Στο “Άδυτο” της Στάζι – Αν οι “Ζωές των άλλων” ήταν μουσείο (ΦΩΤΟ)
Μια παρουσίαση του Μουσείου της Στάζι στο Βερολίνο με αφορμή τα 67 χρόνια από την ίδρυση της υπηρεσίας στη ΓΛΔ.
Η λέξη “Στάζι” (Stasi) αποτελεί σύντμηση του όρου “Staatsicherheitsdienst”(Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας) αλλά και συνώνυμο του Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας (MfS) της ΓΛΔ. Για δεκαετίες, κι ακόμα εντονότερα μετά τη γερμανική επανένωση, η συγκεκριμένη υπηρεσία, με εκτεταμένες αρμοδιότητες κατασκοπίας, αντικατασκοπίας και αντιμετώπισης εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων ενάντια στη χώρα, δαιμονοποιείται περισσότερο ακόμα κι από άλλες αντίστοιχες υπηρεσίες σοσιαλιστικών χωρών, με την εξαίρεση πιθανόν της NKVD. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που η διαχείριση της μνήμης από τη γερμανική άρχουσα τάξη δεν μπορούσε να αφήνεται μόνο στον ιδιωτικό τομέα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ταινία “Οι ζωές των άλλων”, αλλά έπρεπε να λάβει πιο θεσμικό χαρακτήρα.
Το Μουσείο Στάζι αποτελεί έναν τέτοιο καρπό “σύμπραξης” ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, αφού οι απαρχές του εντοπίζονται ήδη το Νοέμβρη του 1990, όταν η ASTAK, η “Αντισταλινική δράση”, μια από τις ποικίλες αντικαθεστωτικές οργανώσεις που ξεφύτρωναν σα μανιτάρια στο λυκόφως της ΓΛΔ, μετέτρεπε τα πρώην γραφεία του επικεφαλής της Στάζι Έριχ Μίλκε στο Βερολίνο σε “χώρο μνήμης και έρευνας”, ο οποίος κατά διαστήματα φιλοξενούσε περιοδικές εκθέσεις. Η ολοκλήρωση της μόνιμης έκθεσης, με τον εύγλωττο τίτλο “Κρατική ασφάλεια στη δικτατορία του SED” έγινε μόλις το 2015, σε συνεργασία με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσίας Αρχείων Στάζι κι έκτοτε υποδέχεται Γερμανούς και ξένους επισκέπτες σε καθημερινή βάση, με καθημερινές οργανωμένες ξεναγήσεις σε διάφορες γλώσσες, και φυσικά δίγλωσση παρουσίαση των εκθεμάτων σε γερμανικά και αγγλικά. Σε αντίθεση με το μουσείο της ΓΛΔ στην ίδια πόλη, που διαρθρώνεται περισσότερο ως μια αντικομμουνιστική “Ντίσνεϋλαντ”, το μουσείο Στάζι, λόγω και της θεματολογίας του, είναι επίτηδες φτιαγμένο ώστε να δημιουργεί στον επισκέπτη ένα αίσθημα ψυχοπλακώματος και εκφοβισμού, αντίστοιχο με αυτό που – υποτίθεται – ότι έσκιαζε τον ανατολικογερμανικό λαό από την “πανταχού παρούσα” υπηρεσία κρατικής ασφάλειας. Πολύ χαρακτηριστικό είναι ότι οι διάδρομοι μεταξύ των αιθουσών φέρουν συνθήματα όπως “Προδότη”, “Εχθρέ του λαού”, και άλλα παρόμοια και ψυχολογικά υποβλητικά.
Η οργάνωση του μουσείου είναι θεματική και εκτός από τα εκθέματα μπορεί κανείς να ακούσει μαρτυρίες ανθρώπων που βρέθηκαν στο στόχαστρο της Στάζι, για λιγότερο ή περισσότερο σοβαρούς λόγους, αλλά και τη φωνή του ίδιου του Έριχ Μίλκε, που έξαλλος ακούγεται να φωνάζει σε συνεργάτες του πως πρέπει “να τουφεκιστούν οι προδότες”. Εικάζουμε ότι οι ηγέτες μυστικών υπηρεσιών στη Δύση στις ιδιωτικές τους συζητήσεις ζητούσαν να δίδονται λουλούδια στους αντιπάλους τους. Στην πραγματικότητα, η κρατική πολιτική στο ζήτημα δεν καθοριζόταν φυσικά από τις συναισθηματικές εκρήξεις οποιουδήποτε αξιωματούχου, όσο ψηλά κι αν βρισκόταν. Το σύνολο των εκτελέσεων στη ΓΛΔ ανέρχεται σε περίπου 160 (από 227 θανατικές καταδίκες αρχικά) σε όλο το διάστημα από το 1949 ως το 1981, ενώ επίσημα η θανατική ποινή καταργήθηκε το 1987. Για να καταλάβουμε την τάξη μεγέθους, μιλάμε για λιγότερες εκτελέσεις από όσες πραγματοποιήθηκαν μόνο στην πολιτεία του Τέξας από το 2008 ως το 2019 (168 άτομα). Η συντριπτική πλειονότητα των εκτελέσεων πραγματοποιήθηκε ως το 1959 και σε μεγάλο βαθμό αφορούσε ναζί εγκληματίες, ακολουθούσαν κατηγορίες για κατασκοπία και σπανιότερα ειδεχθή εγκλήματα, κυρίως σεξουαλικού χαρακτήρα. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι περιπτώσεις που ανακύπτουν αμφιβολίες για τη διάπραξη των αποδιδόμενων αδικημάτων κυριολεκτικά ανέρχονται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κατά καιρούς διαβάζει κανείς σε δυτικογερμανικά μέσα για “μυστικές δολοφονίες της Στάζι”, όπως για παράδειγμα με τη χρήση ραδιενεργούς ακτινοβολίας σε βάρος πρώην πολιτικών κρατούμενων της ΓΛΔ, οι έρευνες των αρχών ωστόσο ποτέ δε βρήκαν αποδείξεις για τους ισχυρισμούς, ενώ και η επιστημονική κοινότητα αντιμετώπισε με σκεπτικισμό, αν όχι και με θυμηδία, τους ισχυρισμούς πως θα μπορούσε να υπάρξει τέτοιας έκτασης ακτινοβολία χωρίς να το πάρουν είδηση οι κρατούμενοι.
Είναι γεγονός πάντως ότι και η ίδια η μόνιμη έκθεση κατά βάση αποφεύγει να χαρακτηρίσει βίαιες τις μεθόδους της Στάζι, δίνοντας έμφαση στις ψυχολογικές τεχνικές της υπηρεσίας, γνωστές ως “αποσάθρωση” (Zersetzung), που παρουσιάζονται φυσικά ως κάτι πολύ τρομαχτικό και με ανυπολόγιστες συνέπειες στα – πάντα και α πριόρι αθώα – θύματα. Αντίθετα, υπάρχει αίθουσα αφιερωμένη στους “θύτες”, όπως είναι και ο τίτλος της αντίστοιχης θεματικής ενότητας, που αναφέρεται φυσικά στους ιδρυτές και τα ηγετικά στελέχη της Στάζι από την ίδρυση ως τη διάλυσή της. Εκεί μαθαίνουμε ότι τα πρώτα στελέχη “ελέγχθηκαν αυστηρά από σοβιετικές και γερμανικές υπηρεσίες”, με κριτήρια αποκλεισμού το ναζιστικό παρελθόν, τις οικογενειακές σχέσεις με τη Δύση, ή το να υπήρξαν αιχμάλωτοι των Δυτικών Συμμάχων στον πόλεμο. Σημειώνεται επίσης ότι οι περισσότεροι είχαν εκπαιδευτεί στη Σοβιετική Ένωση, και “είχαν ζήσει στο πετσί τους διώξεις, συλλήψεις και βασανιστήρια του ναζιστικού καθεστώτος”. Όλα αυτά τη στιγμή που η υπηρεσία πληροφοριών της ΟΔΓ (BND), αποτελούσε προνομιακό πεδίο πρώην συνεργατών των ναζί, με προεξάρχοντα τον επί χρόνια επικεφαλής της, υπεύθυνο της ναζιστικής στρατιωτικής κατασκοπίας στο ανατολικό μέτωπο, Ράινχαρντ Γκέλεν.
Στις υπόλοιπες αίθουσες, μπορεί να δει κανείς αναμνηστικά και διακοσμητικά της Στάζι, υπηρεσιακές εκθέσεις, στολές αξιωματικών της, φωτογραφικό υλικό διάσημων κατασκόπων της ΓΛΔ, αλλά και “ανεπίσημων συνεργατών” (IM), γύρω από τους οποίους στηρίχτηκε κυρίως το αφήγημα για το “πανίσχυρο κράτος παρακολούθησης” που κατασκόπευε “γείτονες, συγγενείς, φίλους και συζύγους”. Πράγματι το δίκτυο των ανεπίσημων συνεργατών ήταν αρκετά εκτεταμένο (κι εκτεινόταν και στη Δυτική Γερμανία), φτάνοντας κατά κάποιους υπολογισμούς ως και 200.000 χιλιάδες κατ’ έτος, για ένα μέσο διάστημα συνεργασίας 6 ως 10 ετών, ενώ συνολικά λέγεται πως περίπου 600.000 άνθρωποι πρόσφεραν τη συνεργασία τους στη Στάζι. Και τονίζω το “πρόσφεραν” γιατί σήμερα πλέον είναι κοινά αποδεκτό ότι η συντριπτική πλειονότητα των ανεπίσημων συνεργατών ήρθαν οι ίδιοι σε επαφή με το Υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας, για ιδεολογικούς λόγους, ενώ πολύ σπανιότερες ήταν οι περιπτώσεις υλικών ανταμοιβών ή εξαναγκασμού σε συνεργασία. Από αυτή την άποψη, η ύπαρξη αυτού του πολυάριθμου δικτύου αποτελεί από μόνο του τεκμήριο σημαντικής κοινωνικής αποδοχής του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τεχνολογικός εξοπλισμός παρακολουθήσεων της Στάζι, παρότι σε μια εποχή που μπορεί να καταγραφεί κάθε ιντερνετική αναζήτηση δισεκατομμυρίων χρηστών ανά πάσα στιγμή στον κόσμο, οι ισχυρισμοί περί “πανίσχυρου κράτους παρακολούθησης” προκαλούν μόνο ειρωνικό γέλιο.
Αν παραβλέψει κανείς το επίσημο αφήγημα των υπεύθυνων του μουσείου και αφήσει τα ίδια τα εκθέματα να μιλήσουν, θα διαπιστώσει ότι η Στάζι κάθε άλλο παρά “μυστική” ήταν. Αντίθετα είναι πολύ φανερή η προσπάθειά της να είναι ορατή και σε σύνδεση με την κοινωνία της ΓΛΔ, η περηφάνια με την οποία παρουσίαζε το ρόλο της ως “σπαθί και ξίφος” του κόμματος. Ξεκάθαρος είναι και ο καθαρά αμυντικός χαρακτήρας της Στάζι, απέναντι σε εσωτερικές και εξωτερικές απειλές, που μόνο “σταλινική παράνοια” δε συνιστούσαν.
Η επιβίωση της ΓΛΔ για όσο διήρκεσε, οφείλει πολλά στη δράση της Στάζι και δίκαια συγκεντρώνει το μίσος των αντιπάλων του σοσιαλισμού ως σήμερα. Όσο μεγάλη όμως και αν ήταν η ικανότητα των στελεχών και των μεθόδων της, που αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι κατά διαστήματα έως και 90% των κατασκόπων της δυτικογερμανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ήταν παράλληλα διπλοί πράκτορες για λογαριασμό της Στάζι, σαφώς και δεν κατάφερε να αποτρέψει τις ανατροπές του ’89 – ’90. Γεγονός απόλυτα λογικό, γιατί, σε αντίθεση με την παρουσίαση πολλών αστών ιστορικών και δημοσιολόγων, δεν αποτελούσε κάποιο “κράτος εν κράτει”, αλλά θεσμικό όργανο που υποτασσόταν σε πολιτικές αποφάσεις. Δεν είναι τυχαίο που οι επιθέσεις στη Στάζι, με αποκορύφωμα την ανεμπόδιστη λεηλασία του Υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας στο Βερολίνο στις 15 Γενάρη 1990 από “ομάδες πολιτών”, εντείνονται υπό την ανοχή ως και την ενθάρρυνση της πολιτικής ηγεσίας της ΓΛΔ, στο βαθμό που η τελευταία προσανατολιζόταν πλέον στην ανατροπή του σοσιαλισμού και εντέλει στην προσάρτηση της χώρας από την ΟΔΓ.
Αυτό προφανώς δε σημαίνει κάποιου είδους αγιοποίηση της Στάζι, άρνηση των υπερβάσεων και των ακροτήτων που διαπράχθηκαν μέσα σε ένα ασφυκτικό ψυχροπολεμικό περιβάλλον. Το ιδανικό των κομμουνιστών είναι και παραμένει πάντα ο μαρασμός του κράτους, άρα και των αμυντικών κι αναπότρεπτα κατασταλτικών, άρα και καταπιεστικών μηχανισμών που το συνοδεύουν. Για όσο υπάρχουν σοσιαλιστικά κράτη και είναι βέβαιο πως θα υπάρξουν ξανά πολλά στο μέλλον, αποτελεί εθελοτυφλία και προδιαγεγραμμένη αυτοκτονία η πεποίθηση ότι μπορούν να επιβιώσουν χωρίς την ύπαρξη τέτοιων μηχανισμών.