Τα έργα και οι ημέρες της Παρισινής Κομμούνας – Η ιστορική της παρακαταθήκη

Η Κομμούνα συγκρότησε ένα κράτος νέου τύπου και υπήρξε η πρώτη δικτατορία του προλεταριάτου στην ανθρώπινη ιστορία. Η Κομμούνα του Παρισιού αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια του προλεταριάτου να κυβερνήσει και στέλνει ένα μήνυμα ελπίδας στο σημερινό κόσμο

Φέτος συμπληρώνονται 150 χρόνια από την πρώτη απόπειρα του προλεταριάτου να κάνει τη δική του έφοδο στον ουρανό, όπως είπε ο Μαρξ. Και αυτή είναι μια καλή αφορμή για αναστοχασμό πάνω στην ιστορική πείρα που άφησε και γόνιμα ιστορικά συμπεράσματα που φωτίζουν τον δικό μας δρόμο, στο σήμερα.

Στο πλαίσιο αυτό αναδημοσιεύουμε από ένα παλιότερο τεύχος της ΚΟΜΕΠ το άρθρο της Δώρας Μόσχου για τις ιστορικές παρακαταθήκες της Παρισινής Κομμούνας.

Το φετινό Μάιο συμπληρώθηκαν 130 χρόνια (σ.σ.: το άρθρο γράφτηκε το 2001) από ένα γεγονός που σημάδεψε το τέλος του 19ου αιώνα και που σηματοδότησε το πέρασμα της πάλης της εργατικής τάξης σε πιο ολοκληρωμένες και προωθημένες μορφές, με αιχμή το αίτημα για την κατάληψη της εξουσίας. Αναφερόμαστε βέβαια στην Κομμούνα του Παρισιού, την, κατά το Μαρξ, «έφοδο στον ουρανό», που με το μεγαλείο και την τραγωδία της άφησε πολύτιμα συμπεράσματα και διδάγματα, ίσως πιο επίκαιρα παρά ποτέ στην εποχή μας. Ορισμένα ζητήματα που προκύπτουν από την αποτίμηση αυτού του γεγονότος επιχειρούμε να ιχνηλατήσουμε στο παρόν άρθρο του περιοδικού μας.

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΩΝ

Η διαδικασία της λεγόμενης «πρωταρχικής συσσώρευσης» του κεφαλαίου διεξήχθη με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο στην Αγγλία, όπου δόθηκαν και μεγάλοι πολιτικοί αγώνες της αστικής τάξης εναντίον της φεουδαρχίας. Την πιο ολοκληρωμένη από πολιτική άποψη μορφή πήρε η πάλη των αστών ενάντια στο φεουδαρχικό σύστημα και το φεουδαρχικού τύπου κράτος στη Γαλλία με τη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Σε αυτήν δεν έμεινε αμέτοχη η εργατική τάξη, παρ’ όλο που η διαμόρφωσή της δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Μαζί με άλλα λαϊκά στρώματα (μικρέμπορους, μικροβιοτέχνες, μια μερίδα της αγροτιάς), προσπάθησε να δώσει στοιχεία της δικής της φυσιογνωμίας στην Επανάσταση, πρωτοστατώντας στη θέσπιση λαϊκών θεσμών και στη στελέχωση των οργάνων που τους ασκούσαν κατά την περίοδο 1793-1794[1]. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι ευρύτερες λαϊκές μάζες απέσυραν την υποστήριξή τους από τη λαϊκή δικτατορία των Γιακωβίνων, ήταν το ότι ο Ροβεσπιέρος έθεσε ανώτατο όριο στα εργατικά μεροκάματα. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι πριν, κατά τη διάρκεια της επανάστασης και μετά από αυτήν έδρασε ο Γράκχος Μπαμπέφ, σημαντικός ουτοπικός κομμουνιστής που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι απαραίτητη μια προσωρινή επαναστατική δικτατορία κατά το μεταβατικό στάδιο από την παλαιά κοινωνία στην κομμουνιστική (που την κατανοούσε ως «πρωτόγονα ισοπεδωτική»). Ο Γ. Μπαμπέφ τέλειωσε τη ζωή του στην γκιλοτίνα το 1797, ως ένας από τους οργανωτές και καθοδηγητές του κομμουνιστικού κινήματος «εν ονόματι της ισότητας» και επικεφαλής των «Μυστικών Επαναστατικών Διευθυντηρίων» που προετοίμαζε λαϊκή εξέγερση. Οι συνεχιστές της παράδοσής του, οι μπαμπουβιστές, εξακολούθησαν να έχουν σημαντική παρουσία στην πολιτική ζωή της Γαλλίας και στις αρχές του 19ου αιώνα.

Είναι προφανές ότι ακόμα και στις πιο ριζοσπαστικές στιγμές της, η Γαλλική Επανάσταση δεν μπόρεσε να αποσπαστεί από το κατ’ εξοχήν αστικό αίτημα της υπεράσπισης της ατομικής ιδιοκτησίας. Η πολιτική όμως πείρα, η πείρα του κινήματος και των οδοφραγμάτων, είχε ήδη κατακτηθεί από ευρύτερα στρώματα του γαλλικού λαού. Αυτή η πείρα αξιοποιήθηκε και παραπέρα. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ το 1815 και την παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβώνων στη Γαλλία, ακολούθησε όξυνση της πολιτικής πάλης, μέσα από την οποία η αστική τάξη προσπαθούσε να εδραιώσει την εξουσία της, οικονομική και πολιτική. Χαρακτηριστικό όμως των εξεγέρσεων με τις οποίες εκδηλώθηκε η πάλη αυτή και οι οποίες κορυφώθηκαν το 1848, ήταν η διευρυνόμενη συμμετοχή της εργατικής τάξης σε αυτές: στην αρχή με τη διατύπωση αστικοδημοκρατικών αιτημάτων, αργότερα όμως, καθώς εξελισσόταν η ωρίμανσή της, με την ολοένα και σαφέστερη διατύπωση των δικών της στόχων.

Η ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ «ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΗΣ» ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ ΩΡΙΜΑΖΕΙ[2]

«Ο Φεγί ήταν ένας εργάτης βενταλοποιός, ορφανός από πατέρα και μάνα, που κέρδιζε μόλις και μετά βίας τρία φράγκα την ημέρα και που δεν είχε παρά μια μόνο σκέψη: να ελευθερώσει τον κόσμο. Είχε και άλλη μια έννοια: να μορφωθεί. Αυτό το ονόμαζε επίσης απελευθέρωση. Είχε μάθει από μόνος του να γράφει και να διαβάζει: ό,τι γνώριζε, τόχε μάθει μόνος. Ο Φεγί ήταν μια γενναιόδωρη καρδιά. Είχε μια αγκαλιά τεράστια. Αυτό το ορφανό είχε υιοθετήσει τους λαούς. Τούλειπε η μάνα του, αφοσιώθηκε στην πατρίδα. Δεν ήθελε να υπάρχει πάνω στη γη ούτε ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Καλλιεργούσε μέσα του με τη βαθειά προσήλωση του ανθρώπου του λαού αυτό που σήμερα αποκαλούμε «ιδέα των εθνοτήτων». Είχε μάθει ιστορία ακριβώς για να δείχνει τις γνώσεις του πάνω στο θέμα. Μέσα σε αυτό τον κύκλο των νεαρών ουτοπιστών που νοιάζονταν κυρίως για τη Γαλλία, αντιπροσώπευε το εξωτερικό. Ειδικότητά του ήταν η Ελλάδα, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Ιταλία».

Το πορτρέτο του εργάτη που δώσαμε παραπάνω προέρχεται από τους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ. Στο δεύτερο τόμο του πολυδιαβασμένου έργου του, ο μεγάλος ανθρωπιστής συγγραφέας περιγράφει μια συνωμοτική ομάδα, αποτελούμενη από νέους ανθρώπους, πιστούς στα ιδανικά του 1789 (αλλά και του 1793). Πρότυπό του είναι οι πάρα πολλές συνωμοτικές ομάδες που δρούσαν κατά τα πρότυπα του καρμποναρισμού[3] στη Γαλλία, σε όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Την ίδια αυτή ομάδα θα τη συναντήσουμε στον Γ΄ τόμο, πάνω στη δράση στα οδοφράγματα, το 1830, και θα γνωρίσουμε το τραγικό τέλος της, αφού όλα σχεδόν τα μέλη της (επιβιώνει για μυθιστορηματικούς λόγους μόνο ο ένας, εκ των κεντρικών ηρώων του έργου) εκτελούνται. Αυτός ο εργάτης Φεγί περιγράφεται πάρα πολύ καλά, ως εκπρόσωπος της τάξης του τη δεδομένη ιστορική στιγμή. Προλετάριος διεθνιστής, αλλά με ένα διεθνισμό που ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στα αιτήματα της αστικής τάξης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα (όταν ακόμη εξελισσόταν η διαδικασία διαμόρφωσης των εθνών-κρατών) και πολύ λιγότερο στις ανάγκες του ώριμου προλεταριάτου, όπως αυτές θα εκφραστούν μέσα από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», 18 χρόνια αργότερα από τα γεγονότα που περιγράφει ο Ουγκώ.

Ο Φεγί, ο κάθε Φεγί των μέσων του 19ου αιώνα, εντάσσεται και αναπτύσσεται μέσα σε ένα κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο όπου η οπισθοδρόμηση των αστικών θεσμών σε όφελος εκείνων που ανταποκρίνονταν στο παλαιότερο σύστημα, τη φεουδαρχία, δεν στέκεται ωστόσο ικανή να ανακόψει την πορεία της οικονομικής βάσης της Γαλλίας προς την καπιταλιστική ολοκλήρωση. Μάλιστα, ήδη το 1825, η καπιταλιστική οικονομία της Γαλλίας διέρχεται την πρώτη κρίση υπερπαραγωγής, από τις πολλές που θα ακολουθήσουν και που χαρακτηρίζουν το σύστημα, με όλα όσα αυτές συνεπάγονται για το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συντελείται η αριθμητική διεύρυνση και η ιδεολογική ωρίμανση της γαλλικής εργατικής τάξης. Χαρακτηριστικό επεισόδιο σε αυτή την πορεία είναι οι μεγάλες εργατικές εξεγέρσεις στη Λυών, το 1831 και 1834, εξεγέρσεις κατά τις οποίες οι εργάτες της πόλης διατυπώνουν καθαρά εργατικά – οικονομικά αιτήματα. Σε αυτές τις εξεγέρσεις, διαπιστώνουμε ότι η εργατική τάξη έχει διανύσει μια σημαντική πορεία ωρίμανσης που εκδηλώνεται με τη χειραφέτησή της από τις διεκδικήσεις των αστών και με τη σύγκρουση, έστω και μόνο σε οικονομικό επίπεδο, μαζί τους, με την προετοιμασία, σε τελευταία ανάλυση, για την πραγμάτωση μιας βαθειάς ρήξης.

Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία διαρκούν, με αμείωτη σχεδόν ένταση, μέχρι το 1848, οπότε και κορυφώνονται με τη μεγάλη επανάσταση που συνεπήρε ολόκληρη την Ευρώπη, σαρώνοντας τελειωτικά τα κατάλοιπα της φεουδαρχίας[4]. Ομως αυτή η τελική νίκη της αστικής τάξης πάνω στο απερχόμενο κοινωνικό σύστημα συνοδεύεται και από την οριστική πλέον ρήξη της με το φυσικό της αντίπαλο, με το προλεταριάτο. Τα αιτήματα των δύο τάξεων διαφοροποιούνται οριστικά. Την ίδια χρονιά, εκδίδεται το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», το οποίο θέτει σε επιστημονικές βάσεις το βασικό αίτημα της εργατικής τάξης για την κατάληψη της εξουσίας και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Στη Γαλλία, το ίδιο διάστημα, κυριαρχούν στο εργατικό κίνημα οι ουτοπικές σοσιαλιστικές απόψεις του Σαιν-Σιμόν και του Φουριέ[5]. Το 1864 ιδρύεται στο Λονδίνο η Πρώτη Διεθνής Ενωση των Εργατών, της οποίας τμήμα υπάρχει και στη Γαλλία, από το 1865.

Ο επόμενος σημαντικός για τους πολιτικούς αγώνες του προλεταριάτου σταθμός στη γαλλική ιστορία, ήταν η πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας το Δεκέμβριο του 1851, από το Λουδοβίκο Βοναπάρτη, ανιψιό του Ναπολέοντα, που κυβέρνησε τη Γαλλία ως αυτοκράτορας με το όνομα Ναπολέων Γ΄. («Ναπολέοντα Μικρό» τον αποκαλεί ο ορκισμένος εχθρός του, Βίκτωρ Ουγκώ, που έζησε εξόριστος στα χρόνια της δεύτερης αυτοκρατορίας). Ο Μαρξ περιγράφει θαυμάσια στο κλασικό του έργο «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», τον τρόπο με τον οποίο η αστική τάξη στη Γαλλία οικοδομεί τη δικτατορία της αξιοποιώντας, με μια στρατοκρατική εξουσία που φαίνεται να «ισορροπεί» πάνω από τάξεις, τα εξαθλιωμένα στρώματα του γαλλικού λαού, το επονομαζόμενο «λούμπεν προλεταριάτο» (κουρελοπρολεταριάτο). Η γαλλική αστική τάξη, έχοντας πια χάσει τον ιστορικά προοδευτικό ρόλο των προηγούμενων περιόδων, έχοντας εδραιώσει την οικονομική της ισχύ και έχοντας οικοδομήσει το κράτος της, σκληραίνει τη στάση της απέναντι στα λαϊκά στρώματα, καταργώντας ακόμα και τις αστικοδημοκρατικές κατακτήσεις του 1848. Σε ένα άλλο επίπεδο, διευρύνει την εποχή αυτή και το διεθνή ρόλο της, παίρνοντας ενεργό μέρος στην αποικιακή διανομή του κόσμου. Είναι η εποχή που ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Αλγερίας, αλλά και προχωρεί η αποικιακή διείσδυση στην Ινδοκίνα. Αλλά και μέσα στα ίδια τα ευρωπαϊκά πλαίσια, η προσπάθεια της γαλλικής αστικής τάξης να ενισχύσει διεθνώς τη θέση της και να υποτάξει τους πιθανούς της ανταγωνιστές, εκδηλώνεται με το γαλλοπρωσικό πόλεμο, που ξέσπασε στα 1870 και που «καθοδηγήθηκε» με τον αθλιέστερο τρόπο από την αυτοκρατορία.

Ο ΓΑΛΛΟΠΡΩΣΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε αυτός ο πόλεμος από τις κοινωνικές τάξεις της Γαλλίας: η αστική τάξη και οι πολιτικές μερίδες που την εκπροσωπούσαν (βοναπαρτιστές, ορλεανικοί, δημοκράτες)[6] περνούσαν με εξαιρετική ευκολία από την πατριδοκαπηλεία, τον επιθετικό πόλεμο και το «μεγαλοϊδεατισμό» (ας μας επιτραπεί η καταχρηστική χρησιμοποίηση μιας έκφρασης που περιγράφει κυρίως ελληνικές πραγματικότητες) στην ανοιχτή προδοσία: μετά από μια σειρά αλλεπάλληλες και ταπεινωτικές ήττες, ο ίδιος ο Ναπολέων Γ΄ παρέδωσε το γαλλικό στρατό στους Πρώσσους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, άρχισαν την κατάληψη γαλλικών εδαφών και έφτασαν μέχρι το Παρίσι, το οποίο πολιόρκησαν σκληρά επί 132 ημέρες. Διαφορετική ήταν η στάση του γαλλικού προλεταριάτου, του πιο συνειδητοποιημένου τουλάχιστον τμήματός του: στην αρχή του πολέμου αντιτάχθηκε σε αυτόν και μάλιστα έστειλε επιστολή αδελφικής φιλίας στο γερμανικό προλεταριάτο – που ανταποκρίθηκε σε αυτήν. Μετά όμως την παράδοση του γαλλικού στρατού, την ταπεινωτική ήττα και τη μετατροπή του πολέμου, από την πλευρά της Πρωσίας, σε επιθετικό – κατακτητικό, πήρε μέρος στην άμυνα και την υπεράσπιση της Γαλλίας.

Κατά τη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου, με την πρωτοβουλία των εργατών και μετά από σειρά αλλεπάλληλων εξεγέρσεων, συντελέστηκε και η ανατροπή της αυτοκρατορίας[7]: Η κυβέρνηση όμως που σχηματίστηκε, πόρρω απείχε των αιτημάτων των εργατών: ήταν μια κυβέρνηση αποτελούμενη από αστούς δημοκράτες. Οπως λέει ο Λένιν «… Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση αυτή ήταν κυβέρνηση «προδοσίας του λαού», που αποστολή της θεωρούσε την πάλη ενάντια στο προλεταριάτο του Παρισιού. Το προλεταριάτο όμως, τυφλωμένο από πατριωτικές αυταπάτες, δεν το καταλάβαινε αυτό»[8]. Με μια νέα, ατιμωτική για τη Γαλλία Συνθήκη, οι Πρώσοι μπήκαν στο Παρίσι την 1η Μαρτίου του 1871 και, μόλο που έμειναν εκεί μόνο 3 μέρες, η παρουσία τους υπήρξε δυσβάσταχτη για τον παρισινό λαό. Κάτω από τις πρωσικές επιταγές, διεξήχθησαν εκλογές και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής έναν επιφανή αντιδραστικό, τον Ιούλιο Θιέρσο (Jules Thiers). Μέσα σε συνθήκες εθνικής ταπείνωσης και ραγδαίας επιδείνωσης της ζωής όχι μόνο των εργατών, αλλά και των μικροϊδιοκτητών και μικρεμπόρων, τα λαϊκά στρώματα του Παρισιού ιδρύουν το Φεβρουάριο με Μάρτιο του 1871 μια μαζική πολιτική οργάνωση: Τη Δημοκρατική Ομοσπονδία της Εθνοφρουράς του τμήματος του Σηκουάνα. Η κεντρική επιτροπή της οργάνωσης αναδείχτηκε σύντομα σε καθοδηγητή του παρισινού λαού, προοιωνιζόμενη την εξουσία νέου τύπου που συγκροτήθηκε σε λίγες μέρες.

Η αφορμή για την τελική εξέγερση που οδήγησε στο σχηματισμό της Κομμούνας ήταν η προσπάθεια της κυβέρνησης του Θιέρσου να αφοπλίσει την Εθνοφρουρά, αφαιρώντας της τα κανόνια που είχε αγοράσει με έρανο των ίδιων των εργατών. Η Εθνοφρουρά, παρόλο που αιφνιδιάστηκε στην αρχή, όχι μόνο αντιστάθηκε γενναία, αλλά και κατόρθωσε να καταλάβει το Δημαρχείο του Παρισιού, την αστυνομική διεύθυνση, πολλά υπουργεία, σιδηροδρομικούς σταθμούς και στρατώνες. Η κυβέρνηση του Θιέρσου, με το μηχανισμό και το στρατό της, κατέφυγε στην παλιά έδρα των Γάλλων βασιλέων, στις Βερσαλλίες. Το βράδυ της 18ης Μαρτίου του 1871, από τα τρία χρώματα της σημαίας του 1789, ένα κυριαρχούσε στο Παρίσι, το κόκκινο και η πρώτη εργατική εξουσία στην ιστορία της ανθρωπότητας είχε σχηματιστεί.

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΙΣΙΝΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

Στις 72 ημέρες κατά τις οποίες η εργατική τάξη του Παρισιού άσκησε εξουσία, μέχρι να συντριβεί από την επίθεση των στρατευμάτων του Θιέρσου με τη συνδρομή των πολιορκούντων στρατευμάτων της Πρωσίας, έδωσε τα πρώτα δείγματα γραφής για την ικανότητά της να κυβερνήσει. Διέπραξε και τα πρώτα της ιστορικά σφάλματα, με την έννοια της λειψής κατανόησης του προβλήματος στρατηγικής που είχε να επιλύσει και της ολιγωρίας στη διασφάλιση των συμφερόντων της. Η Παρισινή Κομμούνα κατ’ αρχήν τεκμηρίωσε το χαρακτήρα της ως εργατική εξουσία σε τρία επίπεδα:

– Στο επίπεδο της διαμόρφωσης νέων θεσμών και της σύγκρουσης με τους παλαιότερους μηχανισμούς που αντιπροσώπευαν το αστικό κράτος. Το σημαντικότερο επίτευγμα της Κομμούνας ήταν ακριβώς η προσπάθειά της να έρθει σε ρήξη με τους μηχανισμούς του αστικού κράτους και να τους τσακίσει.

– Στο επίπεδο της κοινωνικής και οικονομικής μέριμνας για τα λαϊκά στρώματα.

– Στο επίπεδο του ήθους, της αλληλεγγύης, της ανάδειξης των προλεταριακών αρετών. Βασικό του στοιχείο ήταν και ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώθηκε έμπρακτα ο προλεταριακός διεθνισμός: πολλά μέλη της Κομμούνας ήσαν μη Γάλλοι, ανάμεσά τους υπήρχαν πάρα πολλοί Βέλγοι, Γερμανοί, Πολωνοί, Ρώσοι και ένας Ούγγρος. Ολοι τους έδωσαν με γενναιότητα τις ίδιες ακριβώς μάχες που έδωσε το γαλλικό προλεταριάτο, έχασαν τη ζωή τους στα οδοφράγματα, εκτελέστηκαν από τα στρατεύματα των Βερσαλλιών.

Η σύνθεση της Κομμούνας από ταξική άποψη, ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος προλεταριακή, χωρίς αυτό να αποκλείει τη συμμετοχή αρκετών διανοουμένων σε αυτήν, αλλά και αρκετών μικροαστικών στοιχείων. Σε αυτά τα τελευταία οφείλονται ενδεχομένως και αρκετές από τις ολιγωρίες και τις ανεπάρκειές της. Ωστόσο, δύο άλλοι παράγοντες συντέλεσαν στη συνολική, με ιστορικούς όρους, ανεπάρκεια της Κομμούνας, να φέρει σε πέρας την αποστολή της. Ο πρώτος είναι η πρωιμότητα της εξέγερσης, σε σχέση με την ίδια την ωρίμανση της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο δεύτερος έχει να κάνει με τις ιδεολογικές συγχύσεις και ανεπάρκειες του γαλλικού προλεταριάτου, το οποίο όπως είδαμε και παραπάνω, παρά την εκατόχρονη σχεδόν πείρα του στα οδοφράγματα, δεν είχε όμως και την αντίστοιχη ιδεολογική ωρίμανση. Ακόμη και μέσα στην ίδια την Κομμούνα, κυριαρχούσαν οι ουτοπιστές-σοσιαλιστές που θεωρούσαν ότι το κεφάλαιο και η εργασία έχουν το ίδιο ειδικό βάρος στη συγκρότηση των κοινωνιών και που πρέσβευαν, σε τελική ανάλυση, τη συμφιλίωση ανάμεσά τους, με όρους τόσο οικονομικούς όσο και πολιτικούς. Μέσα στο ίδιο το σώμα της Κομμούνας, είχαν διαμορφωθεί δύο παρατάξεις: η «πλειοψηφία», αποτελούμενη από τους επιλεγόμενους «νεοϊακωβίνους» που θεωρούσαν ότι η επανάσταση αποτελεί τη συνέχιση του 1793 και η «μειοψηφία» που αποτελούνταν από τους προυντονιστές και τους μικροαστούς σοσιαλιστές. Η μεν πρώτη παράταξη υποτιμούσε τη σημασία των κοινωνικοοικονομικών μεταρρυθμίσεων και ρήξεων: ωστόσο (έχοντας ενδεχομένως κληρονομήσει την πείρα της επαναστατικής λαϊκής δικτατορίας των γιακοβίνων) αντιλαμβάνονταν τη σημασία της διαμόρφωσης ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους νέου τύπου. Η δεύτερη παράταξη αντίθετα, που κατανοούσε τη σημασία των μεταβολών στη βάση και τις προωθούσε, είχε ωστόσο μια, κατά το μάλλον και ήττον, «χριστιανική» αντίληψη για την άσκηση της εξουσίας, εμποδίζοντας τη λήψη δραστικών μέτρων εναντίον των εχθρών της Κομμούνας.

Σε τελική ανάλυση, εκείνο που απουσίαζε από την υπόθεση (και παρά τη συμμετοχή ευάριθμων μελών της Διεθνούς στην Κομμούνα) ήταν ένα οργανωμένο κομμουνιστικό κόμμα, με συγκροτημένη δομή και πολιτική σκέψη.

Η Κομμούνα απαλλοτρίωσε τα εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες τους εργοστάσια με σκοπό να τα αποδώσει στους εργατικούς συνεταιρισμούς, ενώ προέβλεψε και τη διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου σύμφωνα με το οποίο θα λειτουργούσαν αυτοί οι συνεταιρισμοί ή θα ιδρύονταν νέοι στο μέλλον. Είναι προφανές ότι η Κομμούνα σκεφτόταν να κινηθεί στην κατεύθυνση της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, όμως τα ιστορικά περιθώρια που της δόθηκαν ήταν πολύ στενά για κάτι τέτιο. Δεν έκανε όμως αυτό που μπορούσε. Δεν προχώρησε στην κατάσχεση του θησαυρού της Τράπεζας της Γαλλίας, με επίσημη δικαιολογία ότι δεν ήθελε να κατηγορηθεί από τους εχθρούς της για χρηματισμό, κάτι που όμως της αφαίρεσε σημαντικές δυνατότητες να ασκήσει πίεση στις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Η Κομμούνα διακρίθηκε από την υπερβολική μεγαλοψυχία της: «Επρεπε να εξοντώσει τους εχθρούς της»[9]. Δεν το έκανε. Διστάζει να αυτοπεριφρουρηθεί, ώστε να μην κατηγορηθεί για …αυταρχισμό (από ποιους άραγε;)[10].

Εάν αυτά ήταν τα εγγενή προβλήματα, όσον αφορά τη λειτουργία και τη δομή της Κομμούνας, υπήρξαν βεβαίως και άλλοι, εξωτερικοί θα λέγαμε, παράγοντες που οδήγησαν στην πτώση της και που δεν είναι, σε καμμιά περίπτωση, άσχετοι με το επίπεδο ανάπτυξης της Γαλλίας, αλλά και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η Κομμούνα κατ’ αρχήν δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί σε πανεθνικό επίπεδο. Κομμούνες συγκροτήθηκαν και σε άλλα αστικά κέντρα της Γαλλίας, εκτός από το Παρίσι. Μόνο μία όμως, η Κομμούνα της Μασσαλίας μπόρεσε να κρατήσει την εξουσία για δέκα μόλις μέρες. Οι υπόλοιπες συντρίφτηκαν σχεδόν αμέσως. Ενας άλλος σοβαρότατος παράγοντας που συντέλεσε στις μετέπειτα εξελίξεις ήταν και η στάση του αγροτικού στοιχείου απέναντι στην Κομμούνα. Το αγροτικό στοιχείο εξακολουθούσε να είναι το πιο πολυάριθμο στη Γαλλία. Μια προλεταριακή επανάσταση δεν θα είχε ιδιαίτερες ελπίδες να εδραιωθεί εάν δεν κατόρθωνε να οικοδομήσει μια ισχυρή συμμαχία ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους φτωχούς αγρότες. Ωστόσο, η γαλλική αγροτιά δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις της Κομμούνας. Κολακευμένη από το καθεστώς του Ναπολέοντα Γ΄ (στου οποίου το πρόσωπο έβλεπε το Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που είχε καταστεί θρύλος για το γαλλικό λαό, για λόγους που δεν είναι του παρόντος άρθρου), είχε χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα, στα 1848, σαν εφεδρεία της αστικής τάξης και τον ίδιο ρόλο έπαιξε και σε αυτή την περίπτωση.

Η συνεννόηση ανάμεσα στις γαλλικές αντεπαναστατικές δυνάμεις των Βερσαλλιών και στα πρωσικά στρατεύματα του Βίσμαρκ (τα οποία στρατοπέδευσαν, ως στρατεύματα κατοχής, στο γαλλικό έδαφος) και η επικύρωση της προκαταρκτικής Συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στις δύο χώρες από την πλευρά της αστικής τάξης της Γαλλίας, υπήρξε άλλος ένας αποφασιστικός παράγοντας για την τελική συντριβή της Κομμούνας. Μετά από αλλεπάλληλες μάχες που κράτησαν 72 μέρες, μετά από μια εξαιρετική επίδειξη ηρωισμού και αυτοθυσίας (και σημαντικών στρατιωτικών ικανοτήτων, να σημειωθεί) από τους Κομμουνάρους, τα στρατεύματα της κυβέρνησης του Θιέρσου εισέβαλαν στο Παρίσι το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου και προχώρησαν σε ένα όργιο σφαγών και αντεκδίκησης. Εκτελέστηκαν όχι μόνο οι ενεργοί Κομμουνάροι, αλλά και τα μέλη των οικογενειών τους, γυναίκες και παιδιά, άμαχοι. Ο Μαρξ, που παρακολουθούσε τα γεγονότα της Κομμούνας «σαν να τα ζούσε από κοντά», συνέκρινε την απίστευτη ωμότητα των στρατευμάτων του Θιέρσου με τις μαζικές σφαγές στη Ρώμη, κατά την εποχή των προγραφών του Σύλλα. «Μόνο που αυτή τη φορά» έγραφε, «η βαρβαρότητα στρέφεται εναντίον μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης». Η «έφοδος στον ουρανό» (και αυτή έκφραση του Μαρξ) της Γαλλικής εργατικής τάξης τελείωσε μέσα σε ένα αντεπαναστατικό όργιο αίματος. Ωστόσο, το πείραμα αυτό συζητήθηκε στον καιρό του και έγινε αφορμή να αντληθούν συμπεράσματα από το παγκόσμιο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα που δεν θα ήταν άκαιρο, πιστεύουμε, να συμπυκνωθούν και να επαναληφθούν και στις μέρες μας.

ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο ίδιος ο Μαρξ και η Διεθνής Ενωση των εργατών θεωρούσαν άκαιρη μια πιθανή εξέγερση του γαλλικού προλεταριάτου, το Φεβρουάριο του 1871. Οταν βεβαίως η εξέγερση εκδηλώθηκε, τάχθηκαν αναφανδόν στο πλευρό της. Η επανάσταση του προλεταριάτου στο Παρίσι είναι ιστορικά δικαιωμένη[11]. Όπως έγραφε ο Λένιν το 1908 «Οσο μεγάλες και αν ήταν οι θυσίες της Κομμούνας, αυτές εξαγοράζονται με τη σημασία που έχει για τον καθολικό προλεταριακό αγώνα: η Κομμούνα έβαλε σε κίνηση το σοσιαλιστικό κίνημα της Ευρώπης, έδειξε τη δύναμη του εμφυλίου πολέμου, διάλυσε τις πατριωτικές αυταπάτες και έκανε θρύψαλα την απλοϊκή πίστη ότι οι επιδιώξεις της αστικής τάξης είναι πανεθνικές. Η Κομμούνα έμαθε στο ευρωπαϊκό προλεταριάτο να βάζει συγκεκριμένα τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής επανάστασης».

Η Κομμούνα συγκρότησε ένα κράτος νέου τύπου και υπήρξε, αναμφίβολα, η πρώτη δικτατορία του προλεταριάτου στην ανθρώπινη ιστορία. Ωστόσο, ο βαθμός πολιτικής και ιδεολογικής ωρίμανσης του γαλλικού προλεταριάτου, η απουσία κομμουνιστικού κόμματος ικανού να περαιώσει νικηφόρα την επανάσταση, η ισχύς των αντεπαναστατικών δυνάμεων και ο εντελώς δυσμενής διεθνής συσχετισμός (να μην ξεχνάμε ότι οι «εχθροί» Πρώσοι μεταβλήθηκαν σε φίλους και συμμάχους της γαλλικής αστικής τάξης και τους βοήθησαν να συντρίψουν τις δυνάμεις των κομμουνάρων), όλα αυτά τα στοιχεία υπήρξαν τα αίτια για την τραγική κατάληξη της πρώτης αυτής απόπειρας της εργατικής τάξης να καταλάβει και να ασκήσει την εξουσία. Ενδεχομένως, θα πρέπει να προσθέσουμε σε αυτά και τη μη εξάπλωση της επανάστασης σε άλλες πόλεις της Γαλλίας, καθώς και την απουσία μιας συμμαχίας ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αγροτιά.

Σε επίπεδο στρατηγικής και τακτικής, η Κομμούνα του Παρισιού, άφησε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα σπουδαία διδάγματα, μέσα από τη θετική και αρνητική πείρα της. Σημαντικές παρακαταθήκες: το ήθος, την αλληλεγγύη, την αποφασιστικότητα των μαχητών της, τον προλεταριακό διεθνισμό που εκφράστηκε, μεταξύ άλλων, και με την ευάριθμη παρουσία μη Γάλλων κομμουνάρων μέσα στις γραμμές της, τη μετατροπή του πατριωτικού-απελευθερωτικού αγώνα σε ταξική πάλη για την ανατροπή της κυρίαρχης τάξης και κυρίως απέδειξε ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να «καταλάβει» το αστικό κράτος, προκειμένου να ασκήσει εξουσία, πρέπει να το συντρίψει, να το αντικαταστήσει με τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Από όλες αυτές τις απόψεις, η Κομμούνα του Παρισιού, με όλα τα προβλήματα που πηγάζουν κυρίως από την πρωιμότητα της εκδήλωσής της, αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια του προλεταριάτου να κυβερνήσει και στέλνει ένα μήνυμα ελπίδας στο σημερινό κόσμο: Η εργατική τάξη, με το κόμμα της, κύριο επαναστατικό υποκείμενο που θα επιτελέσει τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, ένα τέτιο κόσμο θα οικοδομήσει, όταν με τον αγώνα της κληρονομήσει τη γη.

Σημειώσεις

1. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: Παγκόσμια Ιστορία, τόμοι Στ1, Στ2, Ζ1.

2. Καρλ Μαρξ: «Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» (Η Κομμούνα του Παρισιού), με εισαγωγή του Φρίντριχ Ενγκελς. Εκδοση «Αναγέννησις», Αθήνα, 1945.

3. Καρλ Μαρξ: «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

4. «Ο Λένιν για την Κομμούνα του Παρισιού». Μαρξιστική-Λενινιστική Βιβλιοθήκη, κατά θέματα, εκδ. «Καζαντζά».

5.Victor Hugo: «Les miserables», ed. Le livre de poche classique.

Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

[1] Πρόκειται για την περίοδο εκείνη κατά την οποία ασκήθηκε η επαναστατική λαϊκή δικτατορία των Γιακωβίνων, της πιο ριζοσπαστικής δηλαδή πτέρυγας της Επανάστασης. Ο όρος «Τρομοκρατία» (Terreur) γενικά αποδεκτός για να περιγράψει την εποχή, χρησιμοποιείται από την αστική ιστοριογραφία μάλλον απαξιωτικά και με ηθική χροιά, ώστε οι μεγάλοι επαναστάτες του 1793 να κατοχυρωθούν στις συνειδήσεις ως εγκληματίες και προδότες του πνεύματος της επανάστασης. Ωστόσο, αυτοί ήταν που έκαναν όλη τη «βρώμικη δουλιά» για την αστική τάξη και, όταν εξέφρασαν ευρύτερες και λαϊκότερες δυνάμεις, «σκόνταψαν» πάνω στο ίδιο το ιστορικό εμπόδιο που έθετε η εποχή τους.

[2] Η έκφραση μέσα στα εισαγωγικά ανήκει στον Ουγκώ. Ο συγγραφέας προσέγγιζε ωστόσο την υπόθεση του προλεταριάτου από μια αποκλειστικά ανθρωπιστική σκοπιά. Μη μπορώντας να κατανοήσει τον κοινωνικό και οικονομικό ρόλο των δύο αντιπάλων στον καπιταλισμό τάξεων, έγραφε στους «Αθλίους» ότι ο αστός είναι ο άνθρωπος που έχει στρογγυλοκαθίσει σε μια καρέκλα και φοβάται μήπως τη χάσει, ο βολεμένος. «Μια καρέκλα δεν αποτελεί κοινωνική τάξη», έγραφε χαρακτηριστικά.

[3] Το κίνημα του καρμποναρισμού αναπτύχθηκε στην υπόδουλη στους Αυστριακούς Βόρεια Ιταλία, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ηταν ένα κίνημα με έντονα συνωμοτικά χαρακτηριστικά, με εθνικοαπελευθερωτικούς αλλά και κοινωνικούς-αστικοδημοκρατικούς προσανατολισμούς.

[4] Στη Γαλλία καταργείται οριστικά η μοναρχία και εκδιώκεται η δυναστεία των Βουρβώνων.

[5] Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, κατά την εκτίμηση του ίδιου του Μαρξ, το γερμανικό προλεταριάτο υπερείχε όσον αφορά την ιδεολογική-φιλοσοφική ωρίμανσή του, το αγγλικό όσον αφορά τη συνδικαλιστική πείρα του και το γαλλικό όσον αφορά τη μακρόχρονη παράδοση των πολιτικών αγώνων.

[6] Βοναπαρτιστές εδώ εννοούμε τους οπαδούς της αυτοκρατορίας. Ορλεανικοί είναι οι θιασώτες της παλιάς μοναρχίας και της δυναστείας που την εκπροσωπούσε, ενώ δημοκράτες ήταν τα αστικά εκείνα στοιχεία που ήθελαν πλήρες ξεκαθάρισμα με τα κατάλοιπα του φεουδαρχικού καθεστώτος.

[7] Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1870, μετά την ήττα των γαλλικών στρατευμάτων στο Σεντάν και την ατιμωτική παράδοση του γαλλικού στρατού στους Πρώσους από τον ίδιο το Ναπολέοντα Γ΄.

[8] Β. Ι. Λένιν: Απαντα: «Τα Διδάγματα της Κομμούνας», τόμος 16, σελ. 475.

[9] Β. Ι. Λένιν: Απαντα: «Τα Διδάγματα της Κομμούνας», τόμος 16, σελ. 476.

[10] Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η κομμούνα έκλεισε πολλές αστικές και αντιδραστικές εφημερίδες, δεν έκλεισε όμως τα τυπογραφεία τους.

[11] Β. Ι. Λένιν: Απαντα: «Τα Διδάγματα της Κομμούνας», τόμος 16, σελ. 477.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: