«Τα παιδιά μου έπεσαν περήφανα για το Κόμμα…» – Οι αδελφές Αθανασία και Λυδία Καλαϊτζίδου έπεσαν την ίδια μέρα σε διαφορετικές μάχες στο Γράμμο • Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
Σκοτώθηκαν και οι δυο στις 13 του Ιούλη 1948 σε διαφορετικές μάχες στον Γράμμο. Η ιστορία της Αθανασίας και της Λυδίας είναι συνυφασμένη με την ιστορία της μητέρας τους. Η Μίνα Καλαϊτζίδου, εργάτρια στα καπνοχώραφα, κομμουνίστρια, γυναίκα διωκόμενου κομμουνιστή, μεγάλωσε όλα τα παιδιά της με επαναστατικά ιδανικά και καθόρισε με τη στάση ζωής της την αγωνιστική τους πορεία.
Στις 21 Ιούλη 1948, ο ραδιοφωνικός σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» ανακοίνωσε τον θάνατο δύο αδελφών, μαχητριών του ΔΣΕ, που έπεσαν σε μάχες την ίδια μέρα. Πρόκειται για την Αθανασία και την Λυδία Καλαϊτζίδου, που σκοτώθηκαν στις 13 Ιούλη σε διαφορετικές μάχες στον Γράμμο.
Η ιστορία της Αθανασίας και της Λυδίας είναι συνυφασμένη με την ιστορία της μητέρας τους. Η Μίνα Καλαϊτζίδου, εργάτρια στα καπνοχώραφα, κομμουνίστρια, γυναίκα διωκόμενου κομμουνιστή, μεγάλωσε όλα τα παιδιά της με επαναστατικά ιδανικά και καθόρισε με τη στάση ζωής της την αγωνιστική τους πορεία.
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από τη μαρτυρία της Μίνας Καλαϊτζίδου, όπως έχει αποτυπωθεί από τον Δ. Σέρβο στο βιβλίο «Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Μέσα από αυτά αποτυπώνονται πλευρές της ζωής της οικογένειας και της σχέσης ανάμεσα στην μητέρα και τις δύο κόρες της: Σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας, πείνας και σκληρής δουλειάς, δεν έλειψε η αποφασιστικότητα να μη σκύψουν το κεφάλι στην αδικία και την εκμετάλλευση.
Στις φυλακίσεις, τους διωγμούς και τα βασανιστήρια που αντιμετώπισαν στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του αγώνα του ΔΣΕ, έδωσαν και πήραν η μια από την άλλη δύναμη, έτσι που να συνεχίσουν να στέκονται «με τη γροθιά ψηλά».
Στις μεγάλες θυσίες που κλήθηκαν να καταβάλουν, προσφέροντας ακόμα και τη ζωή τους στη μάχη, έκαναν τη συμμετοχή στον ταξικό αγώνα «παραγγελιά» που άφησαν η μια στην άλλη, επιλογή και θέληση της καθεμιάς ξεχωριστά.
«Μη φοβάσαι μητέρα, εσύ είσαι μαθημένη από φυλακές»
«Ολη μου η ζωή ήταν ένα φαρμάκι. Δυο φορές μονάχα χάρηκα. Στην επανάσταση στη Ρωσία και τρεις μήνες στο Στρατό μας στο Βίτσι. Τρία παιδιά μου πέθαναν απ’ την πείνα. Στο Κιλκίς θάψαμε και την πεθερά μου. Στα 1926, γέννησα την Αθανασία μου. Ο άντρας μου τότε με πατερίτσες, σερνόταν εξορία μακριά, σ’ άλλο χωριό γιατί ήταν κομμουνιστής. Εγώ, μονάχη μου, με αίμα και με βάσανα κυλούσα τις μέρες. Δούλευα σε χωράφια ξένα.
Μέρα νύχτα να κουβαλάω στο κεφάλι μου τα καπνά, στην αγκαλιά μου να κρατάω το μωρό και πίσω μου να τρέχουν τα μικρά μου πεινασμένα, ξυπόλητα και να με τραβάνε. Πολλές φορές, ετούτα τα μάτια μου σκοτείνιαζαν από την πείνα. Εκείνο το μωρό μου, μου βύζαινε το αίμα (…)
Οταν μεγάλωσαν τα τρία κορίτσια μου, τα ‘στειλα στο Γυμνάσιο στη Φλώρινα. Στην κατοχή και οι τρεις ήταν πιστές και αφοσιωμένες Επονίτισσες. Η Αθανασία μου καθοδηγούσε το Γυμνάσιο τότε. Ομως την κυνήγησαν οι Γερμανοί και βγήκε στο Βουνό. Ηταν ψύχραιμη. Πολλές φορές ξέφευγε απ’ τα χέρια τους.
Η Λυδία μου δούλευε στο χωριό παράνομα. Και το μικρό μου, η Ταμαρούλα, ήταν σύνδεσμος. Στα καλαμποκόφυλλα μέσα τύλιγα τις σφαίρες, τα πιστόλια, τις εφημερίδες και εκείνη τα κουβαλούσε στο Βουνό. Εκεί ήταν ο άντρας μου και τα παιδιά.
Πιάσαν την Αθανασία μου στο 1945, την βασάνισαν, την κάμανε φυματική. Πήγα μια μέρα να τη δω στη φυλακή και δεν το γνώρισα το κορίτσι μου. Χλωμή και παραμορφωμένη ήταν. Χαιρετηθήκαμε με τη γροθιά ψηλά.
“Πρόσεξε γριά”, μου φώναξαν οι χαφιέδες, “και να αφήσεις τα κομμουνιστικά…”.
“Το βλαστάρι μου είναι μέσα και θυσιάζεται για το Κόμμα”, τους είπα, “Κι εγώ θα φοβηθώ τα σκυλιά;”. Χάρηκε η Αθανασία μου που τα είπα ψύχραιμα.
“Μη φοβάσαι μητέρα, εσύ είσαι μαθημένη από φυλακές. Να ‘ρχεσαι και πάντα έτσι να με χαιρετάς”, μου φώναξε μέσα από σίδερα της φυλακής. Μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή αμέσως έφυγε για το Βουνό. Από το τότε δεν την ξαναείδα.
«Παραγγελία των παιδιών μου και δική μου θέληση!»
Το 1947, 1.000 ΜΑΥδες μαζί με το Στρατό και τους χωροφύλακες μας κύκλωσαν. Δεν πρόφτασα να φύγω κι ένα “σκυλί” με μαχαίρωσε στην πλάτη και μπροστά. Τα κορίτσια μου να σπαράζουν στο κλάμα και τα “σκυλιά” εκείνα, να ρημάζουν και να ληστεύουν το βιο μας.
Μετά, ολόκληρο το σπίτι μας, τέσσερις γυναίκες και το μωρό μαζί, μας κουβάλησαν στη φυλακή. Ως και με τα πηρούνια μας τρυπούσαν. Κι όταν γλυτώσαμε πια απ’ τα χέρια τους, βγήκαμε όλοι στο Βουνό. Επτά όπλα κρατούσαμε. Τρία κορίτσια μου, η νύφη μου, εγώ και δύο παιδιά μου.
Τότε δοκίμασα τη μεγαλύτερη χαρά. Τη Λυδία μου την αντάμωσα για τελευταία φορά στο Βίτσι. Ηταν Αξιωματικός, γερή και κατακόκκινη! “Μητέρα”, με είπε, “χαίρομαι που είσαι πάντα πρωτοπόρα, μην σταματήσεις ποτέ τον αγώνα”. Από τότε δεν το ξαναείδα το κορίτσι μου.
Το 1948, στις επιχειρήσεις του Γράμμου, τότε που η γης έβγαζε φωτιά, εγώ μακριά σε ένα νοσοκομείο, πάλευα να σώσω το μωρό μας, το εγγονάκι μου που ήταν ετοιμοθάνατο. Μια βραδιά ήταν πολύ άσχημα. Κι όπως το κράταγα στην αγκαλιά μου, ακούω στο ραδιόφωνο την είδηση: “Την ίδια μέρα έπεσαν ηρωικά στο χαράκωμα της λευτεριάς οι δυο αδελφές Αθανασία και Λυδία Καλαϊτζίδου. Η θυσία τους μας οδηγεί στο δρόμο για την Νίκη”.
Επνιξα βαθιά μέσα μου τον πόνο και είπα: Τα παιδιά μου έπεσαν περήφανα για το Κόμμα και δεν έπεσαν στα χέρια του εχθρού. Το μικρό, ώρες έμεινε μισοπεθαμένο στα χέρια μου. Επρεπε να το σώσω. Θυμήθηκα το τελευταίο γράμμα των κοριτσιών μου, που μου ‘γραφαν: “Μητέρα να κοιτάξεις το μωρό μας. Να του μάθεις τα παραμύθια και τα τραγούδια τα επαναστατικά, που μάθαινες κάποτε και σε μας όταν ήμασταν μικρά. Εμείς θα πολεμήσουμε για να ελευθερωθεί γρήγορα ο παππούλης του και να ‘ρθει να χαρεί”.
Μου φαίνεται πως βλέπω κίτρινη κι αδύνατη την Αθανασία μου, να μου φωνάζει μέσα απ’ τη φυλακή: “Μη φοβάσαι μητέρα…”. Θαρρώ πως ακούω τη φωνή της Λυδίας μου στην τελευταία μας συνάντηση “Μητέρα μη σταματήσεις τον αγώνα”. Οσο ζω θα αγωνίζομαι. Αυτή είναι η παραγγελία των παιδιών μου. Αυτή είναι και η δική μου θέληση!».
Η αναγγελία της είδησης στην «Ελεύθερη Ελλάδα»
«Επεσαν και οι δυο στη μάχη στις 13 Ιούλη, την ίδια μέρα, πιστές στον όρκο που έδωσαν στην πατρίδα και το λαό.
Η Αθανασία ήταν άξια αγωνίστρια, υπεύθυνη των γυναικών σε μια μεγάλη μονάδα. Υπόδειγμα αγωνίστριας και ανθρώπου, με το παράδειγμά της κατακτούσε την καρδιά των γυναικών και έπλαθε αγωνίστριες. Απ’ το ’41 στην ΟΚΝΕ, το ’43 στέλεχος της ΕΠΟΝ βγαίνει στο βουνό. Με τη φλογερή της πίστη, την παλληκαριά, τις ικανότητες, γίνεται μέλος του Μακεδονικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ.
Οι καταδιώξεις, η φυλακή, οι κακουχίες, την ρίχνουν άρρωστη με φυματίωση μα δεν κάθεται πολύ καιρό στο νοσοκομείο. Η αδάμαστη καρδιά της την τραβάει στον αγώνα μπροστά. Γίνεται υπεύθυνη των γυναικών – δεν δέχεται να μείνει στη διοίκηση παρ’ όλη την αρρώστια της στέκεται μπροστά, με τις μαχήτριες που καθοδηγεί, θέλει μαζί τους να χτυπάει τους φασίστες. Εκεί στην πρώτη γραμμή έπεσε στη μάχη του Γαύρου, δίνοντας με τη δράση και τη θυσία της παράδειγμα.
Την ίδια μέρα στη Λευκαδιά του Γράμμου έπεσε η αδερφή της Λυδία, πολιτικός επίτροπος της διμοιρίας, πολεμώντας ηρωικά, επικεφαλής των μαχητών της. Η Λυδία, από 14 χρονών στην ΟΚΝΕ παλεύει ολόψυχα και στις δυο κατοχές. 5η στη σειρά επιτυχίας βγάζει τη σχολή αξιωματικών του Γ.Α. (Γενικού Αρχηγείου). Αναδεικνύεται στις μάχες, γίνεται σύμβολο για τους μαχητές της, κάνει υπόδειγμα τη διμοιρία της και καλεί σε άμιλλα και τις άλλες (…).
Επεσαν στο πόστο τους, όπως πέφτουν οι λαϊκοί αγωνιστές με το όπλο στο χέρι, κατακτώντας με τη θυσία τους τη νίκη. Επεσαν μα θα ζουν πάντα στη σκέψη και στην καρδιά όλου του λαού».
(Δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου, 7-8 Ιούλη 2018)
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.