Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Η Μάνα της Αντίστασης
Ο Θύμιος…οι παρακρατικές τρομοκρατικές ομάδες των Τσαμαδιάδων και Βουρλάκηδων…τον κομματιάσανε στην κυριολεξία, δε μαζευόντανε οι σάρκες του…Ο Νίκος αντάρτης του ΔΣΕ, η μάνα του η θεία Παρασκευή φυλακή, η νύφη της στο χωριό της…βρήκε το παιδί της καμένο….Ο Νίκος, Λαέρτης το ψευδώνυμό του…το καμάρι του ΔΣΕ…σκοτώθηκε στον Παρνασσό σε μάχη…
Κάνω την προσπάθεια να γράψω σπασμένα κομμάτια και άσβηστες μνήμες από το χιλιοβασανισμένο λαό μας. Μπορεί να πούνε και ποια είσαι εσύ που καταπιάνεσαι με αυτά; Εγώ δεν είμαι τίποτα. Απλώς μαζεύω σκόρπια κομμάτια της τραγικής κατάστασης του ελληνικού λαού από τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτό το κομμάτι το αφιερώνω στη γυναίκα, στη μάνα και στη θεία Παρασκευή την Καψήνα, την Πιτσαλοπαρασκευή όπως τη λέγανε με το παρατσούκλι της.
Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το χωριό Δρομαία (Γλούνιστα) Λοκρίδας, είναι ένα πανέμορφο χωριό στους νότιους πρόποδες του βουνού Καλλίδρομου, το ταμπούρι της αντίστασης, ο αιμοδότης του αντάρτικου, το μετερίζι των ανταρτών. Στην Κατοχή είχε ένα ολόκληρο λόχο εφεδροελασίτες και σχεδόν μια Διμοιρία στον μόνιμο ΕΛΑΣ (γι’ αυτό είχε και σαράντα δύο θύματα στον αγώνα).
Στο χωριό αυτό ζούσε και η οικογένεια του Βασίλη Καψή με τη θεία Παρασκευή και τα δυο αγόρια της. Ο Θύμιος, ένα παλικάρι σκέτος άγιος, με φανταστική φωνή που όταν έψελνε ή τραγουδούσε δε χόρταινες να τον ακούς και ήτανε και Αλβανομάχος και ο Νίκος, μικρότερος, σωστό παλικάρι. Οικογένεια ευκατάστατη, γεωργική, με σεβαστή κτηματική περιουσία. Η θεία Παρασκευή όμορφη και βεργολυγερή με βλέμμα αετίσιο.
Μια μέρα του φθινοπώρου του 1942 ήρθανε δύο καμιόνια από την Αμφίκλεια (Δαδί) για πλιάτσικο, να πάρουν και όπλα, όπως είχανε διαταγή. Φυσικά όπλα δε βρήκανε παρά μόνο στο σπίτι του Καψή, ένα πιστόλι χωρίς κινητό ουραίο, στην ουσία άχρηστο ολουσδιόλου. Πήρανε όμως ομήρους και πλιάτσικο, καθώς και το μεγάλο γιο το Θύμιο.
Ήταν απόγευμα και τα ζευγάρια γύριζαν απ’ τη σπορά. Έτσι και ο μπάρμπα Βασίλης, φτάνοντας με το ζευγάρι του, του είπαν τι συνέβη και τρέχει όπως ήτανε με τα γουρουνοτσάρουχα λασπωμένος, στο ρουφιάνο διερμηνέα και του είπε να κατεβάσουν το γιο του και στη θέση του να πάει αυτός. Πήγε στη θέση του ο πατέρας Βασίλης και από εδώ αρχίζει η τραγική ιστορία της οικογένειας.
Τον μπάρμπα Βασίλη μαζί με τον ήρωα του αλβανικού μετώπου Δαβάκη και άλλους κρατούμενους τους πήγαιναν στην Ιταλία και τους βούλιαξαν τα εγγλέζικα υποβρύχια. Έτσι ο μπάρμπας Βασίλης έμεινε για πάνα στα νερά του Ιονίου πελάγους.
Ο Θύμιος παντρεύτηκε την εποχή που άρχισε η εξόντωση της Εθνικής Αντίστασης και έκανε ένα αγοράκι. Η γυναίκα του ήτανε απ’ τον Μπράλο. Ένα απόγευμα πάλι φθινόπωρο μέσα στη σπορά ήρθανε οι παρακρατικές τρομοκρατικές ομάδες των Τσαμαδιάδων και Βουρλάκηδων και πιάσανε και το Θύμιο. Το τέλος του ήτανε τραγικότατο. Τον κομματιάσανε στην κυριολεξία, δε μαζευόντανε οι σάρκες του. Αυτόν τον Αλβανομάχο, τον άγιο τον άνθρωπο.
Ο Νίκος αντάρτης του ΔΣΕ, η μάνα του η θεία Παρασκευή φυλακή, η νύφη της στο χωριό της το Μπράλο, και εκεί κάποια μέρα βρήκε το παιδί της καμένο.
Η καταστροφή συνεχίζεται. Ο Νίκος, Λαέρτης το ψευδώνυμό του, παλικάρι ξανθό, το καμάρι του ΔΣΕ. Στην πορεία του εμφυλίου πολέμου σκοτώθηκε στον Παρνασσό σε μάχη.
Η θεία Παρασκευή δεν το έβαλε κάτω. Μαζί με τη νύφη της την Πηνελόπη, μαζευτήκανε στο κατεστραμμένο σπίτι της. Στη φυλακή είχε γνωρίσει έναν ωραίο άνθρωπο, τον Τάσο Κοτρότσο και πάντρεψε τη νύφη της με τον Τάσο και γέννησαν δύο αγόρια, τα οποία πήραν τα ονόματα του Θύμου και του Νίκου.
Εγώ τη γνώρισα το 1952-53 και αφού ήξερε πως ήμουνα μαζί με το Νίκο, τον άντρα μου, στο ΔΣΕ, ερχότανε και κουβεντιάζαμε και όλο με ρώταγε για το Νίκο.
– Πες μου Λενίτσα πώς ήτανε το παλικάρι μου;
Ήθελε να ακούει πόσο παλικάρι ήτανε. Της έλεγα πως φορτωνότανε τους τραυματίες, πως έμπαινε μέσα στο στρατό και έκανε το φαντάρο και πολλές φορές γλυτώναμε από τη δύσκολη θέση που ήμασταν, της έλεγα όταν ήμασταν πορεία με βοηθούσε και φορτωνότανε το όπλο μου και λέγαμε πάρα πολλά και δε χόρταινε να με ακούει. Με κοιτούσε με διάπλατα μάτια ψιθυρίζοντας “μπράβο λεβέντη μου”, λες και ήτανε εκεί, μα σε λίγο σταμάταγε, έσφιγγε το στόμα της και από λεβέντες τους έκανε μωρά, που τα κράταγε στη χούφτα της και με χείμαρρο τα δάκρυα στα μάτια της, αρχίναγε το μοιρολόι της, ανάκατο με νανούρισμα. Μια έκλαιγε τον άντρα της, μια τα παιδιά της μα πιο πολύ το εγγονάκι της που το κάνανε μια κουταλίτσα στάχτη.
Αυτή ήτανε η μάνα Παρασκευή, η γυναίκα, η γιαγιά που διαιώνισε τη ζωή με δύο εγγόνια, το Θύμιο και το Νίκο. Αυτή ήτανε η γυναίκα της αντίστασης, η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΑΝΑ.
(Απόσπασμα από το βιβλίο της Ελένης Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα «Μυρτιά του βουνού – Μαρτυρία μιας ανταρτοπούλας» (2014).
Η Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα γεννήθηκε στο χωριό Μαριολάτα Φωκίδας το 1933. Δεν πρόλαβε να τελειώσει το Δημοτικό σχολείο, αλλά γαλουχήθηκε στις αξίες και τα ιδανικά του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο από τον κομμουνιστή πατέρα της, τον Ηλία Μακρυνιώτη, ο οποίος κυνηγήθηκε για τις ιδέες του και εξορίστηκε από τη μεταξική δικτατορία, ενώ ήταν μεταξύ των γηραιότερων ανταρτών του ΕΛΑΣ. Αργότερα, το 1947, θα δολοφονούνταν άνανδρα και φρικτά, διά αποκεφαλισμού, από τις γνωστές συμμορίες που αποτελούνταν από πρώην συνεργάτες των κατακτητών που λυμαίνονταν την ελληνική ύπαιθρο.
Όπως η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών της γενιάς της, η Ελένη συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση σαν Αετόπουλο και στη συνέχεια στην ΕΠΟΝ, ενώ με την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, κατατάχτηκε εθελοντικά στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, στο Αρχηγείο Παρνασσίδας με αρχηγό τον Διαμαντή και στο Τάγμα του Κρόνου, 2ος Λόχος, με λοχαγό τον Φίτσιο. Το Τάγμα είχε χώρο δράσης τη Ρούμελη.
Τραυματίστηκε το 1948 στο Κακοσάλεσι (σημερινή ονομασία Αυλώνας), πιάστηκε αιχμάλωτη και πέρασε Στρατοδικείο. Λόγω του νεαρού της ηλικίας της δεν εκτελέστηκε και φυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Τα γεγονότα αυτά αποτελούν το περιεχόμενο του βιβλίου «Μυρτιά του βουνού – Μαρτυρία μιας ανταρτοπούλας». Κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο της «Και τώρα πού να πάω;» που αποτελεί την αφήγηση των γεγονότων μετά την αποφυλάκισή της.
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.