Η σφαγή του Μπάμπι Γιαρ και η αντισοβιετική φιλολογία περί “αποσιώπησης”
Με αφορμή τα γεγονότα στο Μπάμπι Γιαρ άρχισε να αναπτύσεεται ένας ακόμα αντισοβιετικός μύθος, αυτός της δήθεν “αποσιώπησης” ή “υποβάθμισης” του μακελειού.
Μπάμπι Γιαρ σημαίνει “Το φαράγγι της γριάς” και ως ονομασία απαντάται για πρώτη φορά το 1401, όταν σύμφωνα με το θρύλο το πούλησε μια γιαγιά της περιοχής σ’ ένα μοναστήρι δομηνικανών μοναχών. Ανά τους αιώνες η χαράδρα αυτή της Ουκρανίας φιλοξένησε στρατόπεδα και δυο κοιμητήρια, ένα ορθόδοξο κι ένα εβραϊκό, που έκλεισε το 1937. Η λειτουργία της ως νεκροταφείο προοικονομούσε κατά ένα μακάβριο τρόπο την εξέλιξη σε μαζικό τάφο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου.
Η πρώτη και γνωστότερη σφαγή στο σημείο πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 29-30 Σεπτέμβρη 1941 από γερμανικές δυνάμεις και Ουκρανούς δοσιλόγους. Επρόκειτο για την τρίτη πιο μαζική σφαγή Εβραίων μετά από εκείνη της Οδησσού και του Λιούμπλιν στην Πολωνία.
Οι ναζί είχαν καταλάβει το Κίεβο στις 19 Σεπτέμβρη 1941. Η απόφαση για την εκτέλεση των Εβραίων της πόλης λήφθηκε σε αντίποινα για τις εκρήξεις που είχαν προκαλέσει ενέργειες σαμποτάζ της NKVD κατά των ναζί στην κατεχόμενη πόλη το διάστημα 20 ως 28 Σεπτέμβρη. Ειδικές μονάδες των Ες-Ες υπό τους Πάουλ Μπλόμπελ και το Δρ. Όττο Ρας, που είχαν ήδη διαπράξει βαρβαρότητες επί σοβιετικού εδάφους τους πρώτους μήνες της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας την αποστολή. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο Φρίντριχ Γέκελν, ενώ συμμετείχαν ομάδες της αστυνομίας. Στο σχεδιασμό της επιχείρησης έλαβε μέρος και η Βέρμαχτ, σε αντίθεση με έναν επίμονο για δεκαετίες μεταπολεμικό δυτικογερμανικό μύθο για τον “καθαρό γερμανικό στρατό”.
Στις 26 Σεπτέμβρη αναρτήθηκε στα ρωσικά, τα ουκρανικά και τα γερμανικά ανακοίνωση που διέταζε όλους τους Εβραίους Κιέβου και περιχώρων να εμφανιστούν στις 29 του μήνα στη συμβολή των οδών Μελνίκοβα και Ντοροζίτσα, μαζί με τα έγγραφά τους, τα χρήματα και τα τιμαλφή τους, όπως και με ζεστά ρούχα. Όποιος δεν ερχόταν απειλούνταν με εκτέλεση επί τόπου. Οι Γερμανοί ανέμεναν περί τους 5.000 – 6.000, τελικά όμως στο σημείο εμφανίστηκαν πάνω από 30.000 άτομα, με τη φρούδα ελπίδα πως απλώς θα μετακινούνταν από την πόλη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του οδηγού φορτηγών Χόφερ, οι Ουκρανοί συνεργάτες των ναζί συνέλεγαν τις αποσκευές, τα παλτό, τα παπούτσια, τα τιμαλφή, ακόμα και τα εσώρουχα των Εβραίων κι όσοι αντιστέκονταν οι δίσταζαν σπρώχνονταν με γροθιές και κλωτσιές. Μόλις ξεντύνονταν, οδηγούνταν στο φαράγγι βάθους 15 μέτρων κι εκτελούνταν σε μικρές ομάδες σχηματίζοντας στρώματα πτωμάτων το ένα πάνω στο άλλο. Λόγω του μεγάλου πλήθους των συγκεντρωμένων τα θύματα καταλάβαιναν τι ακριβώς συμβαίνει μέχρι να φτάσουν στο φαράγγι.
Το βράδυ της 30ης Σεπτέμβρη οι Γερμανοί έθαψαν τα πτώματα κάτω από παχύ στρώμα χώματος. Όσοι είχαν τραυματιστεί, αλλά επιζήσει, θάφτηκαν ζωντανοί στη χαράδρα. Συνολικά 33.771 Εβραίοι της πόλης βρήκαν έτσι φριχτό θάνατο, ενώ τα υπάρχοντά τους διαμοιράστηκαν μεταξύ της ναζιστικής διοίκησης καθώς και μέλων της τοπικής γερμανικής μειονότητας. Για τους επόμενους μήνες και επί δυο χρόνια, ως την απελευθέρωση της πόλης, το Μπάμπι Γιαρ έγινε “συνήθης τόπως εκτελέσεων”, με θύματα Σοβιετικούς ναύτες, τσιγγάνους, ψυχιατρικούς ασθενείς και πολλούς ακόμα των οποίων η ιδιότητα δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Υπολογίζεται πως συνολικά έχασαν τη ζωή τους μεταξύ 70.000 και 120.000 άνθρωποι. Για τα εγκλήματα αυτά τιμωρήθηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης ο Πάουλ Μπλόμπελ σε θάνατο, ποινή που εκτελέστηκε το 1951.
Τις επόμενες δεκαετίες άρχισε να αναπτύσσεται με αφορμή τα γεγονότα στο Μπάμπι Γιαρ ένας ακόμα αντισοβιετικός μύθος, αυτός της δήθεν “αποσιώπησης” ή “υποβάθμισης” του μακελειού. Στην πραγματικότητα, ήδη από τις 19 Νοέμβρη 1941 η μεγάλη σοβιετική εφημερίδα Ισβέστια αναφέρθηκε στην εξόντωση των Εβραίων του Κιέβου, ενώ μετά την απελευθέρωση της πόλης, οι ίδιες οι σοβιετικές αρχές κάλεσαν δυτικούς δημοσιογράφους, ανάμεσά τους τον Μπιλ Λόρενς των Τάιμς της Νέας Υόρκης και τον Μπιλ Ντάουνς του δικτύου CBS να επισκεφτούν την περιοχή και να πάρουν συνεντεύξεις από επιζήσαντες. Πολύς λόγος έχει γίνει για την αναφορά των αρχών το 1944, έξι μήνες μετά την αποχώρηση των ναζί από την πόλη, όπου δεν αναφέρεται συγκεκριμένα η εβραϊκή ταυτότητα πολλών εκ των θυμάτων, κάτι που εύκολα δικαιολογείται από το γεγονός πως όπως είδαμε, στο σημείο έγιναν εκτελέσεις ανθρώπων με πολύ διαφορετικές ιδιότητες και ταυτότητες. Ως άλλη δήθεν “απόδειξη” προβάλλονται οι περιπέτειες που είχε με τη λογοκρισία το βιβλίο τον Ίλια Έρενμπουργκ και Βασίλυ Γκρόσμαν “Η μαύρη βίβλος του ρωσικού εβραϊσμού”, το οποίο έχει αναφορά στη σφαγή του Μπάμπι Γιαρ που κυκλοφόρησε μερικώς στην ΕΣΣΔ, πριν αποσυρθεί το 1948. Από την άλλη όμως, ήδη αμέσως μετά τον πόλεμο είχαν κυκλοφορήσει τρία ποιήματα του Έρεμπουργκ για το Ολοκαύτωμα σε λογοτεχνικά περιοδικά της Μόσχας, ένα εκ των οποίων έχει σαφείς αναφορές στο στο Μπάμπι Γιαρ και αργότερα έλαβε αυτό τον τίτλο, όταν επανακυκλοφόρησε το 1959.
Η μη ξεχωριστή προβολή της εβραϊκής ταυτότητας των νεκρών δεν ήταν κάποιου είδους “αντισημιτισμός”, αλλά εντάσσεται πολύ περισσότερο στις ραγδαία επιδεινούμενες σχέσεις της ΕΣΣΔ με το κράτος του Ισραήλ, παρά την ολόπλευρη στήριξη που είχε προσφέρει στην ίδρυσή του. Είναι επίσης αλήθεια πως η ανέγερση μνημείου στο σημείο καθυστέρησε παρά τις επανειλημμένες αποφάσεις, προς όφελος άλλων δημόσιων έργων, μεταξύ των οποίων και ένα φράγμα το οποίο το 1961 υπερχείλισε, προκαλώντας το θάνατο 145 ανθρώπων. Την ίδια χρονιά πάντως κυκλοφόρησε το ποίημα του Γεβγκένι Γεφτουσένκο “Μπάμπι Γιαρ”, το οποίο αποτέλεσε και τμήμα της περίφημης ομώνυμης 13ης Συμφωνίας του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, που έκανε πρεμιέρα το 1962. Από το 1966 άρχισαν να γίνονται τιμητικές εκδηλώσεις με συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων, ενώ το 1976 τελικά ανεγέρθηκε μνημείο προς τιμήν όλων των θυμάτων. Το πρώτο καθαρά εβραϊκό μνημείο για το συμβάν ανεγέρθηκε στις 29 Σεπτέμβρη 1991, λίγο πριν τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Έκτοτε έχουν προστεθεί πολλά ακόμα, αφιερωμένα σε διαφορετικές κατηγορίες νεκρών, με αποτέλεσμα ο ιστορκός Αντρέι Κοτσιάντζουκ να κάνει λόγο για “ανταγωνισμό θυμάτων”.