Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς: Από χαϊδεμένο παιδί του Ντέιτον εξιλαστήριο θύμα του ιμπεριαλισμού
Οδηγήθηκε στο Δικαστήριο της Χάγης, μετά το βομβαρδισμό της χώρας του, σε μια δίκη που ο ίδιος δεν αναγνώρισε ποτέ ως νόμιμη, και δικαιώθηκε ουσιαστικά μετά θάνατον. Πέθανε στο κελί του από μη συνταγογραφημένα φάρμακα και ενώ ο ίδιος είχε καταγγείλει, μια μέρα πριν, απόπειρα δηλητηρίασής του.
Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1941 στο Ποζάρεβατς, στην υπό γερμανική κατοχή Γιουγκοσλαβία. Η μητέρα του ήταν δασκάλα και μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος, ενώ ο πατέρας του ήταν θεολόγος. Χώρισαν μετά τον πόλεμο ενώ αργότερα αυτοκτόνησαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Είχε έναν αδερφό, τον Μπορισλάβ, που αργότερα έγινε διπλωμάτης.
Ως φοιτητής νομικής στο Βελιγράδι ο Μιλόσεβιτς τέθηκε επικεφαλής της ιδεολογικής επιτροπής της φοιτητικής νεολαίας της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως οικονομικός σύμβουλος του δημάρχου του Βελιγραδίου και αργότερα εργάστηκε στην εταιρεία Τεχνογκάς, ενώ το 1978 έγινε επικεφαλής της Μπεομπάνκα, μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας.
Το 1971 παντρεύτηκε την Μιριάνα Μάρκοβιτς, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά κι η οποία συνέβαλε στην πολιτική του εξέλιξη, ενώ υπήρξε και ηγέτης του συμμαχικού κόμματος του Μιλόσεβιτς τη δεκαετία του ’90, της “Γιουγκοσλαβικής Αριστεράς”. Ως το 1986 είχε κατορθώσει να εκλέγει πρόεδρος στην Κεντρική Επιτροπή του σερβικού τμήματος της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών.
Το όνομά του άρχισε να ακούγεται δυνατά στη σερβική πολιτική σκηνή όταν από το 1987 άρχισε να εκφράζει την υποστήριξή του στους Σέρβους της αυτόνομης επαρχίας του Κοσόβου, που κατήγγειλαν καταπίεση από την Αλβανική πλειοψηφία που κυριαρχούσε στην τοπική κυβέρνηση. Οι αντίπαλοί του τον κατηγορούσαν για σερβικό εθνικισμό, αιτιάσεις τις οποίες απέρριπτε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Σε συνέντευξή του στο περιοδικό TIME το 1995 δήλωσε ότι υπερασπιζόταν κάθε έθνος της Γιουγκοσλαβίας: “Όλοι μου οι λόγοι ως το 1989 δημοσιεύτηκαν σε βιβλίο. Μπορεί κανείς να δει ότι δεν υπήρχε εθνικισμός σε αυτούς τους λόγους. Εξηγούσαμε γιατί είναι καλό να διατηρηθεί η Γιουγκοσλαβία για όλους τους Σέρβους, όλους τους Κροάτες, όλους τους Μουσουλμάνους και όλους τους Σλοβένους ως κοινή μας χώρα. Τίποτε άλλο.”
Ένταση προκλήθηκε σε ομιλία του στις 24 Απρίλη 1987 στον ιστορικό για τους Σέρβους τόπο της μάχης του Κοσσυφοπεδίου (1389), μεταξύ Σέρβων διαδηλωτών και Αλβανών αστυνομικών, στην οποία παρενέβη ο Μιλόσεβιτς δηλώνοντας “Κανείς δεν θα πρέπει να τολμήσει να σας χτυπήσει ξανά!”
Μετά την παραίτηση του προέδρου της Σερβίας Σταμπόλιτς, πρώην μέντορα του Μιλόσεβιτες, το Φλεβάρη του 1988, ο ίδιος ανέλαβε το αξίωμα, ξεκινώντας ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων υποστηριζόμενο από το ΔΝΤ, συστήνοντας τον ίδιο Μάη την “Επιτροπή Μιλόσεβιτς”, αποτελούμενη από τους σημαντικότερους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους της Σερβίας. Διαδηλώσεις υπέρ του Μιλόσεβιτς, οδήγησαν σε παραίτηση της τοπικές κυβερνήσεις της Βοϊβοδίνας και του Μαυροβουνίου, κάτι που οδήγησε τους αντιπάλους του να τον κατηγορούν ως συνυπεύθυνο για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αν και τότε οι Τάιμς της Νέας Υόρκης ανέφεραν πως “δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Σέρβος ηγέτης έπαιξε οργανωτικό ρόλο” στις διαδηλώσεις.
Το 1989, οι Αλβανοί του Κοσόβου εν πολλοίς απείχαν από τις εκλογές της τοπικής κυβέρνησης, οδηγώντας στην εκλογή υποστηρικτών του Μιλόσεβιτς στους τοπικούς θεσμούς. Το 1990, αφού ήδη οι υπόλοιπες δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας είχαν εγκαθιδρύσει αστικά κοινοβουλευτικά καθεστώτα, ο Μιλόσεβιτς ακολούθησε μετονομάζοντας στο νέο σύνταγμα τη χώρα σε “Δημοκρατία της Σερβίας”. Το 1992, Σερβία και Μαυροβούνιο συμφώνησαν στη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Το 1995 συνυπέγραψε τη Συμφωνία του Ντέιτον που έθετε τέλος στον πόλεμο της Βοσνίας (1992-95), μετατρέποντας τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη σε αδύναμο προτεκτοράτο, κάτι που του επέφερε τα προσωρινά εύσημα της Δύσης. Η άρνησή του ωστόσο να συναινέσει στις αρχές του 1999 στη συμφωνία που του πρότεινε για λογαριασμό του ΝΑΤΟ η τότε υπουργός Εξωτερικών του Κλίντον, Μαντλίν Ολμπράιτ, προκάλεσε δυο μήνες αργότερα το βομβαρδισμό της Σερβίας.
Η συμφωνία, που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με μετατροπή της χώρας σε νατοϊκό προτεκτοράτο, προέβλεπε μεταξύ άλλων τα εξής: «Το προσωπικό του ΝΑΤΟ θα απολαμβάνει, μαζί με τα οχήματα, σκάφη, αεροσκάφη και υλικά του, ελεύθερη και απεριόριστη διάβαση και ανεμπόδιστη πρόσβαση σε όλη την ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, περιλαμβανομένου του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων. Αυτό θα περιλαμβάνει (αλλά δεν περιορίζεται σε αυτά) τα δικαιώματα σε στρατοπέδευση, γυμνάσια, καταυλισμούς και χρήση οποιασδήποτε περιοχής ή διευκολύνσεων, όπως απαιτείται, για υποστήριξη, εκπαίδευση και επιχειρήσεις».
Επί 78 μέρες εκατοντάδες πόλεις της χώρας βομβαρδίστηκαν ανηλεώς με τις λεγόμενες “έξυπνες βόμβες”, μεταξύ των οποίων 374 φορές και η πρωτεύουσα του Κοσόβου -για την υπεράσπιση του αλβανικού πληθυσμού του οποίου δήθεν έγινε η “ανθρωπιστική επέμβαση”, όπως αποκαλούνταν τότε- Πρίστινα. 2.000 νεκροί, πολλοί εκ των οποίων παιδιά, ανυπολόγιστες καταστροφές σε υποδομές, και εξάπλωση του καρκίνου εξαιτίας της εκτεταμένης χρήσης των θεωρητικά απαγορευμένων βομβών απεμπλουτισμένου ουρανίου, ήταν λίγες μόνο από τις πτυχές του νατοϊκού εγκλήματος.
Στη χώρα μας ο πόλεμος συνάντησε την παθιασμένη απάντηση του αντιϊμπεριαλιστικού κινήματος, με μπροστάρη το ΚΚΕ, ενώ η κυβέρνηση Σημίτη, παρέχοντας από τη μια απεριόριστες διευκολύνσεις στα πλαίσια των νατοϊκών της υποχρεώσεων, δε δίσταζε να δηλώσει από την άλλη ότι η Ελλάδα “δε συμμετέχει στον πόλεμο”. Αξέχαστος βέβαια θα παραμείνει ο Κώστας Λαλιώτης, που πρωτοστατούσε σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις, εφαρμόζοντας την τακτική “άλλο η κυβέρνηση, άλλο το κίνημα”, που όχι μόνο απετέλεσε μπούσουλα για τη στάση του ΠΑΣΟΚ στον πόλεμο του Ιράκ το 2003, αλλά σε διάφορες περιστάσεις αντιγράφεται ως και σήμερα από το Σύριζα.
Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών ο Μιλόσεβιτς κατηγορήθηκε από το Διεθνές Ποινικό δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία για εγκλήματα πολέμου στη Βοσνία, την Κροατία και το Κόσοβο, κατηγορίες που σε σημαντικό βαθμό είτε δεν αποδείχτηκαν, είτε και κατέπεσαν στη δίκη που ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα. Μετά τις προεδρικές εκλογές στις 24 Σεπτέμβρη 2000, εν μέσω κατηγοριών για νοθεία, ο Μιλόσεβιτες παραιτήθηκε, και συνελήφθη έξι μήνες αργότερα από τη νέα φιλοδυτική κυβέρνηση για κατηγορίες υπεξαίρεσης, διαφθοράς και κατάχηρσης εξουσίας, ωστόσο η αρχική έρευνα εναντίον του δεν απέφερε κανένα στοιχείο, οδηγώντας τον τότε πρωθυπουργό Ζόραν Ντίντιτς για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις του φιάσκο και να πουλήσει εκδούλευση στους εξωτερικούς του συμμάχους να παραδώσει το Μιλόσεβτις στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης.
Ο Μιλόσεβιτς ανέλαβε τη δική του υπεράσπιση, μη δεχόμενος το διορισμό δικηγόρου, καθώς θεωρούσε παράνομη τη δίκη, εφόσον δεν είχε εγκριθεί από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και εκτιμούσε πως η σκοπιμότητά της είναι η αθώωση των νατοϊκών εγκλημάτων στη Γιουγκοσλαβία. Επί πέντε χρόνια δεν αποδέχτηκε καμία από τις κατηγορίες, ενώ πέθανε σαν σήμερα το 2006 στο κελί του στη Χάγη από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η τοξικολογική εξέταση έδειξε ουσίες μη συνταγογραφημένων φαρμάκων που δρούσαν ανταγωνιστικά προς την αγωγή που λάμβανε κατά της υπέρτασης. Ο ίδιος είχε καταγγείλει μια μέρα πριν με επιστολή του στο Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών απόπειρα δηλητηρίασής του. Το δικαστήριο αρνήθηκε οποιαδήποτε ευθύνη, λέγοντας πως ο ίδιος αρνούνταν να λάβει τη συνιστώμενη αγωγή και λάμβανε μόνος του (!) άλλα φάρμακα.
Η δίκη έληξε χωρις ετυμηγορία, ωστόσο το 2016, στα πλαίσια της καταδικαστικής απόφασης του Ράντοβαν Κάραζιτς για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα το 1995 και άλλα εγκλήματα πολέμου, το Διεθνές ποινικό δικαστήριο σημείωνε τα εξής: “Το Δικαστήριο βασιζόμενο στις αποδείξεις ενώπιόν του και οι οποίες αφορούν τα αντικρουόμενα συμφέροντα που προέκυψαν μεταξύ των Σερβοβοσνιακών και Σερβικών ηγεσιών κατά τη διάρκεια της εμπόλεμης σύγκρουσης (…) ο Μιλόσεβιτς επανειλημμένα εξέφρασε κριτική και αποδοκιμασία για τις αποφάσεις του κατηγορούμενου (Κάραζιτς) και της Σερβοβοσνιακής ηγεσίας. Επομένως το Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις στη συγκεκριμένη υπόθεση για να αποφανθεί ότι ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς συμφώνησε στο κοινό σχέδιο (σ.σ. Πρόκεται για τη θεωρία της Κοινής Εγκληματικής Επιχείρησης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, κάθε συγκεκριμένο μέλος μιας οργανωμένης ομάδας έχει ατομική ευθύνη για εγκλήματα που εκτελέστηκαν από την ομάδα, εφόσον όλα τα μέλη της μοιραζόντουσαν ένα κοινό πλάνο ή σκοπό για την εκτέλεσή τους)”. Η απόφαση φυσικά δεν θα μπορούσε να έχει πρακτικό αντίκρισμα, ζώντος ωστόσο του Μιλόσεβιτς θα ισοδυναμούσε με απαλλαγή του τουλάχιστον για το σκέλος της φερόμενης εμπλοκής του στα εγκλήματα του πολέμου της Βοσνίας.
Δεκάδες χιλιάδες Σέρβοι απέδωσαν τον ύστατο χαιρετισμό σε τελετή στο Βελιγράδι, ενώ η κηδεία του έγινε στη γενέτειρά του το Ποζάρεβατς. Στην τελευταία δημοσκόπηση που διεξήχθη πριν το θανατό του, το 2005, αναδείχθηκε σε τρίτο δημοφιλέστερο Σέρβο πολιτικό. Το Μάρτη του 2009, αντιπροσωπεία του ΚΚΕ επισκέφθηκε τον τάφο του Μιλόσεβιτς, όπου η τότε γ.γ Αλέκα Παπαρήγα έγραψε στο βιβλίο των επισκεπτών: «Η αντίσταση, η σύλληψη, ο θάνατος είναι το στίγμα του ιμπεριαλισμού στη Γιουγκοσλαβία, το στίγμα των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ», ενώ στις δηλώσεις που ακολούθησαν επεσήμανε πως:
«Βρισκόμαστε εδώ στον τάφο του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς για να δηλώσουμε αύριο, που συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας ότι τα εγκλήματα δεν έχουν αρχή και τέλος. Αυτή τη στιγμή μπορεί κανείς να θυμηθεί την απαγωγή κυριολεκτικά του Μιλόσεβιτς που απομυθοποίησε και ξεσκέπασε πλήρως τη λεγόμενη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Γιατί σε αυτό το ευρωπαϊκό έδαφος που υποτίθεται ότι έχει πολύ μεγάλη κουλτούρα και ουμανισμό έγινε μια απαγωγή ενός ανθρώπου για να δικαστεί με ψέματα και για να πεθάνει λίγο πριν το αποτέλεσμα, θυμίζοντας ακριβώς κατά τη γνώμη μου ότι ο αγώνας ενός λαού ποτέ δεν έχει τέλος.
Όπως ο θάνατος του Μιλόσεβιτς έγινε πριν την τελική καταδίκη, ο λαός της Γιουγκοσλαβίας και οι λαοί της Ευρώπης πρέπει να οδηγήσουμε τα πράγματα στην τελική καταδίκη του ιμπεριαλισμού. Υπάρχει και η λαϊκή δίκη πέρα από τη “θεία δίκη” που ευνοεί τους λίγους».