν αυτά τα παλικάρια… Ποιο «στρατιωτικό καθήκον», να εκτελέσουν, όταν βλέπουν απέναντι τους τέτοιους Έλληνες; Όταν αντικρίζουν την ίδια τη μαχόμενη Πατρίδα, ν’ αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια τους, με όλη την αληθινή της δόξα;…
Ένα φως αστράφτει ξαφνικά μέσα στη συνείδησή τους. Όχι! Δεν θα ρίξουν τις φονικές τους σφαίρες πάνω σ’ αυτά τα παιδιά. Σ’ αυτά τα αδέρφια τους!
«Επί σκοπόν!» Διατάζει ο επικεφαλής του αποσπάσματος. Μα κανένας δεν κουνιέται απ’ τη θέση του. Κανένας δεν σηκώνει το όπλο. «Για μια ιδέα ευγενικιά δίνουμε τη ζωή μας», συνεχίζουν το χορό τους οι μελλοθάνατοι.
Αμηχανία και αναταραχή επικρατεί στους προϊσταμένους των στρατιωτών. Τους μαζεύουν άρον – άρον μέσα σε μια καρότσα φορτηγού, και τους ξαναγυρίζουν πίσω, στο τάγμα τους. Και τη «λύση» έδωσαν χωροφύλακες μαυροσκούφηδες, και ΜΑΥδες, τρομοκράτες της Δεξιάς, άτομα ανεξέλεγκτα και αδίστακτα, που εκτελούσαν πρόθυμα και με πολλή ευχαρίστηση τη γενική εντολή των αμερικανών πολεμοκάπηλων: «Σκοτώστε τους!»…
Με αυτόματα όπλα έριξαν τα κοφτερά τους βόλια πάνω στα κορμιά των αγωνιστών, ενώ εκείνοι συνέχιζαν το χορό τους. Τα παλικάρια γονατίζουν, διπλώνονται και πέφτουν αιμόφυρτα πάνω στη μαγιάτικη χλόη.
«Και τ’ αθώο χόρτο πίνει, αίμα αντίς για τη δροσιά», όπως έγραψε παλιότερα για τους Μεσολογγίτες (στην εποχή του μεγάλου Εικοσιένα), ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός.
Τελευταία έπεσε η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα. Γονατισμένη, με το κορμί της τρυπημένο από τις σφαίρες, αλλά με την καρδιά της όρθια, κεραυνώνει τους δολοφόνους, με την κοφτερή της γλώσσα:
«Αλίμονο στο καθεστώς, που προσπαθεί να κρατηθεί στην εξουσία, σκοτώνοντας γυναίκες και Έλληνες πατριώτες»…
Ζητωκραυγάζει. Αποχαιρετάει τη ζωή, τον ελληνικό λαό, το Κόμμα της το τιμημένο ΚΚΕ.
«Ας είναι λέει το αίμα μας, το τελευταίο που χύνεται. Ο λαός δεν θα μας ξεχάσει. Ζήτω το ΚΚΕ!»
(Διευκρινίζω εδώ σε παρένθεση, ότι ένα μέρος από τη σκηνή της εκτέλεσης των αγωνιστών, το διηγήθηκε αργότερα σε συγκρατούμενούς του, στο ξερονήσι της Γιούρας, ένας από τους στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος, που αρνήθηκαν να πυροβολήσουν τους αγωνιστές. Τους οδήγησαν κι αυτούς στο στρατοδικείο, και τους καταδίκασαν, για ανυπακοή και για άρνηση εκτέλεσης διαταγής ανωτέρου).
Είχε ξημερώσει πια, όταν γύρισαν στους στρατώνες οι δήμιοι, που παραβρέθηκαν στην εκτέλεση. Κρυμμένος πίσω απ’ το παραθυράκι της πόρτας, πλησίασα και έβαλα αυτί. Ένας χωροφύλακας, αυτόπτης μάρτυρας στην εκτέλεση, αναστατωμένος ακόμα, απ’ τη φοβερή εμπειρία που έζησε, διηγιόταν με τρεμάμενη φωνή, σε κάποιους άλλους, στο διάδρομο: «Μεγάλη κομμουνίστρια εκείνη η δασκάλα! Όλοι έπεσαν, κι αυτή να στέκεται, γονατισμένη με το ένα πόδι και να λέει, να λέει: «Και να μη βγαίνει η ψυχή της! Τρεις σφαίρες της έριξε ο επικεφαλής του αποσπάσματος, για χαριστική βολή. Και αυτή εκεί! Ως το τέλος να φωνάζει για το Κου Κου Έ της! Μεγάλη κομμουνίστρια σας λέω…».
Τα ονόματα των 10 παλικαριών που εκτελέστηκαν στις 9 του Μάη 1947, μπροστά στη μάντρα του νεκροταφείου της Ξηριώτισσας, στη Λαμία είναι:
Κουσιάντζα Βαγγελίτσα, Τσιρώνης Βασίλης, Παπαγεωργίου Μήτσιος, Χαλκιάς Κώστας, Γαλανίτσας Αλέκος, Βαρνάβας Αλέκος, Χασιώτης Δημήτρης, Καψάλης Θανάσης, Αθάνατος Δημήτρης, Κυρίτσης Χαρίλαος, Αθάνατοι!»
Τα τελευταία λόγια της Βαγγελίτσας, ως υστερόγραφο στο τελευταίο της γράμμα, ήταν «Μη μας ξεχάσετε!» Της δίνουμε λοιπόν, με όρκο και σήμερα, από εδώ από τον Παλαμά, από την ιδιαίτερη πατρίδα της, την υπόσχεση πως όχι μόνο δεν θα τους ξεχάσουμε ποτέ, αλλά και πως θα συνεχίσουμε τον αγώνα που εκείνοι δεν μπόρεσαν να φέρουν εις πέρας. Στις ντάπιες και στα μετερίζια που εκείνοι υπερασπίστηκαν με το αίμα τους, θα στεκόμαστε τώρα στη θέση τους εμείς! Και τα παιδιά μας! Και τα εγγόνια μας, αν χρειαστεί! Αλύγιστοι και ανυποχώρητοι! Μέχρι να ξημερώσει η μεγάλη μέρα της Ανάστασης. Μέχρι να ανατείλει, λαμπερός και αχτιδοβόλος, της Δικαιοσύνης ο ήλιος. Ο ήλιος της Λευτεριάς και της Ειρήνης, για την Ελλάδα και για ολόκληρη την Ανθρωπότητα. Σας ευχαριστώ.»
*«Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, μια ηρωίδα του λαού»
Ο Βασίλης Φυτσιλής γεννήθηκε στη Σέκλιζα της Καρδίτσας, το 1927. Από τους νεαρότερους ΕΠΟΝίτες, ανήκει στη νεότερη γενιά της Αντίστασης 1941 – 1944. Πριν προλάβει να τελειώσει το Γυμνάσιο, υποχρεώθηκε να ξαναπάρει το «δρόμο του βουνού» και κατατάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό. Πιάστηκε αιχμάλωτος, στο πέρασμα της Νιάλας, τον Απρίλη του 1947. Καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και έμεινε στη φυλακή και στα ξερονήσια συνολικά δώδεκα χρόνια. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Εργα του: «Το γιοφύρι», μυθιστόρημα, «Φυλακισμένα Τραγούδια», ποιήματα, «Φωνές απ’ τα σίδερα», ποιήματα, «Κουβέντες του Κυνηγιού», Διηγήματα, «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα», ιστορικό, βιογραφικό, «Ο Τσιριφλίνος», παιδικό παραμύθι, «Θρήνος και Τραγούδι για το μικρό Καπετάνιο», ποιητική σύνθεση, «Γιασμίνα», μυθιστόρημα, «Ο Σιδέρης και το κακό αφεντικό», Παραμύθι, «Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη», μαρτυρία, κ.ά.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback