Σ’ έναν έστω στιγμιαίο συντονισμό ίδιες ελπίδες: 170 χρόνια “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”
“Οι προλεταριάτοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους. Αλλά θα κερδίσουν τον κόσμο ολόκληρο”.
To “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” ανήκει αναμφίβολα στα κείμενα που άλλαξαν το ρου της ανθρώπινης ιστορίας. Οι ιδέες του, ενέπνευσαν κι -ακόμα και στις σημερινές αντεπαναστατικές εποχές μας- εξακολουθούν να εμπνέουν και να συγκινούν εκατομμύρια ανθρώπων για τη δυνατότητα δημιουργίας μακριά από την καταπίεση της μισθωτής σκλαβιάς. Το κείμενο αυτό δεν ήρθε εν κενώ, αλλά αποτελεί μέρος τόσο της ευρύτερης θεωρητικής παραγωγής των νεαρών τότε Μαρξ και Ένγκελς, που ήδη είχαν εκδώσει τα πρώτα τους έργα, όσο και αποκρυστάλλωμα της πολιτικής τους δραστηριοποίησης στη λεγόμενη Ένωση των Κομμουνιστών. Η προϊστορία της τελευταίας ανιχνεύεται στην “Ένωση των Δικαίων”, που είχε ιδρυθεί το 1836 στο Παρίσι από οπαδούς ουτοπικών σοσιαλιστικών ιδεών, κατά βάση Γερμανούς εργάτες και διαννοούμενους, που διώκονταν από τις γερμανικές αρχές. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ένωση των Δικαίων έπαιζε ο εργάτης Βίλχελμ Βάιτλινγκ, που το 1838 εξέδωσε το πρόγραμμα της οργάνωσης, με τίτλο “Η ανθρωπότητα όπως είναι και όπως θα έπρεπε να είναι”. Ο Γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής κι επαναστάτης Λουί Μπλανκί ηγήθηκε αποτυχημένης εξέγερσης της Ένωσης των Δικαίων το 1839, προκαλώντας κύμα διώξεων κατά των μελών που αναπροσανατόλισαν τη δράση τους στην Αγγλία, τη Γερμανία και την Ελβετία, όπου κυρίως έδρασε ο Βάιτλινγκ, που μάλιστα φυλακίστηκε για ένα διάστημα.
Το 1845, βγαίνοντας από τη φυλακή, έγινε μέλος της Ένωσης των Δικαίων του Λονδίνου, ερχόμενος σε επαφή και με το εργατικό κίνημα των Χαρτιστών. Οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν σοβαρές θεωρητικές και οργανωτικές διαφωνίες με την Ένωση, ωστόσο διατηρούσαν επικοινωνία δι’αλληλογραφίας με πολλά στελέχη της κι επίσης ήταν σύνδεσμος της οργάνωσης με την αριστερή πτέρυγα των χαρτιστών. Παράλληλα, οι δύο άνδρες ίδρυσαν “Επιτροπές- συνδέσμους” για το συντονισμό του σοσιαλιστικού κινήματος στις διάφορες χώρες και τη διάδοση της επαναστατικής θεωρίας στους εργάτες. Ένα παράρτημα αυτής της επιτροπής ιδρύθηκε και στις Βρυξέλλες. Μιλώντας εκεί το Μάρτη του 1846, ο Μαρξ ήρθε σε ρήξη με το Βάιτλινγκ, κατηγορώντας τον για μικροαστικό ουτοπισμό. Στο στόχαστρο του βρέθηκαν την ίδια περίοδο οι λεγόμενοι “Αληθινοί Σοσιαλιστές” του Χέρμαν Κρίγκε και του Καρλ Γκριν, που διακήρυτταν την ταξική συμφιλίωση ή “ένωση των τάξεων”, όπως την αποκαλούσαν μέσω της “καθολικής αγάπης”, αλλά και ο Προυντόν, που τότε, σε αντίθεση με τον ακόμα άσημο Μαρξ, διέθετε σημαντική επιρροή κυρίως μεταξύ των Γάλλων σοσιαλιστών.
Οι ιδέες των Μαρξ και Ένγκελς για την αναγκαιότητα πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης σε επαναστατική κατεύθυνση άρχισαν φέρνουν καρπούς. Η ηγεσία της “Ένωσης των Δικαίων” προσέγγισε τις απόψεις των δυο ανδρών και τους ανακοίνωσε τους πρώτους μήνες του 1847 μέσω του εκπροσώπου της Γιόζεφ Μολ, πως η οργάνωση είχε αποκηρύξει το συνωμοτισμό και τις ιδέες του Βάιτλινγκ κι ενδιαφερόταν οι Μαρξ κι Ένγκελς να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού προγράμματος. Πεπεισμένοι για την αλλαγή πορείας της Ένωσης, οι δυο φίλοι και συνεργάτες πράγματι προσχώρησαν στην οργάνωση, με τον όρο να απαλειφθούν από το καταστατικό της “όλες οι διατάξεις που βοηθούσαν στη δεισιδαίμονο λατρεία της εξουσίας”, όπως σημείωνε αργότερα ο Μαρξ. Τον Ιούνιο του 1847, στο συνέδριο της οργάνωσης, η τελευταία μετονομάστηκε σε “Ένωση των Κομμουνιστών”, υιοθετώντας το νέο, διεθνιστικό και ταξικό σύνθημα “Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε”. Ψηφίστηκε επίσης το νέο καταστατικό, οργανωμένο σε δημοκρατική βάση ενώ ως σκοποί της οργάνωσης ορίζονταν «να ανατραπεί η αστική τάξη, να κυριαρχήσει το προλεταριάτο, να καταργηθεί η παλαιά αστική κοινωνία που στηρίζεται στον ανταγωνισμό των τάξεων και να δημιουργηθεί μια καινούρια κοινωνία χωρίς τάξεις και χωρίς ατομική ιδιοκτησία». Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το δεύτερο συνέδριο της “Ένωσης των Κομμουνιστών”, όπου και ανατέθηκε στους Μαρξ κι Ένγκελς επισήμως η συγγραφή του προγράμματος. Καρπός αυτής της προσπάθειας δεν ήταν άλλος από το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”.
Η συγγραφή του “Μανιφέστου” είχε βασιστεί σε συζητήσεις του Ένγκελς με εργάτες του Παρισιού, στα πλαίσια της διαπάλης του με τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού. Η “Ένωση των Δικαίων” του Παρισιού ανέθεσε στον Ένγκελς να γράψει διακήρυξη αρχών εκ μέρους τους, κάτι που ο ίδιος έκανε σε μορφή 25 ερωταπαντήσεων, τις οποίες και απέστειλε στο Μαρξ. Αυτό το κείμενο, καθώς και οι σημειώσεις που ο Μαρξ είχε κρατήσει στο συνέδριο, αποτέλεσαν τη βάση του “Μανιφέστου”. Πάντα τελειομανής, ο Μαρξ καθυστερούσε να ολοκληρώσει το κείμενο, κάτι που οδήγησε την Ένωση των Κομμουνιστών να τον απειλήσει με κυρώσεις αν δεν απέστελνε σύντομα το πρόγραμμα. Πράγματι ο Μαρξ απέστειλε το χειρόγραφο στο Λονδίνο όπου κι εκδόθηκε σαν σήμερα το 1848, σε μια εποχή που ξεσπούσε η Επανάσταση στο Παρίσι, την οποία ο Μαρξ ανέλυσε αργότερα στο βιβλίο “Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848-1850” , που έμελε να αποτελέσει το πρώτο επεισόδιο της λεγόμενης “Άνοιξης των λαών”, μιας σειράς επαναστάσεων και κινημάτων φιλελελεύθερου ή/και εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα, με κυρίως άδοξη κατάληξη, αλλά ηρωϊκή παρακαταθήκη.
Στο Μανιφέστο διατυπώνονται με απλό αλλά σαφή και περιεκτικό τρόπο οι βασικές κατευθύνσεις της ιδεολογίας του επιστημονικού σοσιαλισμού. Βρίσκουμε σε εμβρυώδη μορφή τις βασικές αρχές του ιστορικού υλισμού, με κυριότερη τη θέση ότι η ιστορία της ανθρωπότητας γίνεται κατανοητή ως ιστορία της πάλης των τάξεων: «Ελεύθεροι και δούλοι, πατρίκιοι και πληβείοι, μάστορες και καλφάδες, με λίγα λόγια καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, ήταν πάντοτε σε έναν αιώνιο ανταγωνισμό, έκαναν έναν αδιάκοπο, πότε κρυφό και πότε φανερό, αγώνα που τελείωνε πάντοτε με έναν επαναστατικό μετασχηματισμό όλου του κοινωνικού οικοδομήματος ή με τη γενική καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν».
Ο ίδιος καπιταλισμός, ως γέννημα της φεουδαρχία, αντικαθιστά τις παραδεδομένες μορφές καταπίεσης με νέους. Το μανιφέστο καταδεικνύει την κρίση ως εγγενές χαρακτηριστικό της κεφαλαιοκρατίας, καθώς οι παραγωγικές δυνάμεις αναπόφευκτα συγκρούονται με τις παραγωγικές σχέσεις εντός καπιταλισμού. Η σύγκρουση αυτή επιλύεται προσωρινά με καταστροφή αγαθών και επέκταση σε νέες αγορές, μέχρι να ξεσπάσει η επόμενη και βαθύτερη κρίση. Ο διαρκής ανταγωνισμός, η εξάπλωση του καπιταλισμού σε όλη την υφήλιο, οι αναπόφευκτοι πόλεμοι που γεννώνται από τα προηγούμενα αναδεικνύονται και στηλιτεύονται. Μόνο η άρση των ταξικών ανταγωνισμών μέσα σε κάθε χώρα θα σημάνει και το τέλος των αντιμαχόμενων εθνικισμών, θέτοντας τέρμα στους πολέμους. Το ευγενές αυτό καθήκον ανατίθεται στο προλεταριάτο, την τάξη αυτή που ο ίδιος ο καπιταλισμός δημιούργησε και συνένωσε στα εργοστάσια, αλλά και που προορίζεται να γίνει ο νεκροθάφτης του, απελευθερώνοτνας όχι μόνο τον εαυτό της αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Στο “Μανιφέστο” διατυπώνεται για πρώτη φορά εξάλλου η πιο πολυσυζητημένη, παρεξηγημένη αλλά και συχνά σκόπιμα διαστρεβλωμένη ιδέα της “δικτατορίας του προλεταριάτου”, της προσωρινής συγκέντρωσης δηλαδή όλης της εξουσίας στα χέρια της εργατικής τάξης, της μετατροπής του ίδιου του προλεταριάτου σε κράτος, με στόχο την απόσπαση του συνόλου των μέσων παραγωγής από την αστική τάξη, την αλλαγή του τρόπου παραγωγής με εκτόξευση των παραγωγικών δυνάμεων ως την επίτευξη της κομμουνιστικής κοινωνίας και συνεπώς την κατάργηση των τάξεων συνολικά. Στο “Μανιφέστο” βρίσκονται επίσης εν σπέρματι οι θέσεις για την αναγκαιότητα πολιτικής οργάνωσης του προλεταριάτου σε κόμμα, η άρση του διαχωρισμού των κομμουνιστών από την εργατική τάξη, της οποίας απλώς αποτελούν την πρωτοπορία, θέσεις που ως γνωστόν θα αναπτύξει πολύ λεπτομερέστερα αργότερα ο Λένιν.
Το εκρηκτικό αυτό κείμενο κλείνει με μια από τις φλογερότερες ρήσεις της παγκόσμιας ιστορίας: “Οι προλεταριάτοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους. Αλλά θα κερδίσουν τον κόσμο ολόκληρο”.
Σήμερα, 170 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, αυτές οι αλυσίδες, άλλοτε κυριολεκτικές, άλλοτε άυλες, κάποτε ακόμα και “χρυσές” , συνεχίζουν να δένουν σφιχτά δισεκατομμύρια προλετάριους, στην όποια μορφή τους, με ένα σύστημα που τους τραβά μεθοδικά στον πάτο. “Η αλλάζουμε ή βουλιάζουμε” είχε πει κάποτε ένα εξέχον ρετάλι της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας, που δε δίστασε επίσης να επικαλεστεί και το “Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα” της Κόκκινης Ρόζας. Ε ναι λοιπόν, ή “αλλάζουμε” (το σύστημα) ή βουλιάζουμε μαζί με τα καταστροφικά για την ίδια την επιβίωση στον πλανήτη μας αδιέξοδά του.