Γκριγκόρι Ζινόβιεφ – Λεβ Κάμενεφ: Οι διόσκουροι μπολσεβίκοι που εκτελέστηκαν ως εχθροί του λαού
Ανήκαν στην παλιά φρουρά των μπολσεβίκων και ήταν για πολλά χρόνια στελέχη του Πολίτ-Μπιρό του κόμματος, αλλά δε συνέδεσαν το όνομά τους με τις πιο ηρωικές στιγμές και τις μεγάλες, επαναστατικές κορυφώσεις -αντιθέτως. Συνδέθηκαν ωστόσο μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, που κατά κανόνα αναφέρονται μαζί ως Διόσκουροι.
Ο Ζινόβιερ και ο Κάμενεφ είναι δύο περιπτώσεις προσωπικοτήτων με σχεδόν κοινή διαδρομή και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ανήκαν στην παλιά φρουρά των μπολσεβίκων και ήταν για πολλά χρόνια στελέχη του Πολίτ-Μπιρό του κόμματος, αλλά δε συνέδεσαν το όνομά τους με τις πιο ηρωικές στιγμές και τις μεγάλες, επαναστατικές κορυφώσεις -αντιθέτως. Συνδέθηκαν ωστόσο μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, που κατά κανόνα αναφέρονται μαζί ως Διόσκουροι.
Ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ γεννήθηκε το 1883 στην Ουκρανία και το πραγματικό του όνομα ήταν Οβσέι-Γκέρσον Αρόνοβιτς Ραντομισίσκι. Γενέτειρά του ήταν το Ελισάβετγκραντ, που πήρε προσωρινά το όνομά του κι αργότερα το όνομα του Κίροφ, που η δολοφονία του συνδεόταν κατά τραγική ειρωνεία και με την καταδίκη του Ζινόβιεφ. Αυτό δείχνει πάντως πως η προσωπολατρία ήταν ένα γενικό φαινόμενο της εποχής (εξάλλου και ο Τρότσκι απέκτησε για ένα μικρό διάστημα πόλη με το δικό του όνομα) κι όχι κάτι που απέρρεε από τη θέληση του “Πατερούλη” Στάλιν -κι αυτό, αν υποθέσουμε πως πρέπει να εντοπίσουμε την εκδήλωσή του στη μετονομασία πόλεων που είχαν διατηρήσει ονόματα από την τσαρική εποχή.
Ο Ζινόβιεφ σπούδασε Φιλοσοφία, Ιστορία και Λογοτεχνία. Συνδέθηκε στα φοιτητικά του χρόνια με το ΣΔΕΚΡ και πήρε το μέρος του Λένιν τόσο στη διάσπαση με τους μενσεβίκους, όσο και στη σύγκρουσή του με τον Μπογκντάνοφ. Έγινε σε πολύ νεαρή ηλικία μέλος της ΚΕ, ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρήκε πολιτικό εξόριστο στην Ελβετία. Επέστρεψε το 17′ στο Πέτρογκραντ μαζί με το Λένιν και το περίφημο σφραγισμένο βαγόνι του, ενώ τον ακολούθησε στη Φινλανδία το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, για να γλιτώσουν την εκδικητική οργή της Προσωρινής Κυβέρνησης, μετά τις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις του Ιουνίου. Αυτή η περίοδος αποτυπώνεται λογοτεχνικά και στο “Γαλάζιο Τετράδιο” (Εκδ. Σύγχρονη Εποχή) του Καζακίεβιτς, με το Λένιν να κρατά σημειώσεις για την μπροσούρα “Κράτος κι Επανάσταση” και το Ζινόβιεφ να διαφωνεί και να αμφιταλαντεύεται.
Αυτός κι ο Κάμενεφ είναι τα μόνα μέλη της ΚΕ των μπολσεβίκων, που τις παραμονές της επανάστασης, ψηφίζουν ενάντια στην επικείμενη εξέγερση. Δημοσιεύουν μάλιστα τη συμφωνία τους σε μια μενσεβίκικη εφημερίδα, προδίδοντας ουσιαστικά το σχέδιο και τις προθέσεις των Μπολσεβίκων -χωρίς αυτό να είναι από μόνο του ικανό να αντιστρέψει τη ροή των γεγονότων.
Ο Λένιν ήταν εξοργισμένος με τη στάση τους, απαιτώντας τη διαγραφή τους από το κόμμα, αλλά δε λήφθηκε άμεσα τέτοια απόφαση. Στη συνέχεια, και λόγω των πυκνών εξελίξεων, ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ αξιοποιήθηκαν σε άλλες θέσεις κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, υποστήριξαν το Λένιν και παρέμειναν στην ΚΕ. Ο πρώτος μάλιστα ήταν και ο επικεφαλής των οργανώσεων του Λένινγκραντ, αλλά και της Κομιντέρν -όπου είχε πχ ενεργό ανάμειξη στις ζυμώσεις και τη συζήτηση για τη σχέση της εργατικής κυβέρνησης με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Παρόλα αυτά ο Λένιν σημείωνε στη “διαθήκη” του πως η διαφωνία τους το 17′ δεν ήταν τυχαίο γεγονός.
Ο Κάμενεφ γεννήθηκε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς με το Ζινόβιεφ στη Μόσχα κι είχε εβραϊκή καταγωγή. Σπούδασε στην Τιφλίδα όπου συνδέθηκε με τους σοσιαλδημοκράτες (έτσι ονομάζονταν τότε τα επαναστατικά κόμματα) και μετά τη σύλληψή του, ακολούθησε την πορεία του επαγγελματία επαναστάτη. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1905 και συνδέθηκε με το Λένιν και τους μπολσεβίκους, μολονότι είχε παντρευτεί την αδερφή του Τρότσκι -που διαφωνούσε μαζί τους μέχρι το 1917.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρήκε τον Κάμενεφ σε διευθυντική θέση στην (μπολσεβίκικη) Πράβδα, η αρθρογραφία της οποίας τον οδήγησε γρήγορα στη σύλληψη και την εξορία της Σιβηρίας. Επέστρεψε στην πρωτεύουσα μετά την πτώση του τσάρου από την αστική επανάσταση του Φλεβάρη. Είχε μάλλον συμφιλιωτικές τάσεις, δυσκολευόμενος να αποδεχτεί την καινούρια γραμμή των Μπολσεβίκων, με βάση τις θέσεις του Απρίλη, και να προσαρμοστεί στα δεδομένα της.
Αφού καταψηφίζει το σχέδιο της εξέγερσης, αξιοποιείται σε διάφορες θέσεις πχ ως επικεφαλής των οργανώσεων στη Μόσχα, και έχει ουσιαστικά κοινή πολιτική πορεία με το Ζινόβιεφ. Μετά από το θάνατο του Λένιν, συμμαχούν προσωρινά με το Στάλιν εναντίον του Τρότσκι στον οποίο διαβλέπουν τάσεις βοναπαρτισμού και το μεγαλύτερο κίνδυνο για το Κόμμα. Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης, “ξεθάβουν” κριτικές για διάφορα προγενέστερα γεγονότα, σύντομα όμως κάνουν στροφή 180 μοιρών και συγκροτούν μαζί του την “Ενωμένη Αντιπολίτευση” που γνωρίζει συνεχόμενες πολιτικές ήττες μες στο Κόμμα.
Κορυφώνουν την αντιπολιτευτική τους δραστηριότητα το 27′, στην επέτειο για τα δέκα χρόνια από την Οχτωβριανή Επανάσταση, και διαγράφονται. Μετανοούν όμως, ασκούν δημόσια αυτοκριτική, κι έτσι γλιτώνουν τις συνέπειες για δεύτερη φορά στην πολιτική τους διαδρομή. Γίνονται μάλιστα εκ νέου δεκτοί στο κόμμα, μαζί με άλλα στελέχη, στο 17ο Συνέδριο, που είχε πανηγυρικό κλίμα κι ονομάστηκε “Συνέδριο των Νικητών”.
Το κλίμα αλλάζει θεαματικά όμως μετά τη δολοφονία του Κίροφ, το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς. Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν μια πιο σκληρή στάση της ηγεσίας και την εκκαθάριση του κόμματος και του κρατικού μηχανισμού (εν όψει και της επικείμενης πολεμικής σύγκρουσης, καθώς τα σύννεφα ολοένα και πυκνώνουν πάνω από την ΕΣΣΔ), που πλήττει κυρίως μεσαία και ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη.
Η καταδίκη των Ζινόβιεφ, Κάμενεφ κι ορισμένων άλλων στελεχών εγκαινιάζει τις λεγόμενες “Δίκες της Μόσχας”, που είναι αδύνατο να αναλυθούν εκτενώς στο πλαίσιο του σημειώματος, για αυτό θα περιοριστούμε στα γεγονότα κι ορισμένες αφοριστικές εκτιμήσεις.
Οι Ζινόβιεφ και Κάμενεφ παραδέχονται αρχικά την επαφή τους με ανήθικα άτομα, ενώ στο Λένινγκραντ όπου έγινε η δολοφονία του Κίροφ, υπάρχουν ακόμα κάποιοι οπαδοί του Ζινόβιεφ. Στη συνέχεια στοιχειοθετείται η κατηγορία της συνειδητής κι οργανωμένης αντισοβιετικής δράσης ενός “τροτσκιζηνοβιεφικού κέντρου” που έχει επαφές και με τον Τρότσκι στο εξωτερικό.
Όλες οι καταδίκες βασίζονται και στις ομολογίες των κατηγορούμενων, που έχουν σπασμένο ηθικό, μακριά από το υψηλό φρόνημα που θα άρμοζε σε έναν επαναστάτη. Η δίκη είχε πρακτικά, που κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά, κι έγινε δημόσια, παρουσία ξένων αξιωματούχων, στοιχεία που δε συνηγορούν υπέρ του κλασικού σχήματος περί “δίκης-παρωδίας”.
Η θεωρία συνωμοσίας που εξηγεί τη δολοφονία του Κίροφ ως έργο της σταλινικής ηγεσίας για να εξαπολύσει κυνήγι μαγισσών κι ενα λουτρό αίματος κατά των εσωκομματικών αντιπάλων της, αδυνατεί να εξηγήσει γιατί χρειαζόταν σε αυτήν την περίπτωση η “σκηνοθεσία” του Συνεδρίου των Νικητών που επανέφερε στο προσκήνιο τα στελέχη μιας πολιτικά ηττημένης Αντιπολίτευσης. Όπως και να έχει είναι μάλλον φαιδρό να ισχυρίζεται κανείς πως η σοβιετική εξουσία επέβαλε ένα κύμα “κόκκινης τρομοκρατίας”, σκιαμαχώντας εναντίον ενός φανταστικού εχθρού, χωρίς να υπάρχει καμία αντιπολιτευτική δράση με αντικαθεστωτικές αιχμές κι επαφές με το εξωτερικό, που θα μπορούσε να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνη σε ένα ενδεχόμενο πολέμου, διασπώντας το ενιαίο αρραγές μέτωπο. Κι αυτή ίσως να είναι η πολιτική ουσία πέρα από όσα στοιχεία προέκυψαν στη διάρκεια των δικών.
Ο επίλογος της υπόθεσης γράφεται μισό αιώνα αργότερα, με την αποκατάσταση των Ζινόβιεφ και Κάμενεφ από την περεστρόικα του Γκορμπατσόφ. Μια κίνηση που ασφαλώς δεν ήταν τυχαία, δεν κατατάσσει απαραίτητα όμως τους Διόσκουρους στο ίδιο τσουβάλι με τον συνειδητά αντεπαναστάτη Γκορμπατσόφ που μπορούσε να αξιοποιήσει τα πάντα και τους πάντες στον αντισταλινικό, αντισοβιετικό ζήλο του.