Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ – «Οι χαράδρες της Γιούρας είναι γιομάτες από αίμα και φρίκη…»
Εξαγριωμένοι βασανιστές, οπλισμένοι με χοντρά και δυνατά μπαμπού ρίχνονταν στο σωρό και χτυπούσαν αδιάκριτα. Το τέλος κάθε τέτοιας εξόρμησης το σημάδευε μια τεράστια έκταση ματωμένης γης και αμέτρητα κορμιά, κεφάλια, πόδια, στήθη, πρόσωπα, χέρια σπασμένα, πληγωμένα, άνθρωποι ξαπλωμένοι λιπόθυμοι και άλλοι με τρομερούς σπασμούς άγριου πόνου.
Πρόσφατα έγιναν στη Γυάρο (ή Γιούρα, όπως αποκαλούσαν το θανατονήσι οι εξόριστοι πολιτικοί κρατούμενοι) τα αποκαλυπτήρια του μνημείου που τοποθετήθηκε από το ΚΚΕ προς τιμή της 100χρονης ιστορίας του, στη μνήμη όσων φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν ή άφησαν τη ζωή τους εκεί.
Η Γυάρος ή Γιούρα είναι ένα ξερονήσι ανατολικά της Σύρου, που χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα κιόλας ως κάτεργο – τόπος εξόντωσης. Στη σύγχρονη Ιστορία ξεκίνησε να λειτουργεί ως τόπος φυλάκισης τον Απρίλη του 1947. Οι χώροι διαμορφώθηκαν από τους ίδιους τους κρατούμενους, κάτω από αφάνταστα φριχτές συνθήκες με καταναγκαστικά έργα και απάνθρωπα βασανιστήρια.
Το 1955, πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών της Κέρκυρας συντάσσουν υπόμνημα «προς την Γενική Συνέλευσιν του ΟΗΕ» (φέρει ημερομηνία 3 Ιούνη 1955), με στόχο να αναδειχτεί η πάλη για Γενική Αμνηστία στην Ελλάδα, καθώς και η ανάγκη νομιμοποίησης του ΚΚΕ και του ΑΚΕ. Το υπόμνημα αυτό των πολιτικών κρατούμενων αποτελεί μια περιεκτική καταγραφή των συνθηκών διαβίωσης και βασανισμού χιλιάδων σε όλους τους τόπους εγκλεισμού στην ελληνική επικράτεια.
Το υπόμνημα τυπώνεται σε βιβλίο και κυκλοφορεί το 1957 στο Βουκουρέστι από το εκδοτικό «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», και το 2015 αναπαράγεται φωτογραφικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Όπως σημειώνεται μεταξύ άλλων στο σύντομο εισαγωγικό «Οι καταγραφές και οι μαρτυρίες που περιέχονται στην παρούσα έκδοση αποτελούν ένα σχεδόν πλήρη κατάλογο των μεθόδων θεσμικής και φυσικής βίας που μεταχειρίστηκε το κράτος για τη σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα. Αποτελεί έναν οδηγό για τη γνώση του ηθικού κύρους των κομμουνιστών, της αντοχής, της ανιδιοτέλειας και του μεγέθους της θυσίας. Ταυτόχρονα η παρούσα έκδοση πιστεύουμε ότι αποτελεί μια αφορμή και για το νέο επιστήμονα, ιστορικό, νομικό και ερευνητή, για την παραπέρα ιστορική και επιστημονική μελέτη όλων εκείνων των μορφών αστικής βίας».
Από το βιβλίο, μεταφέρουμε ένα μικρό αλλά πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα των συνθηκών που βίωναν οι πολιτικοί κρατούμενοι στη Γυάρο.
«Τι είναι η Γιούρα;
Είναι ένα μικρό και άγονο, άνυδρο νησάκι του Αιγαίου. Οι Ρωμαίοι το είχαν καταργήσει σαν τόπο κράτησης των πολιτικών τους αντιπάλων, γιατί θεωρούσαν την εξορία σ’ αυτό καταδίκη σε θάνατο. Και οι σύμβουλοι του Έλληνα δικτάτορα Μεταξά δεν τόλμησαν να εισηγηθούν τη χρησιμοποίησή του όταν αντιμετώπισαν τέτοιο ζήτημα. — Αυτό το ξερονήσι, αυτό τον τόπο του θανάτου, το γενικό επιτελείο στρατού και κείνοι που κρύβονται πίσω απ’ αυτό, το διάλεξαν και το μετέβαλαν για τόπο ομαδικής μας εξόντωσης.
Η Γιούρα είναι ο τόπος του μαρτυρίου, βασανιστηρίων και της εξόντωσης χιλιάδων αγωνιστών της εθνικής αντιστάσεως. Είναι η μελετημένη προσπάθεια να «μείνουν τα κόκαλά μας» εκεί, να μη γυρίσει πίσω κανείς. Η πείνα, η δίψα, οι πρωτάκουστοι ξυλοδαρμοί, η μέχρι λιποθυμίας καταναγκαστική δουλειά, η προβοκάτσια, η εγκατάλειψη στο έλεος του κρύου, της βροχής, της σκόνης, της ζέστης και της αρρώστιας, ήταν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν. Οι χαράδρες της Γιούρας είναι γιομάτες από αίμα και φρίκη. Οι διευθυντές Γλάστρας πρώτα και Μπουζάκης κατόπιν, οργίασαν. Ο Γλάστρας που μαθήτεψε στους Γερμανούς στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά». Αυτός που έκανε το γιατρό στους κρατούμενους γυμνώνοντας τους αιμοροΐδικούς μπροστά σε χιλιάδες άλλους κρατουμένους για να δοκιμάσει αν λένε την αλήθεια, κι έγδυνε άλλους με τον ίδιο τρόπο για να δει αν έχουν κήλη.
Εξαγριωμένοι βασανιστές, οπλισμένοι με χοντρά και δυνατά μπαμπού ρίχνονταν στο σωρό και χτυπούσαν αδιάκριτα. Το τέλος κάθε τέτοιας εξόρμησης το σημάδευε μια τεράστια έκταση ματωμένης γης και αμέτρητα κορμιά, κεφάλια, πόδια, στήθη, πρόσωπα, χέρια σπασμένα, πληγωμένα, άνθρωποι ξαπλωμένοι λιπόθυμοι και άλλοι με τρομερούς σπασμούς άγριου πόνου. Μένει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων «η συκιά του Γλάστρα». Μια συκιά που στον κορμό της δενόταν οι προμηθείς σύντροφοί μας και δοκίμαζαν τη σαδιστική μανία του αιμοβόρου διευθυντή, ως που να γείρουν λιπόθυμοι και να μένουν εκεί με το κεφάλι και το κορμί σε στάση Ναζωραίου, καθώς ήταν δεμένοι και δεν μπορούσαν να πέσουν.
Ατέλειωτες φάλαγγες πεινασμένων, βασανισμένων και σκελετωμένων από το αδιάκοπο μαρτύριο ανθρώπων ανέβαιναν και κατέβαιναν τις πλαγιές φορτωμένοι ογκόλιθους, μεγάλους ογκόλιθους και ξύλο πολύ για να είναι ακόμα μεγαλύτεροι για να «γεμίσουμε τη θάλασσα και να φτιάξουμε γέφυρα για τη Σύρο…» (αρχιφύλακας Β’ όρμου, Κούτρας). Τα χείλη στέγνωναν απ’ τη δίψα. Τα ρούχα «πλένονταν» από τη θάλασσα. Τα μάτια, το στόμα, τα πνευμόνια, το στομάχι, τ’ αφτιά γέμισαν ψιλή, αλμυρή, θανατερή σκόνη. Ο ξέφρενος αέρας έδερνε τα πάντα και παράσερνε πολλές φορές ως τη θάλασσα τις σπασμένες σκηνές. Ερχόταν η βροχή και τίποτε δεν την κρατούσε. Το κρύο μας μούσκευε και έφτανε ως το κόκαλο.
Το φαγητό ελεεινό. Σκουλικιασμένα τα όσπρια, το ψωμί μουχλιασμένο και αλμυρό, μήνες ολόκληρους μοναδικό φαγητό ξερά κνηνοτροφικά κουκιά. Συχνές δηλητηριάσεις. Αρρώστιες των ματιών κλπ. από αβιταμίνωση, δουλειά χωρίς αναπνοή μέρα και νύχτα για το χτίσιμο των δικών μας τάφων. Τα χτίρια-τάφους. Αρρώστιες χωρίς περίθαλψη (ο Γλάστρας είχε γίνει και γιατρός). Όργανα της φυλακής που σχεδίαζαν την ομαδική μας εξόντωση με ενέσεις μικροβίων (σύφιλη) (δωσίλογος Παπαδόπουλος) όπως και αλλού αναφέραμε. Γιατροί που μετατρέπονταν σε τραμπούκους, θάνατοι εκατοντάδων από εξάντληση και από εγκατάλειψη. Βασανιστήρια χωρίς τέλος, προκλήσεις και σχέδια για μαζικές δολοφονίες κατά όρμους κλπ.
Τέτοια ήταν η Γιούρα με λίγες γραμμές.
Μας μετέφεραν στα ξερονήσια φορτωμένους σαν άχρηστους μπόγους στ’ αμπάρια αρματαγωγών. «Όποιος ζήσει κι όποιος πεθάνει» ήταν η απάντηση σε κάθε διαμαρτυρία μας. Η μεταφορά δούλων στα δουλοπάζαρα δεν μπορεί να γίνονταν κατά φρικτότερο τρόπο. Η δίψα στέγνωνε τα λαρύγγια μας. Μας έπνιγε η έλλειψη αέρα. Λιποθυμίες, κρίσεις νεύρων, αιμοπτύσεις, σπαραχτικές κραυγές πόνου, βαριές οσμές από ανθρώπινες ακαθαρσίες (δεν μας επέτρεπαν να πάμε αλλού) έκαναν μια σωστή κόλαση το σιδερένιο πλεούμενο τάφο μας. Την έξοδό μας από τα καράβια τη συνόδευαν ξύλο, βρισιές, προκλήσεις, λεηλασίες. Τα πρώτα λόγια πού ακούσαμε πατώντας το ποδάρι μας στη Γιούρα ήταν από τον ανθυπασπιστή Λυμπεράκη: «Θα ισιώσετε τα βουνά και θα μείνουν εδώ τα τομάρια σας». Ο σκοπός αυτός με διάφορα λόγια επαναλαμβανόταν ταχτικά από όλους τους βασανιστές μας σ’ όλα τα χρόνια της Γιούρας. Είχαν καλά συνειδητοποιήσει το σκοπό.
Τα πρώτα λόγια που ακούσαμε στή Μακρόνησο ήταν: «Θα πεθάνετε». Κι ύστερα ένα αφηνιασμένο σαδιστικό όργιο ξύλου με όλων των ειδών τα αντικείμενα. Δάσος τα μπαμπού στα χέρια των βασανιστών μας. Μια φρικιαστική συναυλία σέ όλους τους τόνους τα χτυπήματα πάνω στα κορμιά μας. Σε μια τέτοια «ε ξ ό ρ μ η σ η» στη Γιούρα έσπασαν τα πνευμόνια του συντρόφου μας δάσκαλου Κούκερη (Αύγουστος 1947) από τα μπαμπού του σαδιστή φύλακα Χαλκιαδάκη, και έμεινε για πάντα εκεί. Ο πρώτος ξύλινος σταυρός σ’ ένα λόφο στην άκρη της θάλασσας, που το ζευγάρωσαν δεκάδες άλλοι αργότερα στην πορεία προς τη σχεδιασμένη εξόντωσή μας. Την ημέρα δουλειά ξεθεωτική: πέτρες για να «μολώσει» η θάλασσα. Πέτρες για τα «μέγαρα» Γλάστρα. Πέτρες για τα σπίτια και τις ανέσεις των βασανιστών μας. Πέτρες για πελώριες μάντρες. Πέτρες, τσιμέντα, τούβλα, άμμος και σίδερα για τα χτίρια-τάφους μας για τη θωράκιση του κάτεργου των αλυσοδεμένων σκλάβων. Ανεβαίνουμε φορτωμένοι με βρισιές και ξυλοδαρμούς χιλιόμετρα μακριά σε απότομες χαράδρες σε κοφτερές κορφές και πλαγιές 60 μοιρών. Πολλοί γονάτιζαν. Πολλοί έφτυναν αίμα.
Ούτε μια χορδή ανθρωπιάς δεν εσάλευε τότε στους βασανιστές μας. Αντίθετα αυτό ήταν αφορμή για μια νέα ομαδική εξόρμηση. Όσο τα όρια της φυσικής αντοχής υποχωρούσαν τόσο το όργιο μεγάλωνε και ανέβαινε σε σύστημα και ένταση. Ο Γλάστρας έβαλε μπρος την «π ε ι θ α ρ χ ι κ ή ο μ ά δ α». Την παρέδωσε στο διεστραμμένο βασανιστή Στράτο Κοζομπόλη και αυτός είχε βοηθό τον ταγματασφαλίτη κρατούμενό Καλλιό.
Τι σημαίνει «π ε ι θ α ρ χ ι κ ή ο μ ά δ α». Εξαντλητική, χωρίς πραχτικό σκοπό δουλειά με ρυθμούς τροχάδην και ξύλο για να γίνεται γρηγορότερη. Ξύλο για να γίνεται βαρύτερη (το βάρος του φορτίου ήταν καθορισμένο στις 40 οκάδες). Ξύλο για να κολλήσουν τα ρούχα πάνω στο μουσκεμένο απ’ τον ίδρωτα και αίμα κορμί, αν ήταν παγωνιά το χειμώνα, ξύλο για να γίνεται λάσπη ο ζυμωμένος με τη σκόνη ιδρώτας του καλοκαιριού. Ξύλο μέχρι αίμα και λιποθυμία και το βράδυ πειθαρχείο και μια μόνο φορά την ημέρα φαΐ.»
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.