Στου Όθωνα τα χρόνια – Η Αντιβασιλεία, το πρώτο σύνταγμα, η Μεγάλη Ιδέα και η εκδίωξη από την Ελλάδα
Αν κι επιλέχθηκε με βασικό κριτήριο να είναι άθυρμα των Μεγάλων εγγυητριών Δυνάμεων της εποχής, ο Όθων, παρά τις κατά κοινή ομολογία μέτριες προσωπικές του ικανότητες, μόνο αμέτοχος δεν αποδείχθηκε στα θέματα της διακυβέρνησης, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα
Σαν χθες το 1815 ερχόταν στον κόσμο ο Όθωνας Α’, πρώτος βασιλιάς του άρτι ιδρυθέντος νεοελληνικού κράτους, εγκαινιάζοντας τα περίπου 140 χρόνια κατά τα οποία, με εξαίρεση την περίοδο της Α’ Ελληνικής δημοκρατίας της περιόδου 1924-1935, η χώρα είχε ως αργηχό κράτους κάποιον μονάρχη. Αν κι επιλέχθηκε με βασικό κριτήριο να είναι άθυρμα των Μεγάλων εγγυητριών Δυνάμεων της εποχής, ο Όθων, παρά τις κατά κοινή ομολογία μέτριες προσωπικές του ικανότητες, μόνο αμέτοχος δεν αποδείχθηκε στα θέματα της διακυβέρνησης, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Ασπάστηκε με πάθος τη “Μεγάλη Ιδέα”, ενώ και μετά την έξωσή του το 1862 εξακολούθησε να είναι συναισθηματικά δεμένος με τη χώρα, ζητώντας να ταφεί με τη φουστανέλα του, όπως κι έγινε.
Γεννήθηκε στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας, ως δεύτερος γιος του μετέπειτα βασιλέα της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’ και της συζύγου του πριγκίπισας Θηρεσίας της Σαξονίας και του Χιλντμπουργκχάουζεν. Την εκπαίδευσή του ανέλαβαν λόγιοι και φιλόσοφοι όπως ο Φρήντριχ Σέλινγκ, ο φιλέλληνας Φρειδερίκος Θιέρσος (Τιρς) και ο Γκέοργκ φον Έτλ, μετέπειτα επίσκοπος του Άιχστετ. Ο κλασικισμός, δηλαδή ο θαυμασμός για την αρχαία Ελλάδα, αλλά και η συγκίνηση για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων διαμόρφωσαν το νεαρό πρίγκηπα. Πολιτικά εμπνεόταν από τις αρχές της πεφωτισμένης δεσποτείας, βάσει της οποίας ο καλά εκπαιδευμένος μονάρχης όφειλε να βελτιώνει τις συνθήκες ζωής των υπηκόων του, απαιτώντας ωστόσο ως αντάλλαγμα την απόλυτη υπακοή στα κελεύσματά του.
Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φλεβάρη 1830, η μικρή Ελλάδα άρχισε να αποκτά διεθνή αναγνώριση.Μετά τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και την αστάθεια που επικράτησε, οι Δυνάμεις(Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) παρενέβησαν ακόμα πια ενεργά στα εσωτερικά ζητήματα, προτείνοντας τη σύγκληση εθνοσυνέλευσης για την εκλογή ενός Ευρωπαίου ηγεμόνα. Αρχικά το στέμμα είχε προταθεί στον μετέπειτα βασιλέα του Βελγίου Λεοπόλδου καθώς και στο θείο του Όθωνα, πρίγκηπα Κάρολο της Βαυαρίας, που το απέρριψαν. Για λόγους ισορροπίας μεταξύ των ανταγωνιστικών μεταξύ τους Μεγάλων Δυνάμεων αποκλείονταν εξαρχής οι δυναστείες που συνδέονταν άμεσα με τις επιμέρους χώρες. Ιδιαίτερη παρασκηνιακή πίεση στην επιλογή του Όθωνα άσκησε ο ίδιος ο Θιέρσος, ενώ ρόλο έπαιξε και η φιλελληνική στάση του πατέρα του Λουδοβίκου, που θεωρούνταν πως θα καταστούσε ευκολότερα αποδεκτή την επιβολή της μοναρχίας στην Ελλάδα.
Καθότι ο νεαρός πρίγκηπας ήταν ακόμα ανήλικος, τις διαπραγματεύσεις ανέλαβε ο πατέρας του, ζητώντας κάποιες διευθετήσεις στα βόρεια σύνορα του βασιλείου και ένα δάνειο 6- εκατομμυρίων φράγκων, ενώ με τη σειρά του και οι Δυνάμεις έθεσαν τους δικούς τους όρους: Ο Όθωνας δεσμευόταν να μην προχωρήσει σε καμία εχθρική ενέργεια κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που είχε αντανάκλαση και στον επίσημο τίτλο του “Βασιλεύς της Ελλάδος” και όχι των “Ελλήνων”, που θα παρέπεμπε σε αλυτρωτικές βλέψεις του νέο μονάρχη και του κράτους. Ο Όθωνας ήλθε στην Ελλάδα συνοδευόμενος από σώμα περίπου 3500 χιλιάδων Βαυαρών, που αποτέλεσαν βάση μιας γερμανικής παροικίας ίχνη της οποίας θα επιβίωναν ως και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Παλαιό Ηράκλειο, όταν οι γερμανικές κατοχικές αρχές έπεισαν ορισμένες οικογένειας απογόνων να μεταναστεύσουν στη Γερμανία. Γνωστές οικογένειες, όπως οι Νέζερ (με παράδοση στην ηθοποιία) και οι Φιξ (του γνωστού βιομηχάνου μπύρας) έλκουν την καταγωγή τους από τότε.
Το δεύτερο πρωτόκολλο του Λονδίνου, που επικυρώθηκε από την ελληνική εθνοσυνέλευση στις 8 Αυγούστου 1832, ανακήρυξε τον Όθωνα βασιλιά της Ελλάδας. Ο νεαρός άνακτας έφτασε στην τότε πρωτεύουσα, το Ναύπλιο, στις 6 Φλεβάρη 1833. Τα πρώτα χρόνια η διακυβέρνηση ασκούνταν στο όνομά του από τη βαυαρική αντιβασιλεία, την τετρανδρία των Γιόζεφ Άρμανσπεργκ, Γκέοργκ Μάουερ, Κάρολο φον Άμπελ και Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ. Η αντιβασιλεία δεν ήταν αγαπητή στο μεγαλύτερο μέρος του λαού καθώς και των αγωνιστών του ’21, που έβλεπαν σε σημαντικό βαθμό να παραγκωνίζονται κατά τη διαδικασία συγκρότησης του νέου κρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού, συχνά προς όφελος Βαυαρών που κατέφθαναν μαζικά στο βασίλειο. Διαβόητη ήταν η δίκη κατά των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, που καταδικάστηκαν σε θάνατο, μέχρι τη μετατροπή της ποινής του σε 20ετή κάθειρξη λόγω της διαφωνίας των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη, με τον Όθωνα τελικά να απονέμει χάρη.
Η προσπάθειά των αντιβασιλέων να εφαρμόσουν πιστά τα βαυαρικά διοικητικά και νομικά πρότυπα στη χώρα, περιλαμβανομένου ακόμα και του “νόμου περί καθαρότητας της μπίρας”, έδειχνε σαφώς άγνοια για την ελληνική πραγματικότητα, παρότι σηματοδότησε και κάποια βήματα αστικού εκσυγχρονισμού, που είχαν εγκαταλειφθεί μετά τις πρώτες δειλές απόπειρες του Καποδίστρια. Σύντομα εξάλλου τα μέλη της αντιβασιλείας διασπάστηκαν από εσωτερικές έριδες, που αφορούσαν την πρόσδεση μιας μερίδας με το ρωσικό και της άλλης με το γαλλικό κόμμα, κάτι που οδήγησε τελικά στην αντικατάσταση των γαλλόφιλων Μάουρερ και Άμπελ.
Το κλασικιστικό πνεύμα που διέπνεε την ελληνική μοναρχία διακρίνεται τόσο από την απόφαση μεταφοράς της πρωτεύουσας στην Αθήνα το 1834, όσο και στην εκπόνηση μεγαλεπήβολων νεοκλασικιστικών αρχιτεκτονικών σχεδίων, που εν μέρει υλοποιήθηκαν, με πρωταγωνιστή τον Ερνέστο Τσίλερ. Τα χειρότερα γλίτωσε ο βράχος της Ακρόπολης, όπου αρχικά σχεδιαζόταν να δημιουργηθούν τα ανάκτορα του Όθωνα, που τελικά χτίστηκαν στο σημερινό κτίριο της βουλής.
Στα 20ά του γενέθλια, ενήλικος πια ο Όθων Α’ ανέλαβε στις 1 Ιούνη 1835 μόνος του τα ηνία της διακυβέρνησης, ως “ελέω Θεού” μονάρχης της Ελλάδα. Από τη μια πιστός στις απολυταρχικές του ιδέες αρνούνταν την παραχώρηση συντάγματος, από την άλλη δεν κατόρθωσε να αποκτήσει πολιτική επιρροή τέτοια που να του επιτρέπει να υλοποιήσει στην πράξη τις φιλοδοξίες του για πλήρη κυριαρχία.
Ο Άρμανσπεργκ ονομάστηκε πρωθυπουργός σε ένα υπουργικό σχήμα που εξακολουθούσε να αποτελείται αποκλειστικά από Βαυαρούς, δίδοντας σε όλη την περίοδο το χαρακτηρισμό “Βαυαροκρατία”. Σύντομα ωστόσο ο πρωθυπουργός ανατράπηκε, μετά από ένα σύντομα διάστημα απουσίας του Όθωνα στη Γερμανία. Το σύστημα διοίκησης άρχισε σταδιακά να παγιώνεται, δυσκολότερα όμως ήταν τα πράγματα σε ό,τι αφορούσε τη συγκρότηση τακτικού στρατού, ο οποίος και αριθμητικά υπολειπόταν του επιδιωκόμενου στόχου των 9400 ανδρών και επιβάρυνε μέσω της χρήσης Βαυαρών μισθοφόρων τον κρατικό προϋπολογισμό υπέρμετρα. Από την άλλη, παλιοί αγωνιστές, οργανωμένοι σε πολιτοφυλακές εξακολουθούσαν να εξεγείρονται στην ύπαιθρο, διαμαρτυρόμενοι για την εγκατάλειψή τους, συχνά επίσης στρεφόμενοι στη ληστεία, που θα αποτελούσε ενδημικό πρόβλημα, ιδίως της υπαίθρου καθ’όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και σε εξασθενημένη μορφή ως και το μεσοπόλεμο.
Η οικονομία βρισκόταν επίσης σε πολύ κακή κατάσταση, με μια χώρα αραιοκατοικημένη, χωρίς οδικό ή σιδηροδρομικό δίκτυο και υποδομές γενικότερα, ενώ άλυτο παρέμενε το ζήτημα της αναδιανομής των λεγόμενων “εθνικών γαιών”. Η Ελλάδα βασιζόταν οικονομικά στα δάνεια των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως της Βρετανίας και ιδίως του τραπεζικού οίκο Ρότσιλντ. Μετά από μια περίοδο συνεχώς διευρυνόμενου ελλείμματος το 1840 επετεύχθη ο πρώτος ισοσκελισμένος προϋπολογισμός στην ιστορία του κράτους, σύντομα όμως άρχισαν να συσσωρεύονται και νέα χρέη, ενώ το πρόγραμμα επενδύσεων του Όθωνα, στηριγμένο μεταξύ άλλων σε δάνεια του πατέρα του, χρεώνοντας βαριά την Ελλάδα έναντι της Βαυαρίας, αλλά και στη συμμετοχή Ελλήνων αστών της διασποράς, έδινε λίγους καρπούς, που κι αυτοί συνήθως φάνηκαν σε βάθος δεκαετιών, μετά την πτώση του μονάρχη.
Στις 22 Νοέμβρη 1836 ο Όθων παντρεύτηκε την ευφυή, επίσης ιδιαίτερα συντηρητική πολιτικά Αμαλία του Όλντενμπουργκ, που αναμείχθηκε έντονα στη δημόσια ζωή της χώρας, κερδίζοντας συμπάθειες αλλά και έντονες επικρίσεις. Το ζευγάρι ήταν άτεκνο, κάτι που δημιούργησε θέματα διαδοχής, που επιλύθηκαν με την ανάθεση της σε έναν νεαρότερο αδελφό του Όθωνα.
Ο Όθωνας συνέχισε τη σημαντικότερη ίσως τομή της βαυαρικής αντιβασιλείας, δηλαδή τη δημιουργία του αυτοκέφαλου της Ελλαδικής Εκκλησίας, που προκάλεσε για δεκαετίες ρήξη με το Οικουμενικό πατριαρχείο. Κατά παρέκκλιση του ορθόδοξου κανονικού δικαίου, ο Όθωνας είχε ονομαστεί επικεφαλής της εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η νομιμοφροσύνη της έναντι του κράτους. Το 1850 ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών ορίστηκε επικεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος, μεταρρύθμιση που κρατά μέχρι σήμερα, αν και τότε ο βασιλιάς διατηρούσε δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) στις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου.
Στον τομέα της παιδείας, το σημαντικότερο ίσως επίτευγμα ήταν η ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Πολυτεχνικού Σχολείου, όπως ονομαζόταν τότε, και της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών το 1837, ενώ πέντε χρόνια αργότερα ιδρύθηκε και το Εθνικό Αστεροσκοπείο.
Σταθμός της βασιλείας του Όθωνα υπήρξε φυσικά το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το οποίο έγινε τη στιγμή που αποσύρθηκαν οι τελευταίες βαυαρικές στρατιωτικές δυνάμεις από την Ελλάδα, αφήνοντας τον βασιλιά χωρίς αξιόπιστη στρατιωτική προστασία. Ο Μονάρχης εξαναγκάστηκε τελικά να παραχωρήσει το 1944 το πρώτο σύνταγμα του νεοελληνικού κράτους, που όριζε το πολίτευμα ως συνταγματική μοναρχία και, παρά το συντηρητισμό του, αποτελεί τομή στην ιστορία όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, καθώς για πρώτη φορά θέσπιζε με λίγες εξαιρέσεις το καθολικό δικαίωμα ψηφοφορίας για άρρενες άνω των 25 ετών.
Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, όπως είπαμε ο Όθωνας επηρεάστηκε έντονα από τη Μεγάλη Ιδέα, η οποία εξάλλου διατυπώθηκε για πρώτη φορά επίσημα από τον πρωθυπουργό του, αρχηγό του γαλλικού κόμματος Ιωάννη Κωλέττη το 1844. Η Βρετανική Αυτοκρατορία φρόντιζε ωστόσο να θέτει από καιρού εις καιρόν αυστηρά όρια στην “περιπετειώδη” διάθεση του μονάρχη, όπως το 1841, όταν έστειλε στόλο στον Πειραιά μετά από απόπειρα προσάρτησης της Κρήτης, όπως και στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), όπου ο Όθωνας υποστήριξε με ενθουσιασμό τη ρωσική πλευρά, με την αποστολή “εθελοντών” στο πλευρό των Ρώσων, ευελπιστώντας σε νίκη του τσάρου και συμμετοχή στη λεία από οθωμανικά εδάφη που θα κατακτώνταν. Αυτό προκάλεσε παρέμβαση του γαλλο-βρετανικού στόλου που απέκλεισε τον Πειραιά και κατέλαβε την πρωτεύουσα, επιβάλλοντας την πρωθυπουργία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, πρέσβη της Ελλάδας στη Μ. Βρετανία και εξαναγκάζοντας τον Όθωνα σε διακήρυξη ουδετερότητας. Είχε προηγηθεί η πολύκροτη υπόθεση Πατσίφικο, όταν και πάλι ο βρετανικός στόλος απέκλεισε τον Πειραιά ως το 1850, μετά από επίθεση που είχε δεχθεί το σπίτι του δον Πατσίφικο, εβραϊκής καταγωγής Βρετανού υπήκοου, τοκογλύφου και πρώην πρόξενου της Πορτογαλίας.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του σημαδεύονται από πολύπλευρη οικονομική και πολιτική κρίση, που οδήγησαν σε κατακόρυφη πτώση της δημοφιλίας του. Η εξέγερση που ξέσπασε το 1862, κατά τη διάρκεια περιοδείας του βασιλικού ζεύγους, σήμανε και την απόσυρση της εμπιστοσύνης των Μεγάλων Δυνάμεων στο πρόσωπό του, που τον φυγάδευσαν με βρετανικό πλοίο, καθώς ακόμα και το πλήρωμα του βασιλικού πλοίου κρίνονταν πολιτικά αναξιόπιστο. Μαζί του πήρε τα διαμάντια του στέμματος, που είχε φέρει το 1832 από τη Βαυαρία, τα οποία παραδόθηκαν 97 χρόνια αργότερα στο βασιλιά Παύλο από τον τότε πρίγκηπα της Βαυαρίας Αλβέρτο. Όθωνας και Αμαλία επέστρεψαν στη Βαυαρία, όπου έζησαν στη Βαμβέργη. Καθημερινά ως το θάνατό τους είχαν καθιερώσει να μιλούν μεταξύ 6 και 8 το απόγευμα αποκλειστικά ελληνικά, ενώ οι 50 αυλικοί τους έφεραν ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές. Το 1866, στη διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης, χρηματοδότησε την αποστολή ενός φορτίου όπλων στους εξεγερμένους, ενώ κατά την παράδοση ξεψύχησε με τα λόγια “Ελλάδα μου, αγαπημένη μου Ελλάδα”, ζητώντας να τον θάψουν με τη φουστανέλα. Έφυγε από τη ζωή στις 26 Ιούλη 1867 και τάφηκε όπως και η Αμαλία στον οικογενειακό τάφο της δυναστείας των Βίτελσμπαχ στο κέντρο του Μονάχου.