Το πρώτο ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ
Το παρασκήνιο για τη δημιουργία της πρώτης πανελλαδικής συνδικαλιστικής οργάνωσης, μετά από χρόνια προετοιμασιών αλλά και δυστοκίας.
Με την ωρίμανση των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων, όπως η βιομηχανική ανάπτυξη, η αύξηση και η συγκέντρωση της εργατικής τάξης, η διάδοση και η ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών και η ραγδαία επίδραση των μηνυμάτων της Οκτωβριανής Επανάστασης έφεραν στο προσκήνιο την αναγκαιότητα συνένωσης και ενιαίας οργανωτικής συνδικαλιστικής έκφρασης των εργαζομένων. Μέχρι το 1918, είχαν γίνει για τον ίδιο σκοπό αρκετές απόπειρες με πιο σημαντικές αυτή του 1911 που κατέληξε στην ίδρυση της Πανελλήνιας Εργατικής Ομοσπονδίας, του 1914 με την πρωτοβουλία των Καπνεργατικών Σωματείων και του 1916 με ενέργειες του Εργατικού Κέντρου Πειραιά. Όλες αυτές οι απόπειρες ήταν αναποτελεσματικές επειδή κυρίως δεν είχαν διαμορφωθεί οι καταλληλότερες συνθήκες.
Έτσι, τον Αύγουστο του 1918 με πρωτοβουλίες του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης που καθοδηγούνταν από τη Φεντερασιόν (1909) πραγματοποιήθηκε νέα Εργατική Συνδιάσκεψη με τη συμμετοχή των Εργατικών Κέντρων Θεσσαλονίκης-Αθήνας-Πειραιά με σκοπό την προετοιμασία του Πανελλαδικού Πανεργατικού Συνεδρίου για την ίδρυση του Κεντρικού Συνδικαλιστικού Οργάνου.
Για την προετοιμασία του Ιδρυτικού Συνεδρίου είχε αναλάβει Οργανωτική Επιτροπή, η οποία με εγκύκλιό της προς όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις καθόριζε το μέτρο αντιπροσώπευσης κάθε οργάνωσης.
Το Συνέδριο συνήλθε αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια στον Πειραιά 21 έως 28 Οκτώβρη με παλαιό τημερολόγιο της εποχής (3 έως 10 Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο) με τη συμμετοχή 182 αντιπροσώπων.
Οι δύο κύριες γραμμές αντιπαράθεσης συγκρούστηκαν και στη φάση της προετοιμασίας, στην Εργατική Συνδιάσκεψη, αλλά και στο ίδιο το Συνέδριο. Η ταξική πλευρά με ηγέτη τον Αβραάμ Μπεναρόγια, το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, τους Καπνεργάτες, τους Τυπογράφους κλπ. και από τη ρεφορμιστική πλατφόρμα τα φιλοβενιζελικά-φιλοκυβερνητικά Εργατικά Κέντρα Αθήνας και Πειραιά.
Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης τέθηκαν τα τρία κεντρικά ζητήματα:
α) το καταστατικό, β) το πρόγραμμα διεκδικήσεων και γ) η Διοίκηση της νεοσύστατης ΓΣΕΕ.
Η συνεπής γραμμή της Φεντερασιόν έμεινε μέχρι τέλους ανυποχώρητη στο καταστατικό και το πρόγραμμα διεκδικήσεων και τελικά κυριάρχησε με ψήφους 158 υπέρ, 21 κατά, 1 λευκό, επί της γραμμής του κυβερνητικού συνδικαλισμού και της ταξικής συνεργασίας. Οι θευλλώδεις συζητήσεις στα ζητήματα αυτά οδήγησαν πολλές φορές στο 8ήμερο, τα πράγματα σε οριακό σημείο διάλυσης του ίδιου του Συνεδρίου.
Να πώς περιγράφουν οι Γιάννης Κορδάτος και Αβραάμ Μπεναρόγιας την αντιπαράθεση αυτή:
“Παρόλες τις αντιδράσεις, προπάντων από την ομάδα του Γιαννιού, που επηρέαζε τότες μερικά σωματεία, το Α’ Πανελλαδικό Συνέδριο πραγματοποιήθηκε.
Άρχισε στις 21 του Οκτώβρη του 1918 και κράτησε οχτώ μέρες. Πήραν μέρος σ’ αυτό 44 εργατικά σωματεία, που αντιπροσώπευαν καμιά εξηνταριά χιλιάδες εργάτες. Στις πρώτες πέντε μέρες οι συνεδριάσεις του γίνονταν στην Αθήνα, στο Βασιλικό Θέατρο, κι από την έχτη μέρα στον Πειραιά, στο εκεί Δημοτικό Θέατρο”.
Ο Αβραάμ Μπεναρόγιας, που ήταν ένας από τους πρωτεργάτες και ο μαχητικότερος ομιλητής του Συνεδρίου, μας δίνει μια ζωντανή εικόνα της σύνθεσης, των κατευθύνσεων και των εργασιών του:
“Η σύγκλησις του Πανεργατικού Συνεδρίου εσυνοδεύθηκε με προσπάθειαν οργανώσεως Πανελλαδικών Επαγγελματικών Ενώσεων. Η Ομοσπονδία Καπνεργατών και Σιγαροποιών συνεκάλεσε συνέδριον. Τα σωματεία τυπογράφων και συναφών είχον οργανώσει συνδιάσκεψιν διά την ίδρυσιν Ομοσπονδίας. Μεταξύ των ναυτικών σωματείων εγένετο ζύμωσις διά την κατάλληλον μεταρρύθμισιν του “Συνδικάτου Μεταφορών”. Και αυτός ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος σιδηροδρομικών, αντιδραστικός και δυσκίνητος, επηρεασμένος από την όλην εργατικήν ζύμωσιν, διεσαλεύετο, διεταράσσετο. Οι διοικούντες αυτό συντηρητικοί δεν ηννόουν να υποχωρήσουν, να αφομοιωθούν με τους εργάτας…
Από την πρώτη στιγμήν εις το Συνέδριον διαγράφονται πλείστα ασταθή και αδιαμόρφωτα ρεύματα: 1) εν “κόμμα” των Πειραιωτών, με επικεφαλής τον Μαχαίρα, ένας συρφετός ακαθόριστος, αποτελούμενος από τους περισσότερους ανιτπροσώπους Πειραιώς, από πλείστους αντιπροσώπους Λιμενεργατών των παραλιών της Ελλάδος και αρκετούς αντιπροσώπους των νησιών. 2) Εν “κόμμα” των Αθηναίων, ηγούμενον από τη διοίκησιν του Εργ. Κέντρου Αθηνών, μικρότερον του προηγουμένου, αποτελούμενον από τους αντιπροσώπους Αθηνών κυρίως και Πελοποννήσου. 3) Εν συμπαγές και πειθαρχημένον “κόμμα” των Θεσσαλονικέων, εις το οποίον επικρατούν πλέον οι Σοσιαλισταί και το οποίον συνειργάζετο με τους ολιγώτερους Θεσσαλούς, επίσης επηρεαζομένους από σοσιαλιστάς, ως και με τους σοσιαλιστάς αντιπροσώπους Αθηνών και Πειραιώς, κυρίως ηλεκτροτεχνίτας, σιγαροποιούς και άλλους, και 4) η ομάς των αντιπροσώπων του Γιαννιού με επικεφαλής τους Δελαζάνον και Χατζημιχάλην, συνεργαζομένους με τους Θεσσαλονικείς.
Η ρευστότης της καταστάσεως επέτρεπε τας παρασκηνιακάς επιρροάς, τας αλληλεπιδράσεις, τας αλλεπαλλήλους προσκαίρους διαμορφώσεις αυτής. Πολλάκις η ματαίωσις ή η συνέχεια του Συνεδρίου εξαρτήθη από το μηδέν. Μόνον η συνετή, ομοφώνως, σταθερά και πειστική στάσις των σοσιαλιστών και συμπαθούντων επέτρεψε την περάτωσιν των εργασιών και η Μακεδονία έπαιξε και εδώ τον πρωτεύοντα ρόλον. Πρόεδρος του Συνεδρίου εξελέγει ο Γρ. Παπανικολάου. Η ιδεολογική ρευστότης του Συνεδρίου εξεδηλώνετο εις τας εκλογάς του προεδρείου και των διαφόρων επιτροπών. Πάντως διεξήγοντο αύται με εξαιρετικήν ζωηρότητα. Αι συζητήσεις επεξετείνοντο επί δευτερευόντων ζητημάτων, οι λόγοι δεν ετερματίζοντο. Προ παντός η έδρα της ιδρυομένης Συνομοσπονδίας απετέλει το μήλον της έριδος. Η πλειοψηφίας απεφάσισεν ως έδραν τον Πειραιά, υπό τας απειλάς των Πειραιωτών όπως αποχωρήσουν εν εναντία περιπτώσει. Οι Αθηναίοι προς στιγμήν θ’ απεχώρουν αλλά μετεπείσθησαν. Η Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών Ελλάδος είχε ιδρυθή.
Η συζήτησις επί των βασικών κατευθύνσεων αυτής διεξήχθη εις το τέλος σχεδόν του συνεδρίου. Η πρότασις των σοσιαλιστών όπως η Γεν. Συνομοσπονδία βασισθή επί της πάλης των τάξεων επροκάλεσε θυελλώδεις συζητήσεις. Βενιζελικοί, αντιβενιζελικοί, “συνδικαλισταί” και ακαθόριστοι μακρολογούντες εξαντλητικώς κατεφέροντο εναντίον της πάλης των τάξεων. Όλοι οι μη σοσιαλισταί, πλην της αρχής της πάλης των τάξεων, χωρίς να αντιτάσσουν καμμίαν άλλην αρχήν. Δεν έλλειψαν βέβαια αι έξωθεν επεμβάσεις, οι παρασκηνιακαί ενέργεια υπαλλήλων του υπουργείου. Αλλά η συνετή στάσις των σοσιαλιστών και η θαρραλέα αντιμετώπισις των παρασκηνίων εκ μέρους των Μακεδόνων, με επικεφαλής το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης έσωσαν την κατάστασιν και η αρχή της πάλης των τάξεων επεκράτησεν…”