Σαλβαδόρ Αγέντε – H αέναη τραγωδία των καλών προθέσεων
Η θυσία του Αγιέντε και η τραγωδία του χιλιάνικου λαού απέδειξε με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο ότι η άρχουσα τάξη ποτέ δεν παραχωρεί εθελοντικά την εξουσία της, ή για την ακρίβεια την πηγή της εξουσίας της, δηλαδή την κατοχή των μέσων παραγωγής
Συμπληρώνονται 110 χρόνια από τη γέννηση του Σαλβαδόρ Αγιέντε Γκόσενς, ενός μάρτυρα και τραγικού ήρωα του λαϊκού κινήματος της πατρίδας του και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής. Αποστάτης της τάξης του, ασπάστηκε τη σοσιαλιστική ιδεολογία και από νωρίς συμμάχησε με τους κομμουνιστές, συμμαχία που αργότερα επρόκειτο να οδηγήσει την περίφημη Ουνιδάδ Ποπουλάρ στην εξουσία. Η κυβέρνηση προώθησε πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις προς όφελους του λαού, αντιμετωπίζοντας εξαρχής λυσσαλέο πόλεμο, τόσο από την ντόπια αντίδραση όσο και από τους ιμπεριαλιστές, κυρίως των ΗΠΑ. Η εμμονή της στο σεβασμό της αστικής νομιμότητας, την οποία φυσικά οι αντίπαλοί της δεν είχαν κανένα σκοπό να τηρήσουν, συνέβαλε σημαντικά στην εκδήλωση και την επιτυχία του πραξικοπήματος Πινοσέτ το Σεπτέμβρη του 1973, που βύθισε τη χώρα για δεκαετίες στο σκοτάδι μιας από τις στυγνότερες δικτατορίες της αμερικανικής ηπείρου.
Ο Αγιέντε γεννήθηκε στην παραθαλάσσια πόλη Βαλπαραΐσο, ως ένα από τα έξι παιδιά του δημοσίου υπαλλήλου Σαλβαδόρ Αγιέντε Κάστρο, βασκικής καταγωγής και της Λάουρα Γκόσενς, κόρης Βέλγου μετανάστη. Η μεσοαστική οικογένειά του είχε παραδόσεις στο φιλελεύθερο και προοδευτικό κίνημα της Χιλής, ενώ συνδεόταν και με τον ελευθεροτεκτονισμό, τον οποίο αργότερα ασπάστηκε κι ο ίδιος ο Αγιέντε. Σπούδασε ιατρική και στη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων ξεκίνησε να δραστηριοποιείται πολιτικά. Συμμετείχε σε διαμαρτυρίες κατά της στρατιωτικής δικτατορίας του Κάρλος Ιμπάνιες και έγινε αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Χιλιανών ποιητών. Συνελήφθη κατά τη διάρκεια αντιδικτατορικής εξέγερσης κι αργότερα απελευθερώθηκε. Μετά από αυτό έγινε γραμματέας περιοχής Βαλπαραΐσο του νεοσύστατου Σοσιαλιστικού Κόμματος. Μετά το τέλος της δικτατορίας, εξελέγη βουλευτής του ΣΚ το 1937 και ένα χρόνο μετά έγινε υπουργός υγείας στην κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου του Πέδρο Αγκίρε Σέρδα για δύο χρόνια. Στις εκλογές του 1945 εξελέγη γερουσιαστής στη γενέτειρά του.
Το 1952 ήταν για πρώτη φορά προεδρικός υποψήφιος, εκδιώχθηκε όμως από το ίδιο του το κόμμα, λόγω της συνεργασίας του με τους εκτός νόμου τότε κομμουνιστές. Έξι χρόνια αργότερα η συνεργασία επισημοποιήθηκε καθώς το ΚΚ ξανάγινε νόμιμο, κι ο Αγιέντε έχασε με μικρή διαφορά από το δεξιό υποψήφιο Χόρχε Αλεσάντρι Ροντρίγκεζ, ενώ ήττα υπέστη και το 1964 από τον χριστιανοδημοκράτη Εντουάρντο Φρέι, τον οποίο την τελευταία στιγμή στήριξαν και τα συντηρητικά κόμματα για να αποτρέψουν την άνοδο του Αγιέντε.
Ως πρόεδρος της γερουσίας παρείχε την προσωπική του προστασία στους επιζήσαντες του αντάρτικου σώματος του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία, μετά τη δολοφονία του μεγάλου επαναστάτη, ενέργεια για την οποία το 1968 απαιτήθηκε η παραίτησή του από τους αντιπάλους του. Το 1969 συγκροτείται η Ουνιδάδ Ποπουλάρ (Λαϊκή Ενότητα), ένας συνασπισμός σοσιαλιστών, κομμουνιστών και μικρότερων αριστερών κομμάτων που στις εκλογές του 1970 αποσπά με υποψήφιο πρόεδρο τον Αγιέντε το 36,3% των ψήφων, με μικρή διαφορά από τον συντηρητικό Αλεσάντρι. Καθώς κανένας από από τους υποψήψιους δεν απέσπασε την απόλυτη πλειοψηφία, η απόφαση για την εκλογή έπεφτε στο κοινοβούλιο.
Δυο μέρες πριν την ψηφοφορία, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελεί του χιλιανού στρατού, Ρενέ Σνάιντερ τραυματίστηκε βαριά σε απόπειρα απαγωγής που χρηματοδοτήθηκε και από τη CIA, και ξεψύχησε μια μέρα αργότερα. Η κατακραυγή για τη δολοφονία οδήγησε τους Χριστιανοδημοκράτες σε στήριξη του Αγιέντε, που απέσπασε 153 ψήφους έναντι 35 του Αλεσάντρι, έναντι της απόσπασης δέκα συνταγματικών προσθηκών σε φιλελεύθερη κατεύθυνση. Η στάση των χριστιανοδημοκρατών προκάλεσε την αντίδραση των αδελφών κομμάτων στη Δύση, ιδιαίτερα του γερμανικού χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, ενώ ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Χιλή ονόμασε τους πολιτικούς αντιπάλους “ανόητους, ανοργάνωτους και αφελείς”. Πριν αναλάβει το αξίωμά του στις 3ης Νοέμβρη 1970, σημειώθηκε δολοφονική απόπειρα εναντίον του.
Επίκεντρο της οικονομικής του πολιτικής ήταν η χωρίς αποζημίωση κρατικοποίηση του ορυκτού πλούτου, ιδιαίτερα του χαλκού, η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας ξένων επιχειρήσεων και τραπεζών και η αναδιανομή 20.000 τχλμ γης από μεγαλοϊδιοκτήτες σε αγρότες και συνεταιρισμούς. Κρατικοποιήθηκαν επίσης τα ανθρακωρυχεία και η υφαντουργία της χώρας. Καθιερώθηκαν επίσης σταθερές τιμές ενοικίων και βασικών ειδών διατροφής, ενώ διευρύνθηκε η δωρέαν παιδία και ιατραφαρμακευτική περίθαλψη. Εμβληματικό μέτρο σε αυτή την κατεύθυνση ήταν η καθημερινή παροχή μισού λίτρου γάλακτος σε κάθε μαθητή. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε αύξηση της ανάπτυξης και των μισθών, με το ΑΕΠ το 1971 να αυξάνεται κατά 9%.
Σύντομα η πολεμική των μεγαλοεπιχειρηματιών, το μποϋκοτάζ της χιλιανής οικονομίας από τις ΗΠΑ κι άλλα δυτικά κράτη και η εκτεταμένη δραστηριότητα πρακτόρων της CIA στα πλαίσια της επιχείρησης FUBELT που θα προετοίμαζε στρατιωτικό πραξικόπημα, οδήγησαν τη χώρα σε οικονομική κρίση. Προϊόντα άρχισαν να εξαφανίζονται από τα ράφια, τροφοδοτώντας τη μαύρη αγορά κι ο πληθωρισμός κάλπαζε. Το 1971 μετά τη δολοφονία του πρώην υπουργού Εδμούνδο Ζούγιοβιτς που αποδόθηκε σε ακροαριστερή οργάνωση, οι Χριστιανοδημοκράτες βρήκαν αφορμή να αποσύρουν τη στήριξή τους από τον Αγιέντε και ενώθηκαν με την υπόλοιπη συντηρητική αντιπολίτευση. Το 1972 αυξήθηκαν οι απεργίες, άλλες με αντικυβερνητική στόχευση, άλλες ωστόσο στην κατεύθυνση της παραπέρα ριζοσπαστικοποίησης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Έντονη ήταν από την άλλη η τρομοκρατική δράση ακροδεξιών ομάδων, που πραγματοποίησαν πάνω από 600 επιθέσεις σε τραίνα, γέφυρες, ηλεκτρικά δίκτυα και αγωγούς, χωρίς ωστόσο να συναντήσουν οργανωμένη αντιμετώπιση από το κράτος και την εργατική τάξη. Η επίσκεψη του Φιντέλ Κάστρο επί 30 μέρες στη χώρα οξύνει ακόμα περισσότερο την εχθρότητα των μεσοαστών και μεγαλοαστών της χώρας, που φοβούνται το άμεσο ενδεχόμενο ένοπλης επανάστασης στη Χιλή.
Ο Αγιέντε προσπαθεί να συμβιβάσει τα πνεύματα μέσω της εμπλοκής του στρατού στην κυβέρνηση το 1972, διορίζοντας τον στρατηγό Κάρλος Πρατς ως υπουργό εσωτερικών. Στις εκλογές που διεξήχθησαν στις αρχές του 1973 η Ουνιδάδ Ποπουλάρ, κόντρα στην επιχείρηση αποσταθεροποίησης απέσπασε το 44% των ψήφων, σχεδόν 10% μονάδες παραπάνω από τις προηγούμενες εκλογές, ενώ η ένωση Χριστιανοδημοκρατών-Συντηρητικών δεν σχημάτιζε την απαραίτητη πλειοψηφία για να καταλάβει το προεδρικό αξίωμα. Το καλοκαίρι σημειώθηκε νέα απεργία των οδηγών φορτηγών, με ανοιχτή υποστήριξη της CIA. και φοιτητικές κινητοποιήσεις, στις οποίος ο Αγιέντε απάντησε με επέκταση του αριθμού των αξιωματικών στην κυβέρνησή του, ήταν όμως ολοφάνερο ότι ο στρατός πλέον είχε περάσει ανοιχτά με την αντίδραση. Στις 29 Ιούνη σημειώθηκε η πρώτη απόπειρα πραξικοπήματος την οποία κατέστειλε αναίμακτα ο Πρατς, που παραιτήθηκε ωστόσο λίγο αργότερα, μετά την άτυπη (καθώς δεν προβλεπόταν συνταγματικά) έκφραση δυσπιστίας του Κογκρέσου στην κυβέρνηση, οδηγώντας στο μοιραίο διορισμό του Αουγκούστο Πινοσέτ, στενού συνεργάτη του προκατόχου του. Την ίδια περίοδο το Σαντιάγο γνώριζε τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις και αντιδιαδηλώσεις της χιλιανικής ιστορίας, τόσο υπέρ όσο και κατά της κυβέρνησης. Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, που δεν έχουν διασταυρωθεί, τη μέρα του πραξικοπήματος ο Αγιέντε σκόπευε να ανακοινώσει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με ερώτημα την παραμονή του στο προεδρικό αξίωμα.
Η πληροφορία που είχαν υποκλέψει οι ανατολικογερμανικές μυστικές υπηρεσίες για το επικείμενο πραξικόπημα έφτασε καθυστερημένα στο προεδρικό μέγαρο (Λα Μονέδα) και στις 6.20 ο Αγιέντε έλαβε την πληροφορία για τη στάση του στόλου στο Βαλπαραΐσο, με αίτημα την παραίτησή του. Ενδεικτικό των αυταπατών που έτρεφε ακόμα κι εκείνη τη στιγμή ο Αγιέντε, ήταν το γεγονός πως προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον αρχηγό του ΓΕΣ, δηλαδή τον οργανωτή του πραξικοπήματος Αουγκούστο Πινοσέτ. Κατευθύνθηκε με τη κυβέρνηση και ορισμένα άτομα του στενού οικογενειακού και φιλικού του κύκλου στη Μονέδα, ενώ ήδη είχε συλληφθεί ο υπουργός Άμυνας Ορλάντο Λετελιέρ. Απέρριψε την πρόταση των πραξικοπηματιών να διαφύγει με την οικογένειά του αεροπορικώς και εκείνοι απάντησαν απειλώντας το μέγαρο με βομβαρδισμό. Τότε ο Αγιέντε έδωσε εντολή στην φρουρά και τους άοπλους να εγκαταλείψουν το κτίριο, μένοντας με λίγους έμπιστους για την ένοπλη αναμέτρηση.
Λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι ξεκίνησε ο βομβαρδισμός της Μονέδα, όπως και φιλοκυβερνητικών ραδιοσταθμών και συνοικιών που πρόσκεινταν πλειοψηφικά στην κυβέρνηση. Στις 2 το μεσημέρι ο στρατός εισέβαλε στο μέγαρο και μετά από σύντομη μάχη ο Αγιέντε διέταξε τη συνθηκολόγηση. Ο πρόεδρος αποσύρθηκε στην αίθουσα “Ανεξαρτησίας” και για τις συνθήκες θανάτου του ξέσπασε μεγάλη διαμάχη, ανάμεσα σε όσους υποστηρίζουν πως τον είδαν να αυτοκτονεί με ένα ΑΚ-47 κι άλλους που θεωρούν πως σκηνοθετήθηκε από το στρατό, για το λόγο αυτό διενεργήθηκαν δυο νεκροψίες το 1990 και το 2011 που επιβεβαιώναν την εκδοχή της αυτοκτονίας.
Μετά το τέλος της δικτατορίας το πτώμα του Αλιέντε που είχε ταφεί μυστικά στο Βαλπαραΐσο, μεταφέρθηκε στο Σαντιάγο και τάφηκε στο κεντρικό νεκροταφείο παρουσία εκατοντάδων χιλιάδων λαού, ενώ άγαλμά του βρίσκεται σήμερα δίπλα στο προεδρικό μέγαρο. Η μνήμη του τιμήθηκε σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στις σοσιαλιστικές χώρες, με μετονομασίες, δρόμων, συνοικιών, σχολείων και κτιρίων. Η θυσία του Αγιέντε και η τραγωδία του χιλιάνικου λαού απέδειξε με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο κάτι που ήταν γνωστό ήδη από την εποχή της Παρισινής Κομμούνας, δηλαδή ότι η άρχουσα τάξη ποτέ δεν παραχωρεί εθελοντικά την εξουσία της, ή για την ακρίβεια την πηγή της εξουσίας της, δηλαδή την κατοχή των μέσων παραγωγής. Δεν αρκεί η κατάληψη των μηχανισμών του αστικού κράτους για την υποταγή της, αλλά το τσάκισμα τους και η αντικατάστασή της από τους νέους θεσμούς της εργατικής εξουσίας. Η παραγνώριση αυτής της αλήθειας, που δεν αποτελεί από καθέδρας υπόδειξη εκ του ασφαλούς, αλλά απόσταγμα της πικρής εμπειρίας του λαϊκού κινήματος εδώ και ενάμιση αιώνα, αργά ή γρήγορα οδηγεί σε μικρότερα ή μεγαλύτερα δράματα για τον ίδιο το λαό και τους ηγέτες του.