«Ζήτω η κομμουνιστική επιμονή…» – Τρεις ιστορίες αυταπάρνησης και ηρωισμού • Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
Ιστορίες που ξετυλίχθηκαν στην αφάνταστα δύσκολη περίοδο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων ’47 – ’48 στον Κόζιακα και τ’ Άγραφα, ενδεικτικές για την κατάσταση που βρέθηκε το δεύτερο αντάρτικο σ’ αυτή τη φάση και για το ηρωικό πνεύμα, την αντοχή και το πείσμα, που έφτανε ως την αυταπάρνηση, με το οποίο αντιμετώπισαν τις απέραντες δυσκολίες σ’ αυτή τη φάση τα στελέχη του κινήματος.
Ανάμεσα στις άπειρες ιστορίες αυταπάρνησης και ηρωισμού, που ξετυλίχθηκαν σ’ αυτή την αφάνταστα δύσκολη περίοδο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων ’47 – ’48 στον Κόζιακα και τ’ Άγραφα, θ’ αναφερθούμε σε δύο απ’ αυτές, που αν δεν είναι ίσως οι πιο χαρακτηριστικές, είναι όμως οπωσδήποτε ενδεικτικές για την κατάσταση που βρέθηκε το δεύτερο αντάρτικο σ’ αυτή τη φάση και για το ηρωικό πνεύμα, την αντοχή και το πείσμα, που έφτανε ως την αυταπάρνηση, με το οποίο αντιμετώπισαν τις απέραντες δυσκολίες σ’ αυτή τη φάση τα στελέχη του κινήματος.
Η πρώτη ιστορία αναφέρεται στον Μάνθο Παπαμανθαίου, ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης Τρικάλων, μέλος της γραμματείας της Περ. Επιτροπής του ΚΚΕ, που είχε αξιόλογη δράση στην Εθνική Αντίσταση και προσχώρησε κατόπιν στο Δημ. Στρατό, κυνηγημένος απ’ την Ασφάλεια Τρικάλων και τις παρακρατικές οργανώσεις. Σ’ αυτή τη φάση, όπως αφηγείται την ιστορία του, ο Θωμάς Ντινόπουλος από το Μεσινικόλα Καρδίτσας, συμπολεμιστής του στο Δημοκρατικό Στρατό, ο Μάνθος ήταν, με το βαθμό του λοχαγού, διοικητής του κρυπτογραφικού γραφείου της ΚΓΑΝΕ. Κλιμακίου του Γενικού Αρχηγείου της Νότιας Ελλάδας που ιδρύθηκε το Μάρτη του 1948 και είχε κάτω από τη διοίκησή του τα αρχηγεία της Θεσσαλίας, Ρούμελης και Πελοποννήσου.
Στο γράμμα του, προς το Νίκο Πολύζο, αγωνιστή από τα Τρίκαλα, που συγκεντρώνει στοιχεία για τους εκτελεσμένους του Νομού, ο Θωμάς Ντινόπουλος γράφει, ότι ο Μάνθος, ο Άλκης Παπαβασιλείου απ’ το Βόλο και ο ίδιος, αξιωματικοί και οι τρεις του ΚΓΑΝΕ, ξέκοψαν από τη διοίκηση στο δάσος που είναι απέναντι απ’ το Βιτιρνίκο, καθώς έπεσαν σε μια ενέδρα στις 15 Ιούνη 1949. Αφού περιφέρθηκαν επί 15 μέρες νηστικοί στην περιοχή του Κόζιακα, αναζητώντας τη διοίκηση του Κλιμακίου, μάθαν επιτέλους ότι η Διοίκηση είχε περάσει στα Χάσια. Ύστερα απ’ αυτό αποφάσισαν να επιχειρήσουν και αυτοί να περάσουν στα Χάσια. Ήταν όμως εξαντλημένοι από τις επιχειρήσεις που είχαν διεξαχθεί πριν ένα μήνα και τώρα ήταν νηστικοί 15μέρες περίπου. Ζούσαν μόνον με χόρτα. Ακολούθησαν τη διαδρομή Γαρδίκι, Καμνάι, Μπίρα, Βιτιρνίκο, Τύρνα. Από κει ξεκίνησαν να πάνε στο χωριό Δραμίζι. Ήταν το μόνο χωριό που έμεινε κόσμος εκεί. Αλλά μαζί με τον κόσμο έμεινε και στρατός. Στο Δραμίζι, πήγαν τη νύχτα με σκοπό να πάρουν ψωμί. Αλλά κατά τη διαδρομή, γλίστρησε ο Μάνθος κι έπεσε από ψηλά, πάνω σ’ ένα βράχο. Το χτύπημα ήταν πολύ σοβαρό. Είχε χτυπήσει στ’ αμελέτητα. Τα γεννητικά του όργανα είχαν σπάσει κι είχαν μαυρίσει απ’ το χτύπημα και ο πόνος μέρα με τη μέρα μεγάλωνε κι έκανε δύσκολη τη μετακίνηση. Μ’ όλα αυτά, συνέχισαν την πορεία. Η πίστη και η αγωνιστικότητα του Μάνθου έβαζε τον πόνο και τη ζωή σε δεύτερη μοίρα. Ένα ηρωικό και συγκινητικό ξέσπασμα του Μάνθου θα μου μείνει αλησμόνητο. Όταν μετά την Τύρνα, φτάσαν στην κορυφογραμμή και κάθισαν βασίλεμα του ήλιου σ’ ένα βράχο, αντίκρισαν κάτω τον απέραντο Θεσσαλικό κάμπο. Ο Μάνθος που καθόταν στη μέση γυρίζει και τους λέει: «Σύντροφοι, μη φοβάστε, θα ζήσουμε. Θα κατέβουμε στον κάμπο, θα τρίψουμε σιτάρι και θα φάμε. Κατόπιν τους αγκάλιασε και τους φίλησε. Ζήτω η κομμουνιστική επιμονή, τους είπε». Τόσο υψηλό ήταν το ηθικό του, αν και πλησίαζε το τέλος του.
Το βράδυ πέρασαν έξω απ’ το πρώτο χωριό στα Ριζά, πρέπει να ήταν το Γοργογύρι. Και την άλλη νύχτα πέρασαν προς τα δυτικά με κατεύθυνση τα Χάσια. Στην περιοχή αυτή βρισκόταν ένας μύλος. Κατέβηκαν, πήραν 2 ως 3 κιλά αλεύρι και περνώντας από την κορυφή του χωριού, που ήταν κατάφυτη από μεγάλα πλατάνια, ανέβηκαν πάλι ψηλά στο βουνό, σε ύψος 1000 περίπου μέτρα, όπου αποφάσισαν να μείνουν το βράδυ και την άλλη μέρα να συνεχίσουν την πορεία. Ήταν όλοι τους πολύ εξαντλημένοι. Ο Μάνθος όμως στη θέση αυτή που σταμάτησαν τους είπε: «Σύντροφοι, εγώ δε μπορώ να μπω μέσα σε τούφα να κοιμηθώ. Θα πέσω εδώ και το πρωί για να μη φαίνομαι, ρίξτε μου λίγα κλαριά και σκεπάστε με». Τον σκέπασαν με λίγα κλαριά και κοιμήθηκαν.
Το πρωί όμως, μόλις έφεξε, κατά σύμπτωση, δύο μικρά παιδιά έφτασαν εκεί με τα γίδια κι έπεσαν πάνω στο Μάνθο. Μ’ όλο που ο Μάνθος τους πήρε με το καλό —παιδιά τους είπε μη φοβάστε, δεν πρόκειται να σας κάνουμε τίποτε— αυτοί έτρεξαν για το χωριό. Όταν τα παιδιά, έφυγαν ο Μάνθος τους είπε: «Εσείς μπορείτε να κάνετε παραπάνω και να κρυφτείτε. Αν ζήσουμε, θα συναντηθούμε σε κείνο το δέντρο απέναντι. Εγώ θα συρθώ σε κείνη την τούφα, αν με βρουν θα σκοτωθώ».
Σε λίγο έφτασαν ένοπλοι Μάυδες απ’ το χωριό και άλλοι που κρατούσαν ξύλα στα χέρια. «Τα παιδιά τους οδήγησαν κατ’ ευθείαν στο κρησφύγετο του Μάνθου. Τότε, ο Μάνθος, για να μην πέσει στα χέρια τους, έβγαλε το πιστόλι και αυτοκτόνησε. Αφού έριξαν οι Μάυδες πολλές τουφεκιές στο μέρος που βρισκόταν ο Μάνθος, πήγαν κατόπιν και κάθισαν κάτω από τις δυό οξιές που ήταν πάνω κρυμμένοι οι σύντροφοι του Μάνθου. «Αυτός θα ήταν του τάγματος θανάτου, γι’ αυτό αυτοκτόνησε» άκουσαν να λένε από κάτω οι Μάυδες. Αυτό ήταν το τέλος του σεμνού, του ηρωικού, του αφοσιωμένου μέχρι θανάτου αγωνιστή Μάνθου Παπαμανθαίου, που ξεκίνησε εργατόπαιδο από τις οικοδομές της Πόλης για να φτάσει ως το πιο ψηλό σκαλοπάτι του αγώνα, την αυτοθυσία.
Η περίπτωση του Θανάση Χριστοδούλου
«… Στα τμήματα του ΔΣΕ του Α.Κ., υπηρετούσε και ο παλαίμαχος αγωνιστής του αγροτικού κινήματος Θανάσης Χριστοδούλου, ο οποίος κατάγονταν από το χωριό Κουτσιαρί Καρδίτσας, ηλικίας πενήντα περίπου χρονών. Στις πρώτες συγκρούσεις που έγιναν κατά την επιστροφή των τμημάτων του Α.Κ. στο χώρο του, ο Χριστοδούλου βρέθηκε ξεκομμένος πάνω στον Κόζιακα. Μόνος, νηστικός, χωρίς να γνωρίζει καλά το μέρος, διέθετε όλες του τις δυνάμεις, έκανε κουράγιο, ελπίζοντας να βρει κάποιο τμήμα, όμως, μάταια. Οι μέρες περνούσαν και η επικίνδυνη μοναξιά του συνεχιζόταν. Σε κάθε βήμα του, εχθρικά αποσπάσματα. Ξέφευγε από μια ενέδρα και έπεφτε στην άλλη, τον είχαν συνέχεια κατά πόδι.
Τελικά, πριν ακόμα εξαντληθεί και πέσει, πήρε την απόφαση να κατεβεί στον κάμπο. Μέρες και νύχτες περιπλανιόταν στον κάμπο, μέσα στα χωράφια, ώσπου να φθάσει στο χωριό του. Εκεί, είχε την έδρα της μια παρακρατική μοναρχοφασιστική συμμορία, που, αν τον έπιανε, θα τον εκτελούσε αμέσως. Ήταν εκεί οι ίδιοι άνθρωποι που τον δίωξαν επανειλημμένα και τον υποχρέωσαν να βγει στο ΔΣΕ, οι ίδιοι τρομοκράτες που ετσιθελικά λήστευαν το βιός της οικογένειάς του. Στο χωριό του, ο Μπαρμπαθανάσης έμεινε κρυμμένος τρεις βδομάδες, κοιμόταν πάντα με το όπλο αγκαλιά, ποτέ δεν το αποχωριζόταν και ήταν αποφασισμένος, αν τον ανακαλύψουν, να πολεμήσει μέχρι την τελευταία σφαίρα και μετά ν’ αυτοκτονήσει. Ταχτικά διάβαζε εφημερίδες, κι έτσι προσανατολίστηκε προς ποια κατεύθυνση υπάρχει δυνατότητα να βρει τμήματα του ΔΣΕ. Μια νύχτα του Ιούνη, αποχαιρετάει ξανά την οικογένειά του, παρακάμπτει τις ενέδρες που οι παρακρατικοί στήναν έξω απ’ το χωριό του και κατευθύνεται προς τα νότια ριζά των Αγράφων, προς το χώρο που γράφαν οι εφημερίδες ότι έγιναν τις τελευταίες μέρες μάχες.
Είμασταν τελευταίο νούμερο περιπολία έξω απ’ το χωριό Λεοντάρι. Πιάσαμε ένα ψήλωμα και παρατηρούσαμε, καθώς ανέτειλε ο ήλιος, μήπως παρουσιαστεί κίνηση του αντιπάλου στον κάμπο. Κάποια στιγμή, βλέπουμε έναν να προχωρεί βιαστικά μέσα σ ’ ένα χωματόδρομο. Όταν διαπιστώσαμε ότι δεν τον ακολουθούν άλλοι, τρέξαμε προς την κατεύθυνσή του για να δούμε ποιος είναι. Τον φωνάξαμε να σταματήσει και να μας πει ποιος είναι.
-Ο Αντάρτης του ΔΣΕ, λέει σταθερά ο Μπαρμπαθανάσης και προσθέτει:
-Εσείς ποιοι είστε;
Έγινε αναγνώριση, και γεμάτος χαρά, με δάκρυα συγκίνησης, μας αγκαλιάζει σαν παιδιά του. Από τότε, ο Μπαρμπαθανάσης δεν ξεκόπηκε από το τμήμα του. Αγωνίστηκε, πάλεψε όπου τον έταξε το καθήκον. Στην προσφυγιά, ήταν υπόδειγμα αγωνιστή μέχρι την τελευταία του πνοή. Ας είναι ελαφρό το χώμα της φιλόξενης σοσιαλιστικής χώρας που τον σκεπάζει».*
*Απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Τάκη Ψημμένου «Αντάρτες στ’ Άγραφα»
Θάνατος παλικαριού
Στις αρχές του 1947, το λαϊκό κίνημα της Λάρισας είχε μια μεγάλη απώλεια. Σκοτώθηκε μέσα στην πόλη, δίνοντας μια πολύ άνιση μάχη, ένα από τα πιο λαμπρά παλικάρια της Εθνικής Αντίστασης, ο Άγγελος Τσιτώτας. Ο Άγγελος, Λαρισινός γέννημα και θρέμμα, πήρε μέρος από τους πρώτους στην Εθνική Αντίσταση. Οι πιο ριψοκίνδυνες αποστολές κατά τη διάρκεια της κατοχής μέσα στην πόλη της Λάρισας γίνονταν με τη συμμετοχή του Άγγελου Τσιτώτα. Για τη δράση του αυτή μετά τη Βάρκιζα ήταν στην πρώτη σειρά των καταζητούμενων από την Ασφάλεια της Λάρισας. Το καλοκαίρι του 1946, μαζί με άλλους αγωνιστές, το Μιχάλη Κυρίτση, το Μιχάλη Βαλσαμογιάννη, τον Κωστή Κανάτσιο, το Γ. Γαργαλιάνο, τον Κωστίμπα και άλλους, συγκρότησαν την ανεξάρτητη ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού, που δρούσε μέσα στη Λάρισα, η οποία κατά περιόδους είχε πολιτικούς επιτρόπους το Μήτσο Διδασκάλου και το Γιώργο Πατσιούρα.
Το βράδυ της 25 προς τις 26 Γενάρη, ο Άγγελος Τσιτώτας, μπήκε με αποστολή της ομάδας μέσα στην πόλη και κατευθύνθηκε στην αποθήκη γεωργικών μηχανημάτων του Φαντάνα που βρισκόταν στο τέρμα της οδού Υψηλάντου. Στην αποθήκη αυτή ο Άγγελος δούλευε από τα προπολεμικά χρόνια, γι’ αυτό και ήταν γνωστός στο προσωπικό που εργαζόταν στην αποθήκη. Σε κάποια στιγμή ο Άγγελος ζήτησε από έναν απ’ τους συναδέλφους του να πάει να του πάρει μια κούτα τσιγάρα. Αλλά ο συνεργάτης του δεν πήγε ο ίδιος, έστειλε ένα μικρό γνωστό του που τον βρήκε έξω στο δρόμο. Ο μικρός έφερε τα τσιγάρα, αλλά κατά τη διαδρομή τον είδε κάποιος γείτονας, που ήταν κρυφό όργανο της Ασφάλειας και παρακολουθούσε από καιρό την αποθήκη. Αυτός κατάλαβε ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει και ειδοποίησε την Ασφάλεια.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και έκαναν την εμφάνισή τους αυτοκίνητα της Ασφάλειας με επικεφαλής το Διοικητή ταγματάρχη Χρήστου και πολλούς ασφαλίτες. Κύκλωσαν την αποθήκη και καλούσαν με φωνές τον Άγγελο Τσιτώνα να παραδοθεί. Ο Τσιτώτας τους απάντησε ότι οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν παραδίδονται, αλλά μάχονται και πεθαίνουν. Ταυτόχρονα άρχισε να πυροβολεί με το αυτόματό του και τραυμάτισε ελαφρά
το νωματάρχη Αλογάριαστο και το χωροφύλακα Γιάννη Δράμη. Σε λίγο κατέφτασε σε βοήθεια των ασφαλιτών ένας ολόκληρος λόχος από μαυροσκούφηδες και ένα τανκ, με επικεφαλής τον υπολοχαγό τότε Στέλιο Παττακό, πρωτοπαλίκαρο το 1967 του Απριλιανού πραξικοπήματος. Από τους μυδραλιοβολισμούς του τανκ ο τοίχος της αποθήκης διαλύθηκε, έπεσε η σκεπή, ένα μεγάλο καδρόνι χτύπησε στο κεφάλι τον Τσιτώτα κι ένα γύφτικο καρφί μπήκε στο πρόσωπό του. Ο Άγγελος έβγαλε το πιστόλι του, το στήριξε στο κεφάλι του και αυτοκτόνησε. Από τους πυροβολισμούς σκοτώθηκε επίσης το μικρότερο παιδί του Φαντάνα και δυο εργάτες. Επίσης σκοτώθηκαν και τρία άλογα που βρίσκονταν στην αποθήκη και καταστράφηκαν όλα τα μηχανήματα που βρίσκονταν μέσα.
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρήστου Βραχνιάρη “Πορεία μέσα στη νύχτα – Η Θεσσαλία στις φλόγες του εμφυλίου” (εκδ. Αλφειός).
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.