Προβληματισμοί και ορισμένα συμπεράσματα από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Μπορούμε, άραγε, να προσεγγίσουμε το θέμα Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δίχως να δούμε βασικές πλευρές που τον συσχετίζουν με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Και μπορούμε να αγνοήσουμε διδάγματα που απορρέουν από τον Α’ και από τον Β’, σαν αυτά να χάθηκαν στο παρελθόν και να μην αφορούν στο σήμερα;
Μπορούμε, άραγε, να προσεγγίσουμε το θέμα Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δίχως να δούμε βασικές πλευρές που τον συσχετίζουν με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Και μπορούμε να αγνοήσουμε διδάγματα που απορρέουν από τον Α’ και από τον Β’, σαν αυτά να χάθηκαν στο παρελθόν και να μην αφορούν στο σήμερα;
Δεν παραγνωρίζουμε τη διαφορετικότητα των συνθηκών.
Από τις στάχτες του Α’ ξεπήδησε η μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.
Στον Β’, ήταν η Σοβιετική Ενωση που επέδρασε καθοριστικά στη συντριβή του φασιστικού ιμπεριαλισμού, ενώ 7 ακόμη χώρες μετά αποσπάστηκαν από το ιμπεριαλιστικό σύστημα (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, ΛΔ της Γερμανίας).
Σήμερα ζούμε στις συνθήκες της αντεπανάστασης.
Με μια επίπεδη ματιά, λοιπόν, δημιουργείται η εντύπωση πως έχουμε μπροστά μας τελείως διαφορετικές και ασύνδετες μεταξύ τους φάσεις του 20ού αιώνα.
Ισχύει το αντίθετο.
Η διαφορετικότητα των συνθηκών δεν καταργεί το κοινό ιστορικό έδαφος, στο οποίο ξετυλίχθηκαν τα παραπάνω γεγονότα, το κοινό έδαφος πάνω στο οποίο και σήμερα ξετυλίγονται άλλα, μικρότερης έκτασης, ίδιου όμως χαρακτήρα.
Αυτό το έδαφος είναι το καπιταλιστικό σύστημα στο ανώτατο στάδιό του, τον ιμπεριαλισμό, που αυξάνει συνεχώς την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και την καταπίεση των λαϊκών στρωμάτων και δυναμώνει το χτύπημα των δικαιωμάτων τους, ως ανάγκη της λειτουργίας του κεφαλαίου να αναπαράγεται και να ανταγωνίζεται.
Από αυτήν τη σκοπιά, αν ξετυλίξουμε το κουβάρι, βρίσκεται ο ενοποιητικός ιστός ανάμεσα στον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάμεσα στους δυο τους και στους πολέμους κατά του Ιράκ, του Αφγανιστάν, της Γιουγκοσλαβίας, του σχεδίου για τον «εκδημοκρατισμό της Μέσης Ανατολής», κατά της Κούβας, με πρόσχημα την «τρομοκρατία».
Σε αυτό το πλαίσιο κινείται ο προβληματισμός, έχοντας ως αφετηρία ότι ο φασισμός είναι γέννημα του καπιταλισμού. Αποτελεί πολιτική μορφή διαχείρισης του συστήματος, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η αναστολή της λειτουργίας αστικών θεσμών, η ανοιχτή οργάνωση της βίας, η μαζική ενσωμάτωση λαϊκών στρωμάτων στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους.
Ο φασισμός είναι ιμπεριαλισμός. Οικονομική βάση του αποτελεί το μονοπώλιο. Το κεφάλαιο που είναι συγκροτημένο σε μετοχικές εταιρείες, ενταγμένες σε γιγάντιους ομίλους, και που έχει ζωτική ανάγκη το κυνήγι του πρόσθετου κέρδους και την εκμετάλλευση ξένων αγορών. Για το σκοπό αυτόν προκαλεί και πολέμους με στρατιωτικά μέσα, που είναι η άλλη όψη της ιμπεριαλιστικής «ειρήνης».
Τα γερμανικά μονοπώλια έφεραν τον Χίτλερ στην εξουσία, μαζί με τα αμερικανικά, αγγλικά, γαλλικά. Τα μονοπώλια και τον Μουσολίνι.
Και βεβαίως, τα κόμματά τους, συντηρητικά και σοσιαλδημοκρατικά, καθώς και η Καθολική Εκκλησία, που έβλεπαν στον εθνικοσοσιαλισμό τη δύναμη κρούσης κατά του επαναστατικού κινήματος. Και εννοείται ότι ασπάζονταν ανεπιφύλακτα τα κηρύγματα του εθνικοσοσιαλισμού για «κοινωνική συναίνεση», «κοινά συμφέροντα εργατών – εργοδοτών», «κοινωνική ειρήνη».
Πρέπει ιδιαίτερα να τονιστούν ο ρόλος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στη σφαγή της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Γερμανία (1918 – 1919), γιατί τότε μπήκε το σπέρμα του χιτλερισμού, καθώς και η συνολική αντιμετώπιση του χιτλερικού κόμματος (έφτασε να ζητά και κυβερνητική συνεργασία μαζί του), όπως και ο ρόλος της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας, που συναινούσε και στη διάλυση της Βουλής από τον Ντόλφους. Η σοσιαλδημοκρατία είχε σημαία της: «Κύριος εχθρός είναι ο μπολσεβικισμός».
Ωστόσο, ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, σε συνδυασμό με τον νόμο της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης – που φέρνει και την ανισόμετρη πολιτική και στρατιωτική δύναμη – οδήγησε στην εκ νέου αναβάθμιση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η ισχυροποίησή τους έδωσε τη δυνατότητα να επιτύχουν την ανατροπή των σε βάρος τους αποτελεσμάτων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι παραπάνω λόγοι υποστηρίζουν τη θέση ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βγήκε από την κοιλιά του καπιταλισμού. Τον γέννησε η Συνθήκη των Βερσαλλιών, με την οποία οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Αγγλία – Γαλλία – ΗΠΑ) κυριάρχησαν στις αποικίες και στις πηγές πρώτων υλών σε βάρος της Γερμανίας, καθώς και η μεγάλη κρίση του μεσοπολέμου (1929 – 1933), κρίση οικονομική αλλά και πολιτική.
Η σημαντική λαϊκή βάση, που απέκτησε ο εθνικοσοσιαλισμός, ήταν αποτέλεσμα της αγανάκτησης των μαζών από την αντιλαϊκή πολιτική της φιλελεύθερης διαχείρισης. Η αγανάκτηση πήρε αντιδραστική έκφραση, οι ελπίδες για επίλυση των λαϊκών προβλημάτων, της φτώχειας, της ανεργίας, της απόλυτης εξαθλίωσης, συνδέθηκαν με τις σοβινιστικές επιδιώξεις της «μεγάλης Γερμανίας» και τη ρατσιστική αλαζονεία, αποδεικνύοντας με δραματικό τρόπο ότι η κρίση δεν συνεπάγεται πάντα και οπωσδήποτε θετικές εξελίξεις.
Οι ίδιες αντιθέσεις προκάλεσαν και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στηριγμένο σε αυτές, το ΚΚ των Μπολσεβίκων χάραξε τη γραμμή της πάλης κατά του πολέμου, χλεύασε την ιμπεριαλιστική ρητορεία περί «υπεράσπισης της πατρίδας», αποδεικνύοντας ότι πατρίδα των καπιταλιστών είναι τα κέρδη και οι σφαίρες επιρροής, και οργάνωσε την επαναστατική πάλη. Δηλαδή, η αιτία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αποδεικνύεται και με αυτόν τον τρόπο. Δίχως τη συγκεκριμένη ανάλυση, που έκαναν οι Μπολσεβίκοι, η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν θα είχε υπάρξει.
Οι αντιθέσεις στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εκδηλώθηκαν τόσο άγρια, που και οι δύο κύριες ευρωπαϊκές πλευρές (Βρετανία – Γερμανία), ενώ στόχευαν τη σοβιετική εξουσία, έφτασαν να συνάπτουν συμμαχία με τη Σοβιετική Ενωση!
Ετσι, το Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ, που έχει δεχτεί τη μανία αστών και οπορτουνιστών, καθώς και η «αντιχιτλερική συμμαχία» είναι δύο σημαδούρες των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, βεβαίως και της διαπάλης που διεξαγόταν ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό.
Ωστόσο, θα αποτελούσε λάθος αν εντοπίζονταν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μόνο στις διακρατικές σχέσεις. Το ίδιο και αν ο διαχωρισμός των αστικών δυνάμεων, σε «δημοκρατικές» και σε φασιστικές, γινόταν με έναν απόλυτο τρόπο.
Οι ενδοαστικές αντιθέσεις διαπέρασαν το εσωτερικό των χωρών. Η αστική τάξη της Ευρώπης χωρίστηκε σε «γερμανόφιλη» και σε «αγγλόφιλη», λόγω οικονομικών συμφερόντων, καθώς και γιατί η κάθε πλευρά θεώρησε ότι το εγγλέζικο ή το γερμανικό κράτος (ανάλογα ποιο επέλεξε) ήταν πιο ικανό να προστατέψει τα συνολικά και μακροπρόθεσμα αστικά συμφέροντα. Ετσι, για παράδειγμα, μέρος της γαλλικής αστικής τάξης παρέδωσε τη Γαλλία στη Γερμανία. Το άλλο την πολέμησε. Η κυβέρνηση της Πολωνίας ήταν πρόθυμη να συμμαχήσει με τη Γερμανία. Δεν τα βρήκαν. Και συμμάχησε με τους Αγγλογάλλους. Και όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Πολωνία, η κυβέρνησή της έφυγε και πήγε στο Λονδίνο. Η γαλλική κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου υπονόμευσε τον αγώνα του ισπανικού λαού, γεγονός που βοηθούσε τον Φράνκο να νικήσει. Η σουηδική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση μετέτρεψε τη Σουηδία σε βάση της Γερμανίας μέχρι το 1943.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Μεταξά, αν και «γερμανόφιλη», συμπορεύτηκε με τους Εγγλέζους, ενώ, πριν από την 4η Αυγούστου, οπότε κατάργησε το αστικό Κοινοβούλιο, πήρε ψήφο εμπιστοσύνης απ’ όλα τα αστικά κόμματα.
Τα Τάγματα Ασφαλείας συγκροτήθηκαν από την κυβέρνηση I. Ράλλη και τους Γερμανούς, αλλά είχαν την υπόγεια υποστήριξη των Εγγλέζων, αν δεν ήταν εκείνοι οι πρώτοι εμπνευστές τους. Είχαν και την καθοδήγηση πρωτοκλασάτων του «Βενιζελισμού». Και στη δίκη των δοσιλόγων, ο Θεμ. Σοφούλης ήταν ένας από τους αστούς πολιτικούς που πήγαν μάρτυρες υπεράσπισης.
Στη διάρκεια του πολέμου, η σύγκρουση «φασιστικού Αξονα» και «αντιφασιστικής συμμαχίας» συνυπήρχε με τη σύγκρουση σοσιαλισμού – καπιταλισμού. Το ίδιο ορατή ήταν και η αντίθεση στις άλλες χώρες, ανάμεσα στα αστικά και τα εργατικά – λαϊκά συμφέροντα. Στην Ελλάδα, η σύγκρουση ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ, η σύγκρουση ΕΛΑΣ – Ταγμάτων Ασφαλείας και χιτών εξέφραζε την παραπάνω αντίθεση. Το ίδιο και οι φανερές ή καλυμμένες μηχανορραφίες Εγγλέζων και εγχώριων αστών κατά του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ πριν από τις Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας (1944), στη διάρκειά τους και μετά από αυτές.
Αποτελεί πολύ βασικό στοιχείο της ταξικής πάλης, το λαϊκό κίνημα να παρακολουθεί και να παίρνει υπόψη του τους ελιγμούς του αντιπάλου. Το 1944, οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τον βασιλιά της Ελλάδας, δηλαδή συμφώνησαν με το ΕΑΜ ότι ο λαός θα αποφασίσει για το μέλλον της Μοναρχίας, απορρίπτοντας τις αντιδράσεις του Γεωργίου του Β’ και φιλοβασιλικών πολιτικών, που ζητούσαν την άμεση επάνοδό του μόλις η Ελλάδα απελευθερωνόταν.
Και το έκαναν αυτό, γιατί στη συγκεκριμένη στιγμή δεν κρινόταν το μέλλον της Μοναρχίας, που οι Βρετανοί ασφαλώς στήριζαν, ενώ το ΚΚΕ και το ΕΑΜ έθεταν ως όρο, για να υπογράψουν τις Συμφωνίες, την παραπομπή του Πολιτειακού στο μέλλον. Κρινόταν το θέμα της εξουσίας, η προσπάθειά τους να εγκλωβίσουν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ στην κυβέρνηση της «εθνικής συνεργασίας». Ετσι, ο βασιλιάς μπορούσε να περιμένει.
Στο Δοκίμιο Ιστορίας 1939 – 1949, όπως και στις «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα από την Αντιφασιστική Νίκη», η αρνητική εμπειρία του ΚΚΕ συνδέεται με το ότι το Κόμμα μας δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί επαρκώς στον αυτοτελή ρόλο του. Ταυτόχρονα, τα κομματικά ντοκουμέντα αναδεικνύουν το πασίδηλο: Τον καθοδηγητικό ρόλο του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, τη θυσία χιλιάδων μελών του, ΕΑΜιτών και ΕΠΟΝιτών. Τον ηρωισμό, που ανέδειξε πρότυπα ανιδιοτέλειας και συλλογικής στάσης ζωής.
Σήμερα υπάρχει η ωριμότητα για εμβάθυνση σε προβλήματα της στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κινήματος και του ΚΚΕ. Εχουν συντελέσει για τούτο διεθνείς και εσωτερικές αρνητικές εμπειρίες. Είναι και τα σημερινά καθήκοντα του Κόμματος, που το επιβάλλουν (το ΚΚΕ ήδη έχει επεξεργαστεί τη στρατηγική του, με τη μελέτη της Ιστορίας του, «Δοκίμιο Ιστορίας Τόμος Β’ 1949-1968», με την Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του Κόμματος για τις αιτίες της ανατροπής του σοσιαλισμού στην ΕΣΔΔ και στη συνέχεια με το Πρόγραμμα του ΚΚΕ που επεξεργάστηκε και ψήφισε ομόφωνα το 19ο Συνέδριο).
Η αυτοτέλεια του ΚΚ δεν αποτελεί αφηρημένη έννοια. Δεν είναι δεδομένη. Τη συνθέτουν η αταλάντευτη προσήλωση στον στρατηγικό στόχο και η χάραξη τακτικής που διαποτίζεται από αυτόν.
Άρα, η πολιτική των συμμαχιών πρέπει να μην ακυρώνει την προώθηση της στρατηγικής. Που σημαίνει αταλάντευτο μέτωπο κατά του οπορτουνισμού. Σημαίνει μέτωπο κατά της σοσιαλδημοκρατίας και όχι καλλιέργεια αυταπατών στο λαό μέσα από το διαχωρισμό της σε «δεξιά» και σε «αριστερή». Άλλο πράγμα η επιδίωξη της ενιαίας δράσης των εργατών στο κοινωνικό επίπεδο, στη βάση των εργατικών δικαιωμάτων, και τελείως άλλο η επιδίωξη πολιτικής συμμαχίας ως δήθεν εργαλείου απεγκλωβισμού από αυταπάτες. Αποδείχτηκε ότι αυτή η άποψη είναι αβάσιμη και επικίνδυνη για την αυτοτελή δράση του ΚΚ.
Από πολλές πλευρές τίθεται ξανά η ανάγκη να αποκτήσουν οι ευρωπαϊκοί λαοί «αντιφασιστική ιδεολογία».
Αυτή η «πρόσκληση» ταυτίζεται με την αστική στρατηγική του «αντινεοφιλελεύθερου μετώπου», που αποσυνδέει την πολιτική από την οικονομία. Ταυτίζεται με την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός δήθεν «καλού καπιταλισμού». Ταυτίζεται με τις επικίνδυνες θέσεις για επιλογή του «καλού ιμπεριαλισμού», δηλαδή της EE.
Η «αντινεοφιλελεύθερη» στρατηγική βάλλει ευθέως κατά της αντιιμπεριαλιστικής γραμμής συσπείρωσης, κατά της συμμαχίας για ριζικές αλλαγές στο επίπεδο της εξουσίας.
Εκείνη που χρειάζεται η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα είναι η κομμουνιστική ιδεολογία. Η μόνη που μπορεί να αντιμετωπίσει ριζικά τον ιμπεριαλισμό κάθε μορφής. Με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, που θα πραγματοποιήσει η εργατική εξουσία, θα εξαλείψει και τους πολέμους.
Πηγή: Ριζοσπάστης