Τα γεγονότα στην πλατεία Τιεν-Αν-Μεν 1989-Μια βίαιη παρενέργεια της στροφής του ΚΚ Κίνας
Η ηγεσία του ΚΚ Κίνας “πλήρωνε” τα απόνερα της στροφής του 1978, με τον αυξανόμενο προσανατολισμό της οικονομίας προς καπιταλιστικές αρχές, απελευθερώνοντας κι αναδεικνύοντας κοινωνικές δυνάμεις που δεν αρκούνταν σε μια κρατικά ελεγχόμενη μετάβαση στον καπιταλισμό
Σαν σήμερα ξεκίνησε η απεργία πείνας 400 φοιτητών στην πλατεία Τιεν-Αν-Μεν (πλατείας της Ουράνιας Γαλήνης) του Πεκίνου, καθώς και η μόνιμη κατάληψή της ως την κατασταλτική παρέμβαση των κυβερνητικών δυνάμεων στις αρχές Ιούνη της ίδιας χρονιάς. Ήταν η τελευταία φάση μιας σειράς φοιτητικών διαμαρτυριών, στην οποία αργότερα συμμετείχαν κι άλλες κοινωνικές ομάδες, που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα την άνοιξη του 1989. Αν και το πλήθος ήταν ετερόκλητο και χωρίς ενιαία αιτήματα, φαίνεται πως είχε εμπνευστεί από τις αντεπαναστικές διαδικασίες στην ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης την ίδια περίοδο (Ουγγαρία, Πολωνία). Δεν είναι τυχαίο ότι η κορύφωση των γεγονότων συνέπεσε με την επίσημη επίσκεψη του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο Πεκίνο, κάτι που διασφάλισε μεγάλη διεθνή ειδησεογραφική κάλυψη στις διαμαρτυρίες και την βίαιη κατάπνιξή τους, ενώ ο ηγέτης της ΕΣΣΔ χαιρετίστηκε ως ήρωας από σημαντική μερίδα των συμμετεχόντων.
Η ηγεσία του ΚΚ Κίνας “πλήρωνε” τα απόνερα της στροφής του 1978, με τον αυξανόμενο προσανατολισμό της οικονομίας προς καπιταλιστικές αρχές, απελευθερώνοντας κι αναδεικνύοντας κοινωνικές δυνάμεις που δεν αρκούνταν σε μια κρατικά ελεγχόμενη μετάβαση στον καπιταλισμό, αλλά ήθελαν την τάχιστη επιτάχυνσή της καθώς και την μετάβαση σε ένα πολιτικό πρότυπο δυτικού τύπου. Παράλληλα κατόρθωσαν να συσπειρώσουν και τμήματα του πληθυσμού που ήταν δυσαρεστημένα από τις ίδιες τις συνέπειες της εισαγωγής αγοραίων στοιχείων στην οικονομία, όπως την έκρηξη του πληθωρισμού, καθιστώντας συχνά απαγορευτικά ακριβά ακόμα και τα τρόφιμα, την εμφάνιση ανέργων, τη διαφθορά και τη μαύρη αγορά. Οι διαδηλώσεις σε φοιτητουπόλεις της Κίνας είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1986 και το 1987, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε διαπάλη εντός ΚΚ Κίνας, για την ταχύτητα των μεταρρυθμίσεων, οδηγώντας τελικά σε εξαναγκασμό σε παραίτηση του γ.γ Χου Γιομπάνγκ, βασικού υπέρμαχου της εντατικοποίησης των μεταρρυθμίσεων, το 1987.
Ο θάνατος του Χου στα μέσα του Απρίλη 1989 ήταν ο καταλύτης για το νέο γύρο διαδηλώσεων, καθώς την ημέρα της κηδείας του, στις 22 Απρίλη, δεκάδες χιλιάδες φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην πλατεία ζητώντας μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση. Τις επόμενες βδομάδες συνεχίστηκαν οι συγκεντρώσεις στην πλατεία, ενώ πλάι στους φοιτητές συγκεντρώθηκαν τμήματα εργατών, ορισμένοι από τους οποίους ζητούσαν τη δημιουργία “ανεξάρτητων” συνδικάτων, ακαδημαϊκοί υπέρ των μεταρρυθμίσεων, ορισμένοι εκπρόσωποι της νέας τάξης Κινέζων επιχειρηματιών, ενώ μάλλον φιλική στάση κρατούσαν τα κρατικά Μέσα, καλύπτοντας εκτενώς τις κινητοποιήσεις, παρά τις συστάσεις των πολιτικών τους προϊσταμένων να τις αγνοήσουν. Εξάλλου η ίδια η κυβέρνηση αρχικά ήλπιζε πως αρκούσαν οι προειδοποιήσεις για να κατευναστούν οι αντιδράσεις. Αντιθέτως, η άφιξη του Γκορμπατσόφ εκτόξευσε τα πλήθη των συμμετεχόντων, που σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς ανήλθαν σε πάνω από ένα εκατομμύριο, καθώς κατέφταναν διαδηλωτές κι από άλλα μέρη της χώρας, την ώρα που οι διαμαρτυρίες είχαν επεκταθεί και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως η Σαγκάη και Νανγίνγκ.
Μετά από διαμάχη εντός του ΚΚ Κίνας για την αντιμετώπιση των διαδηλωτών, μεταξύ “μετριοπαθών” και “σκληροπυρηνικών”, πέρασε τελικά η άποψη του Ντενγκ Ζιαοπίνγκ, πραγματικού ηγέτη της χώρας παρότι επισήμως δεν κατείχε παρά το αξίωμα του προέδρου της Εθνικής Στρατιωτικής Επιτροπής. Ο Ντενγκ φοβόταν πως οι διαδηλώσεις σηματοδοτούσαν ευθεία απειλή για την πρωτοκαθεδρία του ΚΚ Κίνας, συνιστώντας την βίαιη αντιμετώπιση των διαμαρτυρίων. Στα μέσα Μάη το Πεκίνο βρέθηκε υπό στρατιωτικό νόμο, ωστόσο αρχικά οι μονάδες του στρατού που περικύκλωσαν την πόλη, επιχειρώντας να προελάσουν προς την πλατεία, ήταν άοπλες και παρεμποδίστηκαν από διαδηλωτές, που έσκαγαν τα λάστιχα των τανκς και προχωρούσαν σε άλλες ενέργειες σαμποτάζ.
H πλατεία εξακολουθούσε να είναι κατειλημμένη, ενώ μια ομάδα φοιτητών που είχε αποφασίσει να αποχωρήσει, έστησε ως αποχαιρετιστήρια ενέργεια ένα άγαλμα της “Θεάς της Δημοκρατίας”, που είχαν κατασκευάσει φοιτητές της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Πεκίνου, εμπνευσμένο από το Άγαλμα της Ελευθερίας στη Νέα Υόρκη, απέναντι από το πορτραίτο του Μάο, καθιστώντας φανερό το πολιτικό πρόσημα μερίδας τουλάχιστον των διαδηλωτών.
Την νύχτα της 3ης προς την 4η Ιούνη τεθωρακισμένα και βαριά οπλισμένες μονάδες του στρατού κινήθηκαν προς την πλατεία, ανοίγοντας πυρ σε όσους προσπάθησαν εκ νέου να παρεμποδίσουν την πορεία τους. Από τους λίγους χιλιάδες που είχαν μείνει στην πλατεία, ένα μέρος αποφάσισε να φύγει, ενώ μέχρι το πρωί δεν παρέμενε κανένας διαδηλωτής στην πλατεία. Ο στρατός παρενέβη και σε άλλες πόλεις, σε κάποιες περιπτώσεις όμως, όπως στη Σαγκάη, όπου μεσολάβησε ο τότε δήμαρχος και μετέπειτα πρωθυπουργός της χώρας Ζου Ρονγκγί για την ειρηνική διάλυση των συγκεντρώσεων. Ως την επομένη ο στρατός ήλεγχε πλήρως την πρωτεύουσα, ενώ την ίδια μέρα αποθανατίστηκε η ιστορική στιγμή που ένας διαδηλωτής μόνος στέκεται στιγμιαία μπροστά σε φάλαγγα τεθωρακισμένων. Για την ταυτότητα και τη μετέπειτα τύχη του διαδηλωτή κυκλοφορούν μέχρι σήμερα τα πιο αντικρουόμενα σενάρια.
Μετά την καταστολή των διαδηλώσεων, οι ΗΠΑ επέβαλαν διπλωματικές και οικονομικές κυρώσεις, ενώ στα δυτικά μέσα σύντομα τα γεγονότα έγιναν γνωστά ως “σφαγή της Τιεν-Αν-Μεν”. Ο αριθμός των νεκρών είναι αδύνατον να προσδιοριστεί με ακρίβεια, καθώς η κινεζική κυβέρνηση ανέφερε 241 νεκρούς (περιλαμβανομένων των στρατιωτών) και 7000 τραυματίες, ενώ άλλες πηγές κάνουν λόγο για χιλιάδες απώλειες. Παρότι γενικά το “Περιστατικό της 4ης Ιούνη” όπως λέγεται συνήθως στα κινέζικα εξακολουθεί να αποτελεί ένα θέμα για το οποίο δε γίνονται δημόσιες αναφορές στη χώρα, στο Χονγκ-Κονγκ, ακόμα και μετά την ενσωμάτωσή του στην Κίνα από τη Βρετανία το 1997, γίνονται ετήσιες τελετές σε ανάμνηση των γεγονότων. Παρά τις συλλήψεις που ακολούθησαν τα γεγονότα, αρκετοί ηγέτες των διαδηλώσεων κατόρθωσαν να διαφύγουν στη Δύση, ή πήγαν σε αυτή μετά την αποφυλάκισή τους, οι περισσότεροι στις ΗΠΑ, όπου ως επί το πλείστον ακολούθησαν επιχειρηματική ή ακαδημαϊκή καριέρα.