Στρατηγός Σουχάρτο: Θεμελιώνοντας μια δικτατορία πάνω στο αίμα των Ινδονήσιων κομμουνιστών
Ένας στυγνός δικτάτορας που υμνήθηκε από τη Δύση, έχοντας εξολοθρεύσει Ινδονήσιους κομμουνιστές, κι έχοντας εφαρμόσει πρακτικές εθνοκάθαρσης εντός κι εκτός της επικράτειας της χώρας.
Ο στρατηγός Σουχάρτο, γεννημένος σαν σήμερα το 1921, υπήρξε ένας από τους πιο αιμοσταγείς ηγέτες του 20ου αιώνα, καθώς είναι προσωπικά υπεύθυνος για ένα από τα μαζικότερα εγκλήματα της ιστορίας, τη σφαγή των κομμουνιστών της Ινδονησίας το 1965, που αποτέλεσε και το πρώτο βήμα για την εδραίωση της σκληρής δικτατορίας του, η οποία έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο δυτικό κόσμο, ακριβώς λόγω του άτεγκτου αντικομμουνιστικού της χαρακτήρα, σε συνδυασμό με την πολιτική ακραίου νεοφιλελευθερισμού που διευκόλυνε την απόβαση ξένων επενδυτών στη χώρα.
Ο Σουχάρτο γεννήθηκε στο χωριό Κεμουσούκ της υπό ολλανδική κυριαρχία Ινδονησίας, από γονείς μουσουλμάνους της Ιάβας. Εκείνοι χώρισαν όταν εκείνος ήταν βρέφος, κι έτσι μεγάλωσε σε ανάδοχες οικογένειες. Στη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής της Ινδοησίας, υπηρέτησε στις διοικούμενες από τους Ιάπωνες μονάδες ασφαλείας. Συμμετείχε στον αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας και μπήκε στον νεοϊδρυμένο στρατό της Ινδονησίας, κατακτώντας το βαθμό του στρατηγού στη διάρκεια του πολέμου κατά της Ολλανδίας.
Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος κατά της κυβέρνησης Σουκάρνο από το λεγόμενο “Κίνημα της 30ης Σεπτέμβρη” ο Σουχάρτο ηγήθηκε της μαζικής επιχείρησης κατά των κομμουνιστών, τους οποίους ενοχοποίησε για το πραξικόπημα. Αν και οι συνθήκες αυτής της απόπειρας δεν έχουν πλήρως διαλευκανθεί, βέβαιο θεωρείται ότι Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδονησίας δεν οργάνωσε το πραξικόπημα, ενώ αντιφατικές και συγκεχυμένες (για τον απλό λόγο μεταξύ άλλων ότι οι βασικοί πρωταγωνιστές εν πολλοίς εκτελέστηκαν) είναι πο μαρτυρίες για το κατά πόσον κομμουνιστές μες στο στράτευμα στήριξαν την απόπειρα και κατά πόσον το ίδιο το κόμμα γνώριζε αφενός, κι έβλεπε με συμπάθεια αφετέρου μια τέτοια κίνηση. Σημαντικές ενδείξεις υπάρχουν για άμεση εμπλοκή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στην υπόθεση, η οποία αποτέλεσε το βολικό πρόσχημα για την εξόντωση των ενοχλητκών κομμουνιστών. Από μισό ως 3 εκατομμύρια (σύμφωνα με νεότερες εκτιμήσεις) υπήρξαν τα θύματα αυτής της σφαγής, που ουσιαστικά αφάνισε την ινδονησιακή αριστερά και πέραν του ΚΚ Ινδ. ενώ στοχοποίησε και την κινεζική μειονότητα της χώρας. Οι σφαγές διαπράχθησαν από το στρατό, από διάφορες ομάδες ενόπλων πολιτών, με προεξάρχουσες εκείνες φανατικών ισλαμιστών. Όσοι κομμουνιστές δε δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν σε στρατόπεδα, διώχτηκαν από το δημόσιο και υποβλήθηκαν σε σειρά ταπεινώσεων. Ο Σουχάρτο παραμέρισε τον πρόεδρο Σουκάρνο και από το 1968 ανακηρύχθηκε κι επίσημα πρόεδρος της χώρας, εδραιώνοντας έτσι τη δικτατορία του.
Το καθεστώς του ονομάστηκε “Νέα Τάξη” (Orde Baru) για να διαφοροποιηθεί από το ιδιότυπο κράμα εθνικισμού, ισλαμισμού και κομμουνισμού του προκατόχου του, με τίτλο “Nasakom”. Ακολούθησε πολιτική στενής πρόσδεσης με το ΝΑΤΟ, οι χώρες του οποίου άρχισαν να επενδύουν στη χώρα, εκμεταλλευόμενη και το καθεστώς απόλυτης καταστολής κάθε απεργίας και διεκδίκησης. Οι ΗΠΑ αναδείχτηκαν σε κορυφαίο εμπορικό εταίρο της Ινδονησίας, ενώ και ο αμερικανικός τύπος έγραφε διθυράμβους για τον Ινδονήσιο δικτάτορα. Ακόμα και οι φιλελεύθεροι Τάιμς της Νέας Υόρκης με αφορμή την επίσκεψη του Ρίτσαρντ Νίξον στις 27 Ιούλη 1969 έγραφαν για τον “σεμνό, αξιόπιστο” ηγέτη που “με τη βοήθεια μιας εξαίρετης ομάδας οικονομολόγων” πετύχαινε “μια αξιοσημείωτα επιτυχή οικονομική πολιτική”. Στενή ήταν και η σχέση του με την ΟΔΓ, την οποία επισκέφτηκε δυο φορές, το 1970 και το 1991, τη δεύτερη φορά μετά από πρόσκληση του στενού του φίλου καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ.
Επί Σουχάρτο πραγματοποιήθηκε η παράνομη κατάληψη του Ανατολικού Τιμόρ, μετά την απόσυρση της τέως αποικιοκρατικής κυριάρχου Πορτογαλίας του 1975. Η χώρα ανέκτησε την ανεξαρτησία της μόλις το 2002, ενώ υπολογίζεται πως στο μακελειό που ακολούθησε την ινδονησιακή εισβολή, περίπου ένας στους τρεις κατοίκους της περιοχής σφαγιάστηκε. Παρόμοια εγκλήματα διέπραξε το καθεστώς και στη δυτική Νέα Γουινέα ενάντια στους ντόπιους Παπούα, προωθώντας παράλληλα τον εποικισμό με Ινδονήσιους και την αλόγιστη εκμετάλλευση των πλούσιων φυσικών πόρων της επαρχίας. Σημαντική βοήθεια σε αυτή την πολιτική γενοκτονίας παρείχαν οι δυτικοί σύμμαχοι του καθεστώτος, που τον προμήθευαν συνεχώς με όπλα.
Ο Σουχάρτο εγκατέλειψε την ανεκτική θρησκευτική πολιτική του προκατόχου του, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’80, προωθώντας την ενσωμάτωση πτυχών της σαρία στο εθικό δίκαιο και απολύοντας τους μη μουσουλμάνους υπουργούς. Διαρκείς ήταν επίσης οι διώξεις κατά της κινεζικής μειονότητας. Με το πέρασμα των ετών οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης, η καταπίεση και η διαφθορά της δικτατορίας προκαλούσαν την όλο και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια του λαού, η οποία οξύνθηκε λόγω της οικονομικής κρίσης των ασιατικών οικονομικών την περίοδο 1997-1998. Υπό την πίεση μακροχρόνιων διαδηλώσεων με πρωταγωνιστές τους φοιτητές και σκληρών συγκρούσεων με πολλούς νεκρούς, ο Σουχάρτο, έχοντας χάσει και ενδοκαθεστωτικά σημαντικά ερείσματα, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 21 Μάη 1998. Νέος πρόεδρος έγινε ο διάδοχός του Μπαχαρουντίν Γιουσούφ Χαμπίμπι. Ο Σουχάρτο δικάστηκε για διαφθορά, απαλλάχθηκε ωστόσο από κάθε δίωξη για λόγους υγείας το 2000. Πέθανε από σηψαιμία σε νοσοκομείο της Τζακάρτα στις 27 Γενάρη του 2008. Δείγμα της μεγάλης του επιρροής ακόμα και μετά την πτώση του, ήταν ότι κηδεύτηκε με πλήρεις στρατιωτικές τιμές, παρουσία της ηγεσίας της χώρας, ενώ εξαγγέλθηκε και μια βδομάδα εθνικού πένθους.