Ζακ Λακάν – Ψυχανάλυση και το ανέφικτο της επανάστασης
Η πολιτική, ακόμα και η πιο ριζοσπαστική στις διακηρύξεις της, ούτε μπορεί, αλλά ούτε και πρέπει να συμβάλει στην άρση της ανθρώπινης δυστυχίας, η οποία κατά το Λακάν αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ζωής και ο χειρισμός της αποτελεί ατομικό ζήτημα.
Σκοτεινός και δυσνόητος, περισσότερα σίγουρα από το δάσκαλό του το Φρόιντ, ο Ζακ Λακάν κατόρθωσε παρόλαυτα να αναδειχθεί σε βασικό εκπρόσωπο της ψυχανάλυσης στη Γαλλία, αλά και σε μια από τις πιο επιδραστικές μορφές στην πνευματική ζωή της χώρας του, με σημαντική εμβέλεια διεθνώς. Το σύστημά του, μολονότι επικαλείται ένα είδος επιστροφής στις ρίζες του φροϋδισμού, εισήγαγε σημαντικές -όσο και αμφιλεγόμενες – καινοτομίες τόσο στη θεωρία, όσο και στην κλινική του πρακτική.
Γεννήθηκε στις 13 Απρίλη 1901 και μεγάλωσε σε αυστηρά καθολική αστική οικογένεια, μάλιστα ο μικρός αδερφός του έγινε αργότερα Βενεδικτίνος μοναχός. Ο ίδιος φοίτησε σε καθολικό γυμνάσιο και σπούδασε ιατρική με ειδίκευση στην ψυχιατρική. Είχε ήδη απομακρυνθεί από τη θρησκεία, ενώ παρά το φλερτ του με την ακροδεξιά Action Française στα νεανικά του χρόνια αποστασιοποιήθηκε σύντομα από αυτές τις ιδέεςΤο 1932 έγινε διδάκτορας με διατριβή σχετικά με τη σχέση παρανοϊκών ψυχώσεων και προσωπικότητας. Εργάστηκε ως νευρολόγος – ψυχίατρος σε κλινική του Παρισιού, ενώ από το 1964 δίδασκε στην École normale supérieure.
Η φήμη του ως ψυχαναλυτή ήταν τέτοια που το διάστημα 1979-1980 υπολογίζεται πως έβλεπε περίπου δέκα ασθενείς (αναλυόμενους) την ώρα, κάτι που φοειλόταν και στην κατάργηση της παραδοσιακής πενηντάλεπτης ψυχαναλυτικής συνεδρίας προς όφελος ευέλικτων συναντήσεων διαφοροποιημένης διάρκειας. Ορισμένες φορές μπορεί να διαρκούσαν ώρες ολόκληρες, συνήθως όμως ήταν ολιγόλεπτες, ενίοτε εξαιρετικά φειδωλές ή και μονολεκτικές, ενώ παραδίδεται και περιστατικό κατά το οποίο παρέμεινε καθ’όλη τη διάρκεια της συνεδρίας αμίλητος πίσω από μια εφημερίδα. Η πρακτική του αυτή, όπως και η αντιδεοντολογική σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα κώδικα αντιμετώπιση ασθενών με αυτοκτονικό ιδεασμό, επέφερε οξύτατη κριτική από πολλούς συναδέλφους του, που τον κατηγόρησαν ως κερδοσκόπο και τσαρλατάνο.
Το 1953 πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη τομή στη σκέψη του, καθώς εγκατέλειψε τον εγελιανό ιδεαλισμό προσεγγίζοντας το δομισμό, επηρεασμένος από το έργο του Κλοντ Λεβί-Στρος. Το κρυπτικό και σχεδόν απροσπέλαστο έργο του διαδόθηκε αρχικά αποκλειστικά μέσω των σεμιναρίων του, ενώ αργότερα από το 1966 άρχισε να εκδίδεται και σε μορφή βιβλίου, μέχρι σήμερα όμως ένα μέρος των σεμιναρίων του παραμένει αδημοσίευτο.
Πυρήνας της λακανικής θεωρίας είναι πως το φροϋδικό ασυνείδητο συνιστά ιδιότητα της γλώσσας και βασίζεται στην πολύσημη δομής της τελευταίας. Το ασυνείδητο εκφράζεται στη διαφορά μεταξύ αυτού που θέλουμε να πούμε κι αυτού που λέμε στην πράξη. Αυτό το χάσμα μαρτυρά μια επιθυμία που δρα εν αγνοία του ομιλητή και εκφράζεται είτε “φυσιολογικά” μέσω ονείρων, γλωσσικών ολισθημάτων και παραπραξιών, είτε “παθολογικά” μέσω ψυχώσεων ή ελαφρύτερης βαρύτητας ψυχικών συμπτωμάτων. Για το Λακάν η ρίζα της επιθυμίας έγκειται στη φαντασίωση, μια ιστορία δηλαδή που λανθάνει στο μυαλό μας και τροφοδοτεί την επιθυμία, λειτουργώντας ως πηγή απόλαυσης. Στην πραγματικότητα όμως το μόνο που κατορθώνει είναι να επιφέρει μια ασύνειδη ικανοποίηση που αντιστρατεύεται τη βούληση για πραγματική ευχαρίστηση, αποτελώντας έτσι πηγή αναπόδραστης οδύνης και αδιεξόδου.
Η απαισιόδοξη αυτή θεώρηση χρωμάτιζε και την πολιτική του στάση. Ο ίδιος χωρίς να έχει ως κεντρικό του μέλημα την πολιτική, δεν παρακολοθούσε με αδιαφορία τα τεκταινόμενα. Είδε με συμπάθεια και ενδιαφέρον τις εξελίξεις του παρισινού Μάη, μάλιστα η κόρη και ο γαμπρός του την ίδια περίοδο υπήρξαν μέλη μαοϊκών οργανώσεων. Ο ίδιος υπέγραψε κείμενα υπέρ των φοιτητών που διαδήλωναν και κατά των φυλακίσεων εκπροσώπων του φοιτητικού κινήματος, παρότι η ιστορία που τον θέλει να μεταφέρει κρυφά τον διωκόμενο τότε από τις γαλλικές αρχές Κον Μπεντίντ πέρα από τα γερμανογαλλικά σύνορα με τη Τζάγκουάρ του ανήκει στη μυθολογία της εποχής.
Παρέμενε ωστόσο βαθιά καχύποπτος ως προς τις πρακτικές πολιτικές συνεπαγωγές του κινήματος. Διαβόητη έμεινε ομιλία του το 1969 ενώπιων φοιτητών στο πανεπιστήμιο Vincennes το 1969, στους οποίους απευθύνθηκε με την αποστροφή “Θέλετε ένα νέο αφέντη. Θα τον έχετε”. Μπορεί να δικαιώθηκε σε αυτή του την πρόβλεψη για πολλούς από τους συμμετέχοντες στο Μάη του ’68, αφού μάλιστα πολλοί πρωταγωνιστές του τελικά έγιναν οι ίδιοι τα αφεντικά που έλεγαν πως πολεμούσαν. Αυτό δεν αναιρεί ωστόσο τον συντηρητισμό που στην πραγματικότητα ενυπήρχε σε αυτή του την τοποθέτηση. Ο ίδιος εξάλλου ήταν σκωπτικός απέναντι στην ιδέα της επανάστασης, ερμηνεύοντάς την ως επιστροφή στην αφετηρία, στο σημείο του αδυνάτου της απόλαυσης. Η πολιτική, ακόμα και η πιο ριζοσπαστική στις διακηρύξεις της, ούτε μπορεί, αλλά ούτε και πρέπει να συμβάλει στην άρση της ανθρώπινης δυστυχίας, η οποία κατά το Λακάν αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ζωής και ο χειρισμός της αποτελεί ατομικό ζήτημα. Όσο ανατρεπτική λοιπόν κι αν θεωρούσε την ψυχαναλυτική διαδικασία σε προσωπικό επίπεδο, οι πρακτικές πολιτικές της συνέπειες απέληγαν αντικειμενικά στην υπεράσπιστη του status quo, κατηγορία φυσικά καθόλου καινούρια απέναντι στην ψυχανάλυση ήδη από την εποχή του – δεδηλωμένα συντηρητικού πολιτικά – ιδρυτή της.
Έχοντας αποχωρήσει το 1953 με 4 συναδέλφους του από την Παρισινή Ψυχαναλυτική Εταιρεία, ο Λακάν ίδρυση τη Γαλλική Εταιρεία Ψυχανάλυσης, στην οποία προσχώρησαν οι μισοί περίπου Γάλλου ψυχαναλυτές. ερχόμενοι σε ανοιχτή ρήξη με τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση. Αργότερα υπήρξε και νέα διάσπαση στους κόλπους της ΓΕΨ, που κατέληξε τελικά στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στη δημιουργία της Φροϋδικής Σχολής του Παρισιού, η οποία κράτησε ως το 1980, ως η πολυπληθέστερ ψυχαναλυτική οργάνωση στη Γαλλία. Ο Λακάν έφυγε από νεφρική ανεπάρκεια στις 9 Σεπτέμβρη 1981.