Σαντάμ Χουσεΐν-Ο εκλεκτός των ΗΠΑ που έγινε παρίας
Η άνοδος και η πτώση ενός “ενοχλητικού” συμμάχου των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, με τελική κατάληξη τη βύθιση του Ιράκ στο χάος που προκάλεσαν οι συνεχείς ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις από το 1991 κι εξής.
Ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν ένα ακόμα μέλος της χορείας των ηγετών που όσο χρησίμευαν στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό αντιμετωπίζονταν με κάθε αβρότητα, ενώ όταν έπαψαν να επιτελούν το ρόλο τους πετάχτηκαν στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας δίχως δισταγμό. Γεννημένος σαν σήμερα από πάμφτωχη αγροτική οικογένεια του Τικρίτ στο Ιράκ το 1937, ο Σαντάμ πέρασε πολύ στερημένα παιδικά χρόνια. Ορφανός από πατέρα πριν ακόμα αντικρύσει το φως της μέρας, μεγάλωσε με ένα θείο του στη Βαγδάτη. Έγινε μέλος του κόμματος Μπάαθ το 1957 ενώ το 1959 συμμετείχε ενεργά στο πραξικόπημα του τότε Ιρακινού προέδρου Κασέμ, ως μέλος της ομάδας που θα τον δολοφονούσε. Η απόπειρα αυτή ναυάγησε και ο ίδιος κατέφυγε στην Αίγυπτο με ενδιάμεσο σταθμό τη Συρία. Άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Κάιρο, ενώ παράλληλα φαίνεται να είχε στενές σχέσεις με την αμερικανική πρεσβεία και τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Αυτό φαίνεται από έγγραφο της Αιγυπτιακής Ασφάλειας, με ημερομηνία 19 Ιούνη 1961, όταν κι έγινε έρευνα στο σπίτι του με σκοπό να διαλευκανθεί το είδος των σχέσων του με τη CIA και την αμερικανική πρεσβεία.
Όταν το Φλεβάρη του 1963 ο Κασέμ δολοφονήθηκε με ανάμειξη της CIA, ο Σαντάμ επέστρεψε στη Βαγδάτη συνεχίζοντας τις νομικές σπουδές του, σύντομα όμως, όταν το Μπάαθ ανατράπηκε, φυλακίστηκε για αρκετά χρόνια. Τελικά το 1968, έχοντας μετά τη δραπέτευσή του αναδειχθεί σε ηγέτη του Μπάαθ, πρωτοστάτησε στο πραξικόπημα του 1968 που έφερε ξανά το Μπάαθ στην εξουσία. Έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης στο πλευρό του Αχμάντ Χασάν Αλ-Μπακρ, και το 1972 ήταν υπεύθυνος του προγράμματος εθνικοποίησης του πετρελαίου, ενώ βραβεύτηκε κι από τον ΟΗΕ για τα επιτεύγματά του στον τομέα της υγείας και της εκπαίδευσης. Τα επόμενα χρόνια το περιθωριοποιημένο στη διεθνή σκηνή ως τότε Ιράκ γίνεται πόλος έλξης ξένων επενδύσεων και γνωρίζει ευνοϊκή κάλυψη από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης. Είναι χαρακτηριστική ανταπόρκιση της Κλόντια Ράιτ στο περιοδικό “Ατλάντιι” τον Απρίλη του 1979, που σημείωνε πως . η άνοδος του Ιράκ είναι το αποτέλεσμα τριών πραγμάτων: του πετρελαίου, της στρατιωτικής ισχύος και της εσωτερικής ανάπτυξης[…]. Ο συνδυασμός αυτών των τριών παραγόντων έχει οδηγήσει στο νέο «status» του Ιράκ και στην αναγνώριση, παντού αν όχι και στις ΗΠΑ, της εξαιρετικής δυναμικής του για κυριαρχία στη Μέση Ανατολή». Για τον αντιπρόεδρο Χουσεΐν η Ράιτ μετά τη συνάντησή τους έγραφε με έκδηλο θαυμασμό: «εργάστηκε σκληρά για ν’ ανέβει στην ιεραρχία, απ’ όταν ήταν μαθητής, οργανωμένος στο Μπάαθ. Είναι εντυπωσιακός κι η φωτογραφία του βρίσκεται δίπλα σε εκείνη του Χασάν αλ-Μπακρ σε όλα τα επίσημα κτίρια. Αν υπάρχουν στοιχεία προσωπολατρίας στη χώρα τούτη, ο Χουσεΐν, που έχει γίνει διάσημος για τα λευκά κοστούμια και τις μαύρες γραβάτες του, ξεπερνά σε λάμψη τον πρόεδρο με τις στρατιωτικές του στολές».
Τρεις μήνες μετά ο Σαντάμ κατέλαβε την προεδρία του Ιράκ, ωθώντας τον αλ Μπακρ σε παραίτηση, ενώ στη συνέχεια εκτέλεσε έξι μέλη του Επαναστατικού Συμβουλίου της χώρας για συνωμοσία, πρακτική που εξαπλώθηκε σε 17 ακόμα πολιτικούς του αντιπάλους, ανάμεσά τους στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας, που προηγουμένως είχε πάρξει σύμμαχος του Μπάαθ. Σύντομα ο Σαντάμ βρέθηκε να διεκδικεί ηγετική θέση στον αραβικό κόσμο, ευελπιστώντας παράλληλα πως θα μπορούσε με τη βία να ρυθμίσει τα μειονοτικά και συνοριακά ζητήματα του Ιράκ. Η ισλαμική επανάσταση των σιϊτών ( ο ίδιος ο Σαντάμ προερχόταν και στηριζόταν από τη σουνιτική μειοψηφία του Ιράκ) το 1979 στο Ιράν, το κουρδικό ζήτημα, αλλά και η εκμετάλλευση ιρακινών πετρελαϊκών κοιτασμάτων από το Κουβέιτ ήταν οι σημαντικότερες προκλήσεις για το καθεστώς του Χουσεΐν.
Οι τριβές με το Ιράν ήταν οι παλαιότερες και πιο σημαντικές. Η συνθήκη του Αλγερίου το 1975 μεταξύ των δύο χωρών επιχειρούσε να δώσε μια λύση στις συνοριακές διαφορές, ωστόσο ο Σαντάμ την κατήγγειλε, διότι δεν έδινε στο Ιράκ έξοδο στον Περσικό κόλπο, ενώ απέκλειε τη χώρα από πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου της διαμφισβητούμενης περιοχής. Ο Σαντάμ κήρυξε τον πόλεμο στο Ιράν το Σεπτέμβρη του 1980 κι αυτό που φάνηκε ως ένας περιορισμένος μεθοριακός πόλεμος, σύντομα μετατράπηκε σε γενικευμένη σύγκρουση που έφθειρε και τους δύο εμπλεκόμενους, σε ανθρώπινο και οικονομικό επίπεδο, αφήνοντας μετά από 8 χρόνια συγκρούσεων 1.5 εκ. νεκρούς. Ο ιρακινός δικτάτορας χρησιμοποίησε το Μπάαθ και το δίκτυο της μυστικής αστυνομίας ώστε να καταστείλει τους εσωτερικούς του αντιπάλους, κυρίως τους σιΐτες και τους Κούρδους. Το 1982 διέπραξε το έγκλημα του Ντουτζάιλ, ενός σιϊτικού χωριού στο οποίο σκότωσε 125 άτομα. Η πράξη αυτή χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για την καταδίκη του σε θάνατο δεκαετίες αργότερα, το 2006. Εκείνη την εποχή ωστόσο οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ υπήρξαν αρμονικές, μάλιστα το Φλεβάρη εκείνης της χρονιάς το Ιράκ αφαιρέθηκε από τον κατάλογο των χωρών που κατά τις ΗΠΑ “στήριζαν την τρομοκρατία”. Το Δεκέμβρη του 1983 μάλιστα, επισκέφτηκε το Ιράκ ο Ντόναλντ Ράμσφελντ τότε ειδικός απεσταλμένος της κυβέρνησης Ρήγκαν, για να μεταφέρει την υποστήριξη και εμπιστοσύνη των ΗΠΑ προς τον “φίλο πρόεδρο του Ιράκ”, διαβεβαιώνοντας πως οι δυο χώρες είχαν πολλά κοινά συμφέροντα και η αμερικανική ηγεσία ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη από την πολιτική του Σαντάμ.
Η ευχαρίστηση των ΗΠΑ ήταν τόσο μεγάλη, που αγνόησαν την επίθεση ιρακινών αεροσκαφών το Μάρτη του 1988 στη Χαλάμπτζα του κουρδικού Ιράκ, όταν 5.000 δολοφονήθηκαν ακαριαία από χρήση χημικών και βιολογικών ουσιών. Τα διαβόητα “όπλα μαζικής καταστροφής” που θα επικαλούνταν αργότερα οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους για τον πόλεμο στο Ιράκ, χρησιμοποιήθηκαν πράγματι από το Σαντάμ, αλλά τότε όχι μόνο υπήρξε αδιαφορία, αλλά όπως αποδείχτηκε πως το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νόσεων καθώς και η Εταιρεία Παραγωγής Βιολογικών Δειγμάτων είχαν προμηθεύσει εν γνώσει του αμερικανικού κράτους το θανατηφόρο εξοπλισμό σε βακτήρια και αέρια.
To Ιράκ έχοντας υποστεί τεράστιο οικονομικό πλήγμα από τον πόλεμο και έχοντας συσσωρεύσει μεγάλο δημόσιο χρέος, στράφηκε στην αύξηση των πετρελαϊκών του εσόδων, κάτι όμως που προσέκρουε στην επιδίωξη των ΗΠΑ να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το μαύρο χρυσό της περιοχής. Το Ιράκ ήταν αδύνατον να επιτύχει αύξηση των τιμών του πετρελαίου, λόγω τεχνητού καθορισμού της τιμής στα 11 δολάρι το βαρέλι, την ώρα που οι στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, Κουβέιτ και Σαουδική Αραβία, πρόσφεραν υπερπαραγωγή βαρελιών. Ο Σαντάμ άρχισε να απειλεί το Κουβέιτ, που διαχρονικά οι ιρακινές ηγεσίες θεωρούσαν “19η επαρχία του Ιράκ”. έχοντας λάβει διαβεβαιώσεις από τον τότε πρόεδρο Τζωρτζ Μπους τον πρεσβύτερο πως τυχόν εισβολή του στο Κουβέιτ δε θα συναντούσε αμερικανική αντίδραση. Την ίδια ώρα, σε διπλό ρόλο ο αμερικανός πρόεδρος ωθούσε το Κουβέιτ, που όπως είπαμε εκμεταλλευόταν ιρακινά κοιτάσματα ως δικά του, να οξύνει παραπάνω την ένταση.
Ο Χουσεΐν θεωρώντας πως βρίσκεται στο απυρόβλητο των ΗΠΑ, εισέβαλε τελικά στο Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990. Σύντομα επιβλήθηκε διεθνής εμπορικός αποκλεισμός στο Ιράκ, ενώ στη Σαουδική Αραβία συγκροτήθηκε μεγάλη στρατιωτική δύναμη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Ο Πόλεμος του Κόλπου ξεκίνησε στις 16 Γενάρη 1991, κι ολοκληρώθηκε με την απόσυρση των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ και την επιβολή εμπορικών και στρατιωτικών κυρώσεων στη χώρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά από ταλαντεύσεις η ΕΣΣΔ, λίγους μήνες πριν διαλυθεί, συναίνεσαι στις αποφάσεις του ΟΗΕ που νομιμοποιούσαν την επέμβαση, προκαλώντας τις ευχαριστίες του Μπους και της κυβέρνησής του για τη συμβολή της χώρας στην ιμπεριαλιστική αυτή επέμβαση. Μετά τη συντριπτική ήττα του Σαντάμ, ξέσπασαν εξεγέρσεις στη χώρα από σιΐτες και Κούρδους, τις οποίες κατέπνιξε ο δικτάτορας με την ανοχή των ΗΠΑ, καθώς στην πρώτη περίπτωση θεωρούσε πως η επιτυχία της εξέγερσης θα ευνοούσε τον εχθρό τους το Ιράν, ενώ στη δεύτερη επέτρεψε τη δημιουργία ενός “αυτόνουμου” κουρδικού θύλακα στο Βόρειο Ιράκ, τον οποίο έμελε αργότερα να αξιοποιήσει εργαλειακά ως τις μέρες μας.
Η περίοδος χάριτος στο Σαντάμ κράτησε 12 χρόνια, κατά τα οποία σημειώθηκαν σποραδικά επεισόδια με τις ΗΠΑ, το 1993 όταν μετά από ύποπτη απόπειρα δολοφονίας του Μπους ο νέος πρόεδρος Κλίντον διέταξε εναέρια πλήγματα κατά του Ιράκ, το 1996 όταν ο Σαντάμ κατέλαβε για λίγο την πρωτεύουσα του κουρδικού Ιράκ Ερμπίλ, καθώς και το 1997-1998, όταν απελάθηκαν ως κατάσκοποι οι Επιθεωρητές Όπλων του ΟΗΕ. Με τη συμφωνία Σαντάμ και Κόφι Ανάν, τότε γ.γ του οργανισμού, οι επιθεωρητές επέστρεψαν με αντάλλαγμα τη δέσμευση για άρση του θανατηφόρου για τον ιρακινό πληθυσμό εμπάργκο. Εν τέλει οι επιθεωρητές αποχώρησαν εκ νέου τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ενώ το Δεκέμβρη ΗΠΑ και Βρετανία εξαπέλυσαν νέο κύμα αεροπορικών επιθέσεων. Σύμφωνα με τον Σκοτ Ρίτερ, τότε επικεφαλής των επιθεωρητών, το Ιράκ είχε ήδη καταστρέψει σε εκείνο το σημείο το 95% των όπλων μαζικής καταστροφής. Η ανάδειξη του Τζορτζ Μπους του νεότερου και το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους στις 11 Σεπτέμβρη 2001, ήταν το έναυσμα για την υλοποίηση της στρατηγικής της “καθεστωτικής αλλαγής” (regime change), η οποία καταρτίζονταν, υπό άλλες ονομασίες για χρόνια, και εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη ως σήμερα στη Μέση Ανατολή.
Η ανακίνηση του ζητήματος των όπλων μαζικής καταστροφής που δήθεν διέθετε το Ιράκ έφερε ξανά επιθεωρητές στη χώρα το 2002, οι οποίοι δεν ανακάλυψαν παρά τα παλιά χημικά φιαλίδια που είχαν πουλήσει οι ΗΠΑ στο καθεστώς τη δεκαετία του ’80. Επικαλούμενοι προσχηματικά την όχι πλήρη συνεργασία με τον ΟΗΕ, ΗΠΑ και Βρετανία αποφάσισαν να προχωρήσουν σε ανοιχτή πολεμική επέμβαση. Στις 17 Μάρτη του 2003 ο Τζορτζ Μπους έδωσε τελεσίγραφο 48 ωρών στο Σαντάμ να εγκαταλείψει τη χώρα. Όταν ο Σαντάμ αρνήθηκε, οι δυο χώρες ξεκίνησαν την επίθεση στις 20 Μάρτη, αγνοώντας ακόμα και την υποτυπώδη και υποκριτική νομιμοποίηση του ΟΗΕ. Στις 9 Απρίλη η Βαγδάτη έπεσε στα χέρια Αμερικανών Στρατιωτών και ο Σαντάμ αρχικά διέφυγε της σύλληψης. Τελικά αιχμαλωτίστηκε σε υπόγειο καταφύγιο κοντά στο Τικρίτ. Παρότι οπλισμένος, δεν προέβαλε αντίσταση.
Σε μια δίκη που δεν τήρησε οποιαδήποτε προσχήματα αστικής νομιμότητας, ο Σαντάμ καταδικάστηκε το Νοέμβρη του 2006 σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, με προβλεπόμενη ποινή τον απαγχονισμό. H εκτέλεση του Σαντάμ πραγματοποιήθηκε στις 30 Δεκέμβρη του 2006, ενώ διέρρευσε και βίντεο κινητού τηλεφώνου με τη σκηνή, προκαλώντας διεθνείς αντιδράσεις, που εντάθηκαν όταν μια βδομάδα αργότερ κυκλοφόρησε νέο βίντεο που έδειχνε το πρώμα του δικτάτορα να φέρει εμφανή τραύματα στο λαιμό, οδηγώντας στην υπόθεση ότι η εκτέλεση δεν είχε γίνει με τον προβλεπόμενο τρόπο, πιθανότατα για να επιτείνει το βασανιστικό θάνατο του Σαντάμ. Όσο για το Ιράκ, εξακολουθεί και μετά την απόσυρση του κύριου όγκου των Αμερικανών στρατιωτών να βρίσκεται πρακτικά σε διαρκή κατάσταση πολέμου, αποτελώντας μεταξύ άλλων και κοιτίδα του Ισλαμικού κράτους.