“Σπίτι με σπίτι” – Η Απελευθέρωση της Βουδαπέστης από τον Κόκκινο Στρατό
Tα δεινά που υπέστη η πόλη κατά την πολιορκία, οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στο ουγγρικό φασιστικό καθεστώς και φυσικά στους ίδιους τους ναζί, που αρνήθηκαν τις επανειλημμένες προτάσεις των Σοβιετικών για παράδοση με ευνοϊκούς όρους, επιλέγοντας να χρησιμοποιήσουν ως ομήρους τους κατοίκους και να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων.
Στις 13 Φλεβάρη συμπληρώθηκαν 75 χρόνια από την απελευθέρωση της ουγγρικής πρωτεύουσας, μια επέτειος που στη σύγχρονη καπιταλιστική Ουγγαρία περιφρονείται, δίνοντας τη θέση της σε τελετές μνήμης που είτε αποθεώνουν τους ναζί, είτε εξισώνουν θύτες και θύματα, που τάχα “το ίδιο υπέφεραν” όπως πρόσφατα δήλωσε ο κεντροαριστερός δήμαρχος της Βουδαπέστης. Αυτό όμως δεν μπορεί αλλάξει την ιστορική πραγματικότητα, πως, τα δεινά που υπέστη η πόλη κατά την πολιορκία, οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στο ουγγρικό φασιστικό καθεστώς και φυσικά στους ίδιους τους ναζί, που αρνήθηκαν τις επανειλημμένες προτάσεις των Σοβιετικών για παράδοση με ευνοϊκούς όρους, επιλέγοντας να χρησιμοποιήσουν ως ομήρους τους κατοίκους και να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων.
Η Ουγγαρία και το αυταρχικό καθεστώς του ναυάρχου Χόρτι από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 είχε στενή σχέση με τη ναζιστική Γερμανία, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, προσβλέποντας με τη συμμαχία αυτή στην υλοποίηση της “Μεγάλης Ουγγαρίας”, της προσάρτησης δηλαδή των εδαφών που είχε χάσει η χώρα μετά τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στα τέλη του 1940, το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας περιέγραφε πως η Ουγγαρία ήταν “πλήρως στα χέρια μας”. Η χρησιμότητα της συμμαχίας για τους Γερμανούς διακρινόταν σε πολλά επίπεδα: Πρώτα απ’ όλα το στρατιωτικό, καθώς ουγγρικές δυνάμεις συμμετείχαν στην επιχείρηση κατάκτησης της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και στην επιχείρηση Βαρβαρόσα κατά της ΕΣΣΔ, όπου απέστειλαν επίλεκτες δυνάμεις που διακρίθηκαν για την αγριότητά τους. Εξίσου σημαντική όμως ήταν και η οικονομική σημασία της Ουγγαρίας, ως πέρασμα, αλλά και ως προμηθευτής τροφίμων, πρώτων υλών όπως το πετρέλαιο, ο βωξίτης και το μαγγάνιο, αλλά και πολεμοφοδίων για τη Βέρμαχτ.
Από τις αρχές του 1943, όταν η πλάστιγγα του πολέμου άρχισε να γέρνει υπέρ του Κόκκινου Στρατού, κάτι που σήμαινε σημαντικές απώλειες και για τις ουγγρικές δυνάμεις που πολεμούσαν στο πλευρό των ναζί, η πολιτικής ηγεσία της χώρας άρχισε να αναπτύσσει έντονες επαφές με τους δυτικούς συμμάχους. Στόχος ήταν να εγκαταλείψει η Ουγγαρία τον άξονα, χωρίς να χάσει τα εδάφη που είχε κατακτήσει με γερμανική βοήθεια και χωρίς να διαταραχθεί το ακροδεξιό καθεστώς στο εσωτερικό της χώρας.
Οι δραστηριότητες αυτές δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους ναζί, οι οποίοι εξάλλου είχαν ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα πως μια άμεση κατάληψη της Ουγγαρίας θα απέφερε περισσότερους στρατιώτες και πόρους για την στριμωγμένη στον τοίχο Γερμανία. Μεγάλο μέρος της ουγγρικής άρχουσας τάξης και του κρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού καλόβλεπε μια γερμανική κατοχή, βοηθώντας στην επιβολή ενός ειδικού καθεστώτος στις 19 Μάρτη του 1944. Η Ουγγαρία τυπικά παρέμενε ανεξάρτητη και ο Χόρτι αρχηγός του κράτους ως τοποτηρητής πλέον του Γ’ Ράιχ. Παράλληλα, επιβλήθηκε, υπό την εποπτεία ελεγχόμενων από τους ναζί οργάνων, μια εκτεταμένη κάθαρση του κράτους από όσες δυνάμεις είχαν πρωτοστατήσει στον τερματισμό της συμμαχίας με τη Γερμανία.
Τα δεδομένα στη νοτιανατολική Ευρώπη άλλαξαν ωστόσο εκ νέου άρδην με την προώθηση των σοβιετικών δυνάμεων στα γιουγκοσλαβικά και τα ουγγρικά σύνορα, την ώρα που Ρουμανία και Βουλγαρία άλλαζαν στρατόπεδο και κήρυτταν τον πόλεμο στη Γερμανία. Αυτό σήμαινε πως η Ουγγαρία γινόταν ακόμα πιο σημαντική για τους ναζί, αφού με την απώλεια της Ρουμανίας γινόταν πια μαζί με την – προσαρτημένη από το 1938 Αυστρία – ο μόνος προμηθευτής πετρελαίου για τη Βέρμαχτ.
Ο Χόρτι και το περιβάλλον του εξακολουθούσαν να ελπίζουν σε δυτική βοήθεια, γνωρίζοντας ότι η Βρετανία επιδίωκε να φτάσει πριν τον Κόκκινο Στρατό σε Ουγγαρία και Αυστρία. Όταν όμως ο ναύαρχος αποφάσισε να κηρύξει εκεχειρία στις 15 Οκτώβρη του 1944, οι ναζί έχασαν οριστικά την υπομονή τους και τον συνέλαβαν μετά από πραξικόπημα της Βέρμαχτ και τον Ες – Ες. Στη θέση του τοποθετήθηκε ως πρωθυπουργός ο αρχηγός του φασιστικού κόμματος Φέρεντς Σάλαζι. Ο Σάλαζι έδωσε εντολή για μαζικές επιστρατεύσεις στο πλευρό του γερμανικού στρατού, ανάμεσά τους δεκάδες χιλιάδες έφηβοι μεταξύ 15 και 17 ετών που στρατολογήθηκαν στην αεράμυνα έξω από τα ουγγρικά σύνορα. Παράλληλα λεηλατήθηκαν όσα εδάφη παρέμεναν υπό ουγγρικό έλεγχο για να σταλούν στη Γερμανία τρόφιμα, πρώτες ύλες, κοπάδια, ακόμα και ολόκληρα εργοστάσια που αποσυναρμολογήθηκαν, ενώ το ίδιο έγινε και με το σύνολο της περιουσίας της Εθνικής Τράπεζας της Ουγγαρίας. Συνολικά 51 βαγόνια με χρυσό, ασήμι, χαρτονομίσματα, ομόλογα και συνάλλαγμα πήραν το δρόμο για το Ράιχ.
Από τα τέλη Οκτώβρη η προέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ουγγαρία φαινόταν αναπότρεπτη. Για το λόγο αυτό, Βέρμαχτ και ουγγρικός στρατός οχύρωσαν όλες τις περιοχές δυτικά του Δούναβη με οχυρωματικά έργα για οποία εργάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες Ούγγροι, ανάμεσά τους πολλές χιλιάδες Εβραίων της Βουδαπέστης σε καταναγκαστικά έργα με άθλιες συνθήκες.
Τα μέτρα αυτά καθυστέρησαν λίγο, αλλά δεν ανέκοψαν τον Κόκκινο Στρατό, που περικύκλωνε ολοένα την πόλη. Οι Γερμανοί αντέδρασαν ανακηρύσσοντας σε “οχυρό” τη Βουδαπέστη, δίνοντας εντολή να γίνει υπεράσπιση της πόλης “σπίτι με σπίτι”, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τους κατοίκους. Από τον αρχηγό του γερμανικού γενικού επιτελείου, Χάιντς Γκουντέριαν, δόθηκε η εντολή να γίνουν “συστηματικά και με επιμέλεια” όσες καταστροφές υποδομών (νερού, ηλεκτρισμού, βιομηχανίας, συγκοινωνιών) κρίνονταν απαραίτητες για τη γερμανική προσπάθεια. “Δυστυχώς δεν μπορούν να ληφθούν εν προκειμένω υπόψη τα ουγγρικά συμφέροντα”, σημείωνε χαρακτηριστικά η διαταγή.
Σύντομα η μοναδική δίοδος ανεφοδιασμού για τους 800.000 αμάχους και τους 75000 στρατιώτες της Βουδαπέστης ήταν από αέρος, με σχεδόν αποκλειστικό παραλήπτη τους δεύτερους. Οι Σοβιετικοί, διαβλέποντας τις κακουχίες του πληθυσμού, πρότειναν στο επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων Πφέφερ – Βίλντενμπρουχ να σταλούν οι Ούγγροι στρατιώτες πίσω στα σπίτια τους και να παραδοθούν οι Γερμανοί με πλήρη σεβασμό και εγγυήσεις ασφάλεια και ευνοϊκή μεταχείριση. Οι ναζί όχι απλά αρνήθηκαν έστω και να σκεφτούν την πρόταση, αλλά σκότωσαν κατά παράβαση κάθε έννοιας πολεμικού δικαίου τους Σοβιετικούς απεσταλμένους καθώς επέστρεφαν.
Σύντομα η πόλη μετατράπηκε σε ένα απέραντο πεδίο των μαχών, συχνά σώμα με σώμα, και δρόμοι, πλατείες και αυλές γέμισαν πτώματα πεσόντων. Ο ίδιος ο υπουργός πολέμου του Σάλαζι, Κάρολι Μπερέγκφι, ενημέρωνε τους Γερμανούς για το μίσος που εξαπλωνόταν κατά των ναζί, αλλά και των Ούγγρων φασιστών στον άμαχο πληθυσμό. Ο ίδιος σημείωνε πως: “προκύπτει ότι οι Ρώσοι μοίρασαν τρόφιμα και τσιγάρα και έφεραν νερό στους κατοίκους. Για το λόγο αυτό από πολλές πλευρές οι Ρώσοι αναμένονται ως απελευθερωτές”.
Η ουγγρική κυβέρνηση αντέδρασε στοχοποιώντας τους εσωτερικούς εχθρούς της, ιδιαίτερα τους κομμουνιστές και τους 150000 Εβραίους της Βουδαπέστης. Οι Εβραίοι της πρωτεύουσας είχαν εξαιρεθεί από τη μαζική μεταφορά σχεδόν 500000 ομοθρήσκων τους τον Απρίλη του 1944 με προορισμό τα στρατόπεδα του θανάτου. Λόγω διεθνών αντιδράσεων η επιχείρηση αυτή είχε σταματήσει, χωρίς οι Γερμανοί να εγκαταλείψουν το στόχο της εξόντωσης όσων Εβραίων είχαν απομείνει στην Ουγγαρία. Καθώς η πολιορκία της πόλης καθιστούσε αδύνατη τη μεταφορά των Εβραίων έξω αυτή, δράση ανέλαβαν οι σύμμαχοι των ναζί στην κυβέρνηση Σάλαζι. Ούγγροι φασίστες, με ρητή ενθάρρυνση και υποστήριξη των Γερμανικών αρχών, επιτέθηκαν με μανία στους Εβραίους της Βουδαπέστης, συνήθως σφάζοντάς τους καταμεσής του δρόμου.
Όταν στις 13 Φλεβάρη του 1945 ο Πφέφερ Βίλντενμπρουχ εξαναγκαζόταν σε συνθηκολόγηση, το “μαργαριτάρι του Δούναβη” σε μεγάλο του μέρος είχε μετατραπεί σε σωρό ερειπίων, δίχως νερό, αέριο και ρεύμα. Οι Γερμανοί δεν άφησαν ούτε μία από τις περίφημες γέφυρες του Δούναβη στη θέση τους. Περίπου 38000 άμαχοι είχαν χάσει τη ζωή τους, όπως και 50000 Γερμανοί και Ούγγροι στρατιώτες. 80000 ήταν οι Σοβιετικοί και Ρουμάνοι στρατιώτες που θυσιάστηκαν για να τσακίσουν το φασισμό και να απελευθερώσουν τη Βουδαπέστη.
Αμέσως μετά τη μάχη, ο Γερμανός στρατηγός Βέλερ κατήγγειλε τον Ούγγρο επιλοχία Γκαντάρος, επειδή διέδιδε πως: “Η υπεράσπιση της Βουδαπέστης ήταν μια ανοησία. Οι Ρώσοι επανειλημμένα είχαν εξηγήσει στο ραδιόφωνο, πως ήθελαν να προστατέψουν τη Βουδαπέστη. Ο ουγγρικό πληθυσμός κατηγορεί τους Γερμανούς που καταστράφηκε η πρωτεύουσά τους… Πρέπει να ευχαριστήσουμε τους Σοβιετικούς, και μόνο που έμεινε όρθιο οτιδήποτε από την πόλη”.
Με πληροφορίες από το άρθρο του Martin Seckendorf “Verbrecherische Verteidigung”.