Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας-Μια συκοφαντημένη αμυντική συμμαχία
Η δημιουργία του Συμφώνου ήταν ένα μέτρο καθαρά αμυντικό, κι όχι κάποιου είδους μορφή “σοβιετικής επιθετικότητας”
Σαν σήμερα το 1955 ολοκληρώνεται η δημιουργία του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην ομώνυμη πολωνική πρωτεύουσα, μιας συμφωνίας μεταξύ σοσιαλιστικών κρατών για την αμοιβαία παροχή στρατιωτικής βοήθειας σε περίπτωση απειλής. Ήδη από το 1949 είχε δημιουργηθεί το ΝΑΤΟ, ενέργεια που όπως ήταν λογικό εκλήφθηκε αμέσως ως επιθετική κίνηση από τα σοσιαλιστικά κράτη. Ο καταλύτης ωστόσο για την ίδρυση του Συμφώνου ήταν η υπογραφή των “Συμφωνιών του Παρισιού” τον Οκτώβρη του 1954, μεταξύ δυτικών χωρών και της ΟΔΓ, που επέτρεπαν τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας και προετοίμαζαν την είσοδό της στο ΝΑΤΟ, που επήλθε πράγματι στις αρχές Μάη του 1955. Η ΕΣΣΔ φοβούμενη την αναβίωση του μιλιταρισμού στη Γερμανία και προκρίνοντας ένα συλλογικό σύστημα ασφαλείας, όπως προβλεπόταν από τη Χάρτα του ΟΗΕ, έκανε ό,τι μπορούσε διπλωματικά για να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο. Έτσι στα πλαίσια διάσκεψης ασφαλείας στη Μόσχα στα τέλη του 1954 όπου συμμετείχαν η Αλβανία, η Βουλγαρία, η ΓΛΔ, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Τσεχοσλοβακία και η Ουγγαρία, τα σοσιαλιστικά κράτη προειδοποίησαν πως σε περίπτωση εφαρμογής των όρων των “Συμφωνιών του Παρισιού”, θα προχωρούσαν και τα ίδια σε στρατιωτική συμμαχία. Διαπιστώνει κανείς δηλαδή, πως η δημιουργία του Συμφώνου ήταν ένα μέτρο καθαρά αμυντικό, κι όχι κάποιου είδους μορφή “σοβιετικής επιθετικότητας”.
Για να μπορέσει να συμμετάσχει η ΓΛΔ στο σχεδιαζόμενο σύμφωνο μάλιστα η ΕΣΣΔ προχώρησε και σε επίσημη άρση του εμπόλεμου μεταξύ των δύο χωρών στις 21 Γενάρη 1955. Στη διάρκεια της ιδρυτικής “Διάσκεψης ευρωπαϊκών κρατών για τη διασφάλισης της Ειρήνης και της σταθερότητας στην Ευρώπη”, όπως ονομάστηκε η ιδρυτική διάσκεψη του συμφώνου συμμετείχε ως παρατηρητής και η Κίνα, λίγα χρόνια πριν το σινοσοβιετικό σχίσμα. Η ΓΛΔ αρχικά εξαιρέθηκε από το στρατιωτικό σκέλος του συμφώνου, συμμετέχοντας σε αυτό μετά τις 28 Γενάρη 1956, δέκα μέρες μετά την ίδρυση του “Εθνικού Λαϊκού Στρατού” (Nationale Volksarmee), που επίσης αποτελούσε απάντηση στη δυτικογερμανική επαναφορά της υποχρεωτικής θητείας ένα χρόνο πριν.
Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας φιλοδοξούσε να αποτελέσει το αντίβαρο του ΝΑΤΟ στη σοσιαλιστική Ευρώπη, κάτι που διακρίνεται και από τις καταστατικές του αρχές. Τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονταν για τη διασφάλιση της ειρήνης και την αμοιβαία παροχή βοήθειας στην περίπτωση επίθεσης σε μία ή περισσότερες από τις συμβαλλόμενες χώρες, ενώ η κοινή διοίκηση των επιμέρους εθνικών στρατών, που υπάγονταν στο σοβιετικό γενικό επιτελείο διασφάλιζε τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα του συμφώνου. Σε περίπτωση επικείμενης επίθεσης, τα κράτη ήταν υποχρεωμένα να συσκεφθούν αμέσως, ενώ αν τελικά επιτυγχάνονταν ένα συνολικό σύμφωνο ασφαλείας για όλη την Ευρώπη, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας θα έχανε την ισχύ του. Σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ, που προέβλεπε στο 2ο άρθρο του την οικονομική συνεργασία των μελών, το σύμφωνο της Βαρσοβίας περιοριζόταν στη ρύθμιση της στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών, ενώ η οικονομική συνεργασία, συντόνιζε -θεωρητικά τουλάχιστον καθώς στην πράξη εμφανίστηκαν διάφορα προβλήματα- η Κομεκόν, που είχε ιδρυθεί το 1949.
Το σύμφωνο της Βαρσοβίας επικρίθηκε από πολλές πλευρές, τόσο από αμιγώς αστικές πολιτικές δυνάμεις και τους προσκείμενους σε αυτές ιστοριογράφους και δημοσιολόγους, όσο και από τη λεγόμενη “ανανεωτική αριστερά”, για την παρουσία σοβιετικών στρατευμάτων στις σοσιαλιστικές χώρες, που από τους τελευταίους μάλιστα εξισώνεται με εκείνη των αμερικανικών στις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, όσο κυρίως για τις επεμβάσεις του στα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956 και τον τερματισμό της λεγόμενης “Άνοιξης της Πράγας” το 1968. Εκείνο βέβαια που ξεχνούν, ιδίως οι “αριστεροί” τιμητές να αναφέρουν, είναι πως οι δυο επεμβάσεις δεν ήταν κατάπνιξη ενός δήθεν “σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο”, αλλά η αποτροπή, ή μάλλον η επιβράδυνση για κάποιες δεκαετίες, της αντεπανάστασης και της μετάβασης στον καπιταλισμό, τις συνέπειες του οποίου μετά το ’89 τόσο ο ουγγρικός, όσο και ο τσεχικός λαός βιώνουν με το χειρότερο δυνατό τρόπο στο πετσί τους.
Οι ευθέως υπονομευτικές ενέργειες των Νάγκι (που μάλιστα είχε διακηρυγμένο στόχο την έξοδο της Ουγγαρίας του από το σύμφωνο) και Ντούμπτσεκ αντίστοιχα ήταν πολύ λογικό να εκληφθούν ως επίθεση στα ίδια τα σοσιαλιστικά κράτη, βάσει των ίδιων των αρχών του συμφώνου, αν και η τυπική νομιμότητα των επεμβάσεων είναι το λιγότερο σημαντικό σκέλος εν προκειμένω. Είναι βέβαια γεγονός πως η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία προκάλεσε τριγμούς και εντός του Συμφώνου, καθώς αποχώρησε η Αλβανία, ενώ η Ρουμανία καταδίκασε τη στρατιωτική επέμβαση παραμένοντας στο σύμφωνο. Στην πραγματικότητα ωστόσο τα γεγονότα της Πράγας δεν ήταν παρά η αφορμή, καθώς η συμμετοχή της Αλβανίας είχε ήδη παγώσει από την εποχή του σινοσοβιετικού σχίσματος στις αρχές της δεκαετίας, ενώ την ίδια περίοδο, και κυρίως μετά την άνοδο του Νικολάε Τσαουσέσκου στην εξουσία το 1965, η Ρουμανία είχε αρχίσει να “ανεξαρτητοποιείται” από την ΕΣΣΔ, κάτι που είχε επίδραση και στη συμμετοχή της στο σύμφωνο, που λάμβανε ολοένα και περισσότερο τυπικό χαρακτήρα.
Οι ανατροπές του 1989 κατέστησαν πρακτικά ανενεργό το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, το οποίο τυπικά διαλύθηκε κατά την τελευταία του Διάσκεψη στην Πράγα την 1η Ιούλη 1991. Τα σοβιετικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από όλες τις πρώην χώρες-μέλη πλην της ενιαίας πλέον καπιταλιστικής Γερμανίας, όπου παρέμειναν ρωσικά στρατεύματα και μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ως το 1994. Σήμερα, εκτός από την ίδια τη Ρωσία, όλα τα κράτη του συμφώνου έχουν προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ, επισφραγίζοντας το πισωγύρισμα από κάθε άποψη της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.