Στη μνήμη του Kurt Gossweiler
Ένα βιογραφικό σημείωμα του εμβληματικού Γερμανού μαρξιστή ιστορικού, Kurt Gossweiler, που έφυγε πλήρης ημερών από τη ζωή, τον περασμένο μήνα, πλησιάζοντας τα εκατό χρόνια.
Γεννήθηκε το 1917 στη Στουτγκάρδη, τις ίδιες μέρες που ξεσπούσε η Οχτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, σε μια οικογένεια δραστήρια στο κομμουνιστικό κίνημα της εποχής. Και οι δυο γονείς έγιναν τα επόμενα χρόνια μέλη του νεοϊδρυθέντος KK Γερμανίας. Το 1928 η οικογένεια μετακομίζει στο Βερολίνο. Το 1931, μαζί με τον φίλο και συμμαθητή του Werner Steinbrink αποφασίζουν να εγγραφούν στο σχολείο «Καρλ Μαρξ» του Βερολίνου, μια ιδιαίτερα φιλόδοξη προσπάθεια ριζοσπαστών και κομμουνιστών παιδαγωγών της εποχής, που ίδρυσαν και λειτούργησαν de facto το πρώτο ενιαίο (δωδεκάχρονο + 1 έτος) σχολείο της χώρας, εφαρμόζοντας δικές τους παιδαγωγικές μεθόδους, στο βαθμό που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό. Το ίδιο έτος γίνεται, μαζί με τον φίλο του Werner, μέλος της “Σοσιαλιστικής Μαθητικής Ένωσης”, μαθητικής οργάνωσης που κινείται κοντά στο ΚΚ Γερμανίας.
Με το ξεκίνημα της ναζιστικής περιόδου οργανώνονται ξανά μαζί στην παράνομη νεολαιίστικη οργάνωση του KPD, την KJVD. Ο Gossweiler συμμετέχει σε μια σειρά ριψοκίνδυνες αποστολές, μεταξύ άλλων και στη μεταφορά παράνομου προπαγανδιστικού και άλλου υλικού από το Παρίσι προς το Βερολίνο.
Με την αποφοίτησή του απο το σχολείο το 1937 ξεκινά σπουδές πολιτικής οικονομίας στο Βερολίνο. Το 1939 καλείται στο RAD, ένα είδος εξάμηνης «κοινωνικής εργασίας» από το οποίο περνούσαν υποχρεωτικά όλοι οι γερμανοί νεολαίοι στη φασιστική Γερμανία -και από την έναρξη του πολέμου και όλες οι νέες γυναίκες- πριν ξεκινήσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Στα τέλη του 1939 ξεκινά τη στρατιωτική του θητεία. Αρχικά στέλνεται στη Γαλλία και από τις αρχές του 1941 στην Πολωνία. Το 1941 ολοκληρώνει τις σπουδές του κατά τη διάρκεια φοιτητικής άδειας.
Εν τω μεταξύ ο παιδικός του φίλος και σύντροφός του Werner, ο οποίος συνέχιζε την παράνομη αντιστασιακή του δράση στο Βερολίνο, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους νεολαίους, κατά τον εμπρησμό αντισοβιετικής προπαγανδιστικής έκθεσης που προετοίμαζε το έδαφος για την επίθεση κατά της ΕΣΣΔ. Εκτελούνται τον Αύγουστο του 1942. Είναι η στιγμή που ο Gossweiler αποφασίζει πως πρέπει ν’ αυτομολήσει προς την ΕΣΣΔ και τον Κόκκινο Στρατό. Ειδοποιεί για την απόφασή του την οικογένεια και την αρραβωνιαστικιά του Edith Evers, η οποία αργότερα θα γινόταν γυναίκα του.
Προετοιμάζει την απόδρασή του και στην πρώτη ευκαιρία που του παρουσιάζεται, τον Μάρτη του 1943, αυτομολεί και παραδίδεται στον Κόκκινο Στρατό. Μεταφέρεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης Γερμανών πολεμικών αιχμαλώτων στην πόλη Taliza στην κεντρική Ασία. Εκεί παρακολουθεί την «Αντιφασιστική Σχολή Γερμανών πολεμικών αιχμαλώτων»*, στην οποία έπειτα διδάσκει από το 1944 ως το 1947. Επίσης εργάζεται στην «Εθνική Επιτροπή Ελεύθερης Γερμανίας»
Το 1947 επιστρέφει στο Βερολίνο και γίνεται μέλος του SED. Αρχικά εργάζεται ως δάσκαλος στην περιφερειακή κομματική σχολή και από το τέλος του 1948 ως το 1955 ως συνεργάτης της Επιτροπής Περιοχής του κόμματος στο Βερολίνο.
Μετά το 1955 ξεκινά η ακαδημαϊκή του πορεία, αρχικά ως επιστημονικού συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου. Το 1963 συγγράφει την διδακτορική του διατριβή «ο ρόλος του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη προετοιμασία κι εκτέλεση του «πραξικοπήματος του Ρεμ» (γνωστότερου ως «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών»)». Επιπλέον, καταθέτει το 1972 ως μεταδιδακτορική διατριβή (χωριστός ακαδημαϊκός τίτλος στην DDR) την έρευνά του «Τραπεζικοί όμιλοι, βιομηχαικά μονοπώλια και κράτος. Η οικονομία και πολιτική του γερμανικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού στα χρόνια 1914-1932».
Αυτός έμελλε να είναι και ο πυρήνας της επιστημονικής του έρευνας μέχρι την αντεπανάσταση του 1989-91: Ο ρόλος του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην ανάπτυξη και κυριαρχία του ναζισμού στη Γερμανία, καθώς και στην μετέπειτα κατεύθυνση εξέλιξής του. Κατά τον Gossweiler, σε όλη αυτή την πορεία υπήρχε σημαντική διαπάλη ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα του γερμανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου και ήταν αυτή η διαπάλη που επέφερε και τις πολιτικές «ανατροπές», όπως την επικράτηση του ναζιστικού κόμματος, ή τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών».
Από το 1970 μέχρι το 1983 εργάζεται ως επιστημονικός συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της Ακαδημίας Επιστημών της DDR. Το 1973 του απονέμεται το παράσημο πατριωτικής συνεισφοράς της DDR. Το 1988 το πανεπιστήμιο Humboldt τον ανακηρύσσει επίτιμο διδάκτορά του.
Μετά τις ανατροπές, αισθάνεται την ανάγκη να στρέψει αλλού το επίκεντρο της ερευνητικής του δραστηριότητας, πιο συγκεκριμένα στην ιστορική μελέτη του ρεβιζιονισμού στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και ιδιαίτερα στην ΕΣΣΔ. Όπως περιγράφει κι ο ίδιος: «Οι εμπειρίες κατά την παραμονή μου στην ΕΣΣΔ εμπέδωσαν όχι μόνο την κομμουνιστική μου κοσμοαντίληψη, αλλά και την βεβαιότητα πως η χώρα ακολουθούσε σωστά το δρόμο που είχε πρωτοχαράξει ο Λένιν. Επίσης διευκόλυναν να αντιληφθώ πολύ νωρίς, πως υπό την ηγεσία του Χρουτσώφ και με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της λεγόμενης «προσωπολατρίας», το ΚΚΣΕ ξεκίνησε να βαδίζει το δρόμο της ρήξης με τον Μαρξισμό-Λενινισμό και της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Βέβαια για πάρα πολύ καιρό –μέχρι το 1988- ήμουν βαθιά πεπεισμένος πως το τελευταίο θα στεκόταν αδύνατο».
Πράγματι, όπως φαίνεται στο δίτομο έργο του «Die Taubenfußchronik» (εναλλακτικός τίτλος «η Χρουστσοφιάδα»), όπου ο Gossweiler συγκεντρώνει, πέρα από ντοκουμέντα της εποχής, αποσπάσματα από το προσωπικό του ημερολόγιο, σημειώσεις και αλληλογραφία του των χρόνων 1953-1957 (τόμος 1) και 1957-1976 (τόμος 2), μέσω των οποίων γίνεται φανερό πως υπήρξε από εκείνους που διέβλεπαν από πολύ νωρίς την επικίνδυνη πορεία που είχε πάρει το ΚΚΣΕ και η ΕΣΣΔ.
Μετά την αντεπανάσταση στην DDR παρέμεινε για κάποια χρόνια ακόμη μέλος του κόμματος που διαδέχθηκε το SED, το PDS, προσπαθώντας με παρεμβάσεις του να αναστρέψει τον οπορτουνιστικό μετασχηματισμό αυτού. Αποχώρησε από το συγκεκριμένο κόμμα το 2001.
Τα περισσότερα έργα του επανεκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια από τις εκδόσεις “Papy–Rossa”.
*Οι «αντιφασιστικές σχολές» ιδρύθηκαν και λειτούργησαν από την Κομμουνιστική Διεθνή στην ΕΣΣΔ κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Απευθύνονταν στους πολεμικούς αιχμαλώτους των δυνάμεων του Άξονα, από τους οποίους υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες στα εδάφη της ΕΣΣΔ. Με την διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1943, την ευθύνη λειτουργίας τους αναλαμβάνει η «Εθνική Επιτροπή Ελεύθερης Γερμανίας», μια αντιστασιακή αντιφασιστική γερμανική οργάνωση «πολεμικών αιχμαλώτων» με πυρήνα μέλη του παράνομου ΚΚ Γερμανίας. Οι σχολές είχαν τετράμηνη διάρκεια φοίτησης. Λειτούργησαν μέχρι και το 1949, ενώ μέχρι το 1946 τις είχαν παρακολουθήσει πάνω από 8000 φαντάροι. Ο Walter Ulbricht, μετέπειτα πρόεδρος της DDR, συνόψιζε τον στόχο των σχολών ως εξής: «Ν’ αξιοποιηθεί η παραμονή των φαντάρων στα στρατόπεδα της ΕΣΣΔ, ώστε όσο το δυνατόν περισσότεροι να γυρίσουν στη Γερμανία ως μαχητικοί αντιφασίστες». Η παρακολούθηση αυτών των σχολών θεωρούνταν ιδιαίτερα τιμητική στην κατοπινή DDR, ενώ αντίστοιχα φαντάροι που είχαν παρακολουθήσει τις σχολές αυτές κι επέστρεφαν στην ΟΔΓ αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, ως πιθανοί σοβιετικοί πράκτορες.