Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: «Αυτή είναι Βουλγάρα, να γεννήσει μέσα στη φυλακή, να πεθάνει μαζί με το σκυλάκι που θα κάνει…»
Τα μέλη των οικογενειών του Σπύρου Μπλαζάκη και του Γιώργη Τζομπανάκη υπέστησαν φριχτές διώξεις από τους ίδιους κυνηγούς κεφαλών που καταδίωκαν τους δυο αντάρτες σταυραετούς της Κρήτης.
Ο Σπύρος Μπλαζάκης και ο Γιώργης Τζομπανάκης έμειναν επί 33 ολόκληρα χρόνια στα βουνά της Κρήτης, ως αντάρτες! Η περίπτωσή τους είναι μοναδική και συγκλόνισε την Ελλάδα και την παγκόσμια κοινή γνώμη, όταν σε αποκλειστική συνέντευξη σε Βρετανό δημοσιογράφο, το 1972 κι ενώ το κυνηγητό εναντίον τους συνεχιζόταν, δήλωναν: «Ξέρουμε ότι όλα τα αδικήματα της περιοχής τα ‘χουν φορτώσει στο κεφάλι μας»
Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως και τη μεταπολίτευση, διωγμένοι και κυνηγημένοι από τους Γερμανούς, στη συνέχεια τους Βρετανούς και μετά από τις κυβερνήσεις Πλαστήρα, Παπανδρέου, Στεφανόπουλου, Κανελλόπουλου με τελικό διώκτη τους τη χούντα. Οι διώξεις δε σταμάτησαν ούτε μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την πτώση της χούντας. Το βράδυ που έπεσαν οι δικτάτορες, οι δύο αντάρτες συγκρούστηκαν με δυνάμεις των ΤΕΑ και διέφυγαν για πολλοστή φορά. Από τα βουνά των Χανίων τις Κρήτης, κατέβηκαν το 1975 οπότε άρθηκε η δίωξή τους, 26 χρόνια μετά από τη λήξη του εμφυλίου!
Το 1976 κυκλοφορεί το βιβλίο τους «35 χρόνια Αντίσταση», στο οποίο περιγράφουν τη ζωή τους στους γκρεμούς και τις σπηλιές της Κρήτης, στιγμές γεμάτες μάχες με τους χωροφύλακες και αποσπάσματα που αποτελούνταν από «εθνικόφρονα» αποβράσματα της περιοχής που τους κυνηγούσαν σα λυσσασμένοι για να εισπράξουν την παχυλή αμοιβή της επικήρυξης, αλλά και μάχες με τις ανείπωτες δυσκολίες και κακουχίες, τραυματισμούς, πείνα, δίψα, αρρώστιες.
Από αυτό το βιβλίο των δυο αλύγιστων σταυραετών της Κρήτης, επιλέξαμε μερικά αποσπάσματα που αφορούν στα μέλη των οικογενειών τους και στις φριχτές διώξεις που υπέστησαν από τους ίδιους κυνηγούς κεφαλών των Σπύρου Μπλαζάκη και του Γιώργη Τζομπανάκη.
Διηγείται ο Σπύρος Μπλαζάκης:
Εκαθίσαμε εκεί μέχρι την επομένη το βράδι και επήγαμε στο χωριό μου το Γαβαλοχώρι που ήθελα να δώ τη μάνα μου για οικογενειακούς λόγους. Επήγαμε και την ανακαλύψαμε στο κρησφύγετό της γιατί δεν έμενε στο σπίτι μας και μόλις με είδε άρχισε και έκλαιγε και μούλεγε τι έχει πάθει η οικογένειά μας. Μου έλεγε κλαίγοντας πως εσκοτώσανε τον Νίκο, έχουνε στη φυλακή εδά και έξη μήνες τον Γιώργη, τη Φιλιππισία την επιάσανε εδά και δυο μήνες και την εξορίσανε. Εγλίτωσε μπάρε μου η Αργυρώ γιατί είχε παντρευτεί πριν να ζορίσουνε τα πράγματα κι έφυγε στην Αμερική. Το γέρο τον επιάσανε πριν τέσσερις μέρες και τον επήρανε και μένα παρ’ ολίγο να μ’ έχουνε σκοτωμένη. Από καιρό εψάχνανε να μας βρούνε μα εμέναμε σε ξένα σπίτια έρημα και πιαίναμε στο σπίτι μας άμα είχε βραδιάσει. Μαγέρευα, τρώγαμε με το γέρο και απόις εφεύγαμε και μέναμε σ’ άλλο σπίτι. Την Τετάρτη αργά δεν είχε νυχτώσει καλά ακόμη κι επήγαινα στο σπίτι. Ο γέρος είχε πάει πιο ομπρός και όντενε εσίμωνα είκοσι μέτρα από την πόρτα θωρώ δυο ανθρώπους και στέκανε στην οξώπορτα στο δρόμο και ο γέρος εφώναζε από μέσα: «Δεν είμαι ο Μπλαζομανώλης, εμένα με λένε Μαργαρίτη». Ο κακομοίρης εκάτεχε πως όπου νάναι θα πάω κι εγώ κι εφώναζε για να τον ακούσω να φύγω να μη με πιάσουνε και μένα.
Άμα τσ’ είδα και άκουσα και το γέρο, εγύρισα προς τα πίσω, και τσιρίτουνα και οι χωροφύλακες μου φωνάζανε από πίσω να σταθώ και μου παίζανε μπαλωτές, μα δεν εστάθηκα και παραμέρισα στου Γύμπα το σοκάκι και χάσανέ με. Εφάγανε τα κομμάτια των να με βρούνε γιατί των εκόστισε πολύ που των έφυγα και λέγανε, «να μας εφύγει μωρέ η παλιό γρα και να της παίζουμε και μπαλωτές, δεν το περιμέναμε». Το λέγανε και το ξαναλέγανε και δεν των απόμπαινε. Ύστερα πήρανε το γέρο και φύγανε. Κανείς προδότης παιδί μου θα των είπε πως πάμε κείνηνα την ώρα στο σπίτι και μας παραμονεύανε. Να παιδί μου εκείνο το χαϊμαλί που σου το πεμπει η θεία σου η Καλογρέ και νάχεις το νου σου παιδί μου να μην πάθεις πράμα και να μη σταθείς να σέ πιάσουνε για ν’ αφήσουνε εμάς. Εσύ να προσέσεις να μην πάθεις κακό και άσε μας εμάς καί ό,τι θέλει ας μας εκάνουνε. Καλά μάνα, σ’ ευχαριστώ, της λέω. Τη φίλησα, την εχαιρέτησα, την εχαιρετήσανε και οι άλλοι συγκινημένοι, και φύγαμε.
Διηγείται ο Γιώργης Τζομπανάκης:
Με την ευκαιρία αυτή που επαρακολούθησε ο Γιώργης μια συζήτηση για την κατάσταση στην περιοχή και ιδιαίτερα για το χωριό του, θ’ αναφέρει ο ίδιος ορισμένα γεγονότα που διαδραματιστήκανε την τελευταία περίοδο. Και λέει: Αρκεί να γράφω και μερικά για το χωριό μου Κόκκινο Χωριό, πού το είχαν και εις το μάτι ένεκα πού το είχαμε λημέρι κι έγινε και δράση εκεί. Ήθελαν πάση θυσία να το γονατίσουν γιατί ό,τι και να έκαμαν ακόμα στεκότανε. Έπιασαν όλους τους αριστερούς χωριανούς και τους πήγαν εις το στρατόπεδο της Σούδας. Εκεί συγκέντρωσαν όλους εκείνους που είχαν για εκτόπιση. Τους συγγενείς των ανταρτών, τους αντάρτες που παρουσιάζονταν, τους υπόλοιπους τους πήγαν εις την υποδιοίκηση του Βάμου και άρχισαν τα βασανιστήρια και τους ξυλοδαρμούς. Αυτό κράτησε περίπου ένα μήνα. Έστειλαν τα ρούχα τους να τα πλύνουν και οι φανέλες τους ήταν όλες ματωμένες.
Εκείνο τον καιρό πήγε και ο πατέρας μου εις τα Χανιά για να κρυφτεί εκεί γιατί εις το χωριό κινδύνευε να του πάνε οι ρουφιάνοι τούς χωροφύλακες. Στα Χανιά τον αντιλήφθηκε ο Μπλαβογιλάκης ο Δημήτρης και τον πρόδωσε και τον έπιασαν. Έπιασαν και την άλλη μου αδελφή την Κλεάνθη από τα Χανιά μ’ ένα μωρό τριών μηνών, Παρασκευά τον λένε, και την έβαλεν εις τη φυλακή.
Εκείνες τις μέρες που έβαλαν την μεγάλη μου αδελφή μέσα με το μωρό της ήτο εκεί και η άλλη μου αδελφή Αργυρώ που ήταν έγκυος και πλησίαζε στη γέννα. Έκαναν διαβήματα και οι δυο μαζί στον ανώτερο διοικητή χωροφυλακής Γεώργιο Βαρδουλάκη να τη βγάλει από τη φυλακή να πάει σπίτι να γεννήσει και η απάντηση ήταν ότι, αν δεν παρουσιαστεί ο αδελφός της δεν θα την αφήσουν. Αυτή είναι Βουλγάρα, να γεννήσει μέσα στη φυλακή, να πεθάνει μαζί με το σκυλάκι που θα κάνει. Φώναζε η άλλη μου αδελφή, φέρετέ μου ένα ψαλίδι να πιάσω να φαλοκόψω το παιδί. Την είχαν πιάσει οι φοβεροί πόνοι του τοκετού και τότε μόνο την έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο και υπό συνοδεία την πήγαν εις το σπίτι της αδελφής της. Έπειτα από δύο ώρες γέννησε ένα χαριτωμένο αγοράκι και του δώσανε το όνομά μου, Γιωργάκη.
Τι έκαμε λοιπόν μετά ο κύριος Βαρδουλάκης; Έστειλε μια την πιο κακιά γυναίκα στον κόσμο, με την εντολή να τη βρίζει και να της κάνει ό,τι μπορεί για να τη σκάσει. Επάνω εις τους πόνους λοιπόν της έλεγε, δεν θα κάνεις παιδί, αλλά ένα σκυλάκι που να μη φτάξει να μεγαλώσει. Όταν το έκαμε, το άρπαξε σαν τη λύκαινα, το πέταξε εις το κρεββάτι και του πε ο διάολος να σε βγάλει. Έπειτα έφυγε.
Κάθε μέρα η Ασφάλεια πήγαινε και την έβλεπε και της είπαν ότι η μαμή θα σε φρουρεί μην τυχόν και φύγεις κι εμείς θα ερχόμαστε κάθε μέρα. Έχει δώσει η μαμή εντολή ότι δεν μπορείς να φύγεις κάτω από δέκα μέρες. Έχει δικαίωμα να σέ παρακολουθεί και αν τυχόν και φύγεις να σε σφάξει. Καθόταν εκεί κοντά η μαμή και ήταν ασφαλίτισσα. Όλη μέρα λοιπόν ήταν στο σπίτι και την έβριζε, της έκανε το βίο αβίωτο, μέχρι μαχαίρι έβγαζε να σφάξει το παιδί.
Μια μέρα της πήγε και την εφημερίδα που έγραφε ότι όλοι εις το Κόκκινο Χωριό συνελήφθηκαν και «μεταξύ αυτών είναι και ο άντρας σου. Μα καλά έκαναν». Με τέτοια που της έκανε της χτύπησε στα νεύρα και Θα υποφέρει σ’ όλη της τη ζωή.
Σαν πέρασαν δέκα μέρες, της επέτρεψαν να πάει να δει τον άντρα της στο στρατόπεδο της Σούδας. Τον βλέπει με σπασμένο το χέρι και ολομάτωτο και κείτονταν χάμω όλοι οι χωριανοί αριστεροί ολομάτωτοι. Την άλλη μου αδελφή την αφήσανε μέσα σ’ ένα μήνα περίπου, σαν αρρώστησε το παιδί και πιστοποίησε ο γιατρός ότι πρέπει να βγει μαζί με το παιδί, γιατί το παιδί αν δεν βγει θα πεθάνει. Την εβγάλανε και πήγε εις το σπίτι. Έδινε το παρόν κάθε μέρα στην Ασφάλεια.
Μια μέρα (πήγαινε σ’ ένα ξάδελφό μας να τον επισκεφτεί και να του ζητήσει και βοήθεια για το παιδί), τη συνέλαβε η αστυνομία και την πήγανε εις το τμήμα. Εκεί ήρθε η μαμή και της έλεγε, «τώρα μωρή Βουλγάρα θα τα πλερώσεις» κι άρχισε να τη φτύνει, «βγάλε μωρή τα γράμματα που έχεις στην τσάντα σου». Της έκαναν έρευνα και δεν βρήκαν τίποτα, την κράτησαν μια μέρα κι έπειτα την άφησαν. Ας μάθει λοιπόν ο κόσμος που θα διαβάζει τα χάλια τους.
Οι δυο αντάρτες έχουν αποκλειστεί για μέρες σε μια σπηλιά που το στόμιό της φράζει η φουσκωμένη θάλασσα. Εκτός από την υγρασία που τους περονιάζει τα κορμιά, έχουν να αντιμετωπίσουν το μαρτύριο της πείνας. Διηγείται ο Σπύρος Μπλαζάκης:
Την επομένη κατά το μεσημέρι μούρθε μια σκέψη για να καλμάρουμε λίγο την πείνα μας. Εσκέφτηκα ότι έχουμε κρύψει ένα μπουκάλι κι έχει λίγο λάδι που μας είχε περισσεύσει κάποτε πούχαμε ξαναμπεί σ’ αύτή τη σπηλιά και τόχαμε κρύψει σε μια γωνιά. Θυμήθηκα τη μάνα μου που καμιά φορά, άμα δεν είχε τίποτα να κολατσίσει, έβαζε σ’ ένα πιάτο νερό αλάτι και λάδι, εθρούλιζε παξιμάδι κι έπιανε το κουτάλι και το ’τρωγε. Της έλεγα αστειεύοντας, πώς το λένε μάνα αυτό το φαγητό και μου απαντούσε, φτωχόσουπα. Μούλεγε να μου φτιάσει και μένα, αλλά εγώ έτρωγα καλύτερα λάδι, ψωμί και μια κεφαλή σκόρδο. Μια μέρα αποφάσισα κι έφαγα και γω μια φτωχόσουπα και δεν ήτανε κι άσχημη.
Η πείνα, λέει μια παροιμία, τέχνες κατεργάζεται. Τώρα και γω που μας τρέλαινε η πείνα εσκέφτηκα τη φτωχόσουπα και τόπα στον Γιώργη, ότι έτσι κι έτσι έκανε η μάνα μου. Εμείς τώρα δεν έχουμε παξιμάδι αλλά και χωρίς παξιμάδι θα μας τονώσει και να θυμάσαι. Φέρε το καραβανάκι σου (ένα κουτί της ραμώνας που εχρησιμοποιούσαμε για καραβάνα). Παίρνω λοιπόν την καραβάνα, βάζω μέχρι τη μέση θάλασσα και λίγο γλυκό νερό για να μην είναι πολύ αλμυρό, γιατί δεν είχανε τα παγούρια μας παρά λίγο νερό, βάζω και λίγο λάδι και του το δίνω. Του λέω, θα δεις μεγάλο καλό. Το πήρε και τόπιε και μου είπε μεγάλο καλό θα μου κάμει, να κάνουμε κι άλλο βράδυ. Έκαμα και γω το ίδιο και τόπια και του λέω ότι δεν είναι λάδι παρά μια φορά ακόμα και θα το φτιάσουμε αύριο το μεσημέρι γιατί δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει η φουρτούνα, αν δούμε το βραδάκι ότι πέφτει θα το φτιάσουμε απόψε. Επέρασε κι αυτή η μέρα και η θάλασσα δεν υποχώρησε και ξανά όταν ενύχτωσε εβγήκε και κουμπάσαρε τον καιρό και γυρίζει μου λέει: «Είδα τον ουρανό θολό και τ’ άστρα ματωμένα, έπαε μέσα ήτανε γραφτό μας ν’ αποθάνουμε από την πείνα. Ούλοι οι θάνατοι είναι κακοί μα σαν τση πείνας είναι ο χερότερος». Α, μωρέ, του λέω, μα να τη βγάλουμε θέλει, μα μερικοί κάνουνε απεργία πείνας και βαστά καμιά φορά σαράντα μέρες και δεν αποθαίνουνε και μείς δεν θα κρατήσουμε ένα μήνα, αν τύχει στη χειρότερη περίπτωση να κρατήσει η φουρτούνα, όπως μούπες πως θυμάσαι που εκράτησε, ένα μήνα; του είπα αστειεύοντας. Εκούνησε την κεφαλή του γιατί νόμισε πως του τόλεγα στα σοβαρά και μου λέει: «Αυτούς τσι παρακολουθεί γιατρός και άμα δει πως δεν σηκώνει περισσότερο, τους βάζουνε σ’ ένα φορείο και τους πάνε στο νοσοκομείο, γιατί δεν μπορούν να σταθούν ορθοί να περπατήσουν από την πείνα και την εξάντληση, εμάς μωρέ ποιος θα μας εβοηθήσει να σταθούμε στα πόδια μας να βγούμε από παέ μέσα;» Ο Ποσειδώνας ο θεός της θάλασσας, του απαντώ γελώντας.
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο
Χαχαχα…!1
Θυμάμαι μια συνέντευξη που είχαν δώσει αμέσως μόλις κατέβηκαν απ το βουνό.
“Πολλές φορές, κοιμόμασταν το βράδυ, έξω από την χωροφυλακή”
“Καλά και δεν σας παίρνανε χαμπάρι?”
“Κοίτα να δεις, χωροφυλακή χωρίς χαφιέ, είναι τελείως άχρηστη…..”