Τα προικισμένα από την ανέχεια παιδιά της Ευρυτανίας στην πορεία προς την πολιτικοκοινωνική αφύπνιση!

“Η Ευρυτανία έγινε δημοκρατική μεσ’ από τη φτώχια της, μεσ’ από τον αγώνα της για την μπομπότα και για ένα κομμάτι γουρουνοτσάρουχο! Έτσι είναι! Όμως, ουσιαστική αλλαγή δε γνώρισε η Ευρυτανία ούτε όταν αλλάξανε τα φλάμπουρα ή και τα ονόματα —σε μερικές περιπτώσεις — των πολιτικών της. Μήτε κι όταν το κουβέρνο το βαφτίσανε «Ελληνική Δημοκρατία»…”

Ο αλησμόνητος Ευρυτάνας αντιστασιακός αγωνιστής Γεωργούλας Μπέικος (Κλειτσός Ευρυτανίας 1919 – Μόσχα 1975) εμπνευστής και συντάκτης του περίφημου “Κώδικα Ποσειδώνα” (βλ. εδώ)  σκιαγραφεί με την χαρισματική πένα του τη χαμοζωή του Ευρυτάνα προπολεμικά, αναφερόμενος στις αντιλήψεις, τα βάσανα, τις πίκρες, και τον τιτάνιο αγώνα της επιβίωσης των ανθρώπων του τόπου μας, συνάμα με την μακρά και βασανιστική πορεία της πολιτικής και κοινωνικής αφύπνισής τους στο φόντο όχι μόνο των εσωτερικών διεργασιών αλλά και συνταρακτικών γεγονότων της εποχής όπως η Μικρασιατική Καταστροφή και η Μπολσεβίκικη Επανάσταση!

Άλλωστε λίγα χρόνια αργότερα οι Ευρυτάνες θα πρωτοστατήσουν με πρωτοφανή συμμετοχή στην ένοπλη Λαϊκή Αντίσταση. Τίποτε όμως δεν προκύπτει τυχαία, αφού πάντοτε προηγείται η περίοδος της “προετοιμασίας” κι όπως και ο ίδιος ο Μπέικος σημειώνει :  «Ν’ αναπαραστήσουμε αυτό που προϋπήρξε και που εμείς κλήρος μας ήτανε να το συνεχίσουμε…» 

Πότε μελαγχολώντας και πότε με γλυκόπικρο χιούμορ, αλλά πάντα με βαθιά αγάπη και σεβασμό στο φτωχό λαό, ο Γ. Μπέικος μάς μεταφέρει, όλως παραστατικά, στο κλίμα εκείνων των αλλοτινών, και εν εν πολλοίς άγνωστων, καιρών στην φτωχομάνα Ευρυτανία.

Το χαρακτηριστικό απόσπασμα, που παραθέτουμε παρακάτω, το ιχνηλατήσαμε από το μνημειώδες δίτομο έργο του Γ. Μπέικου υπό τον τίτλο : “Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα”, εκδ. Θεμέλιο, 1979 – ένα σπουδαίο όσο και σπάνιο βιβλίο που κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη.

Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Ιδού:

“Η Ευρυτανία γενικά εξελίχθηκε δημοκρατική περιοχή. Το γεγονός δε στάθηκε το αποτέλεσμα θεληματικής και επιδιωκόμενης πολιτικής των παλαιοκομματικών προυχόντων. Κι απ’ αυτούς ανεμίσανε, αλήθεια, μερικοί και «δημοκρατικά» φλάμπουρα. Αν στο να γίνει ο λαός της δημοκρατικός συντελέσανε κι ετούτα, η συμβολή τους οπωσδήποτε στάθηκε η έσχατη. Το αντίστροφο, όμως, είναι αδιαμφισβήτητο. Το ότι ο βασικός λόγος που υποχρέωσε νa ξεδιπλώνονται, κατά κανόνα προεκλογικά, «δημοκρατικές» σημαίες, φορές φορές μάλιστα από χέρια που «φύσει» δεν ανήκανε στην αστιδημοκρατική πίστη, από τσιφλικάδες και κοτζαμπάσηδες είναι το δημοκρατικό φρόνημα του λαού, της εκλογικής «πελατείας». Χωρίς δημοκρατικά εμβλήματα στις κάλπες τους, οι Ευρυτάνες θα τους μαυρίζανε! 

Θεόφτωχη η Ευρυτανία! Θεούθε; ‘Οχι! Η Φύση τη γέμισε βουνά, μα δεν τ’ άφησε απροίκιστα — μήπως και δεν είναι έτσι; Ή δεν είναι δουλευτής ο λαός της; Για τη φτώχια της πρώτος και μέγας ένοχος υπήρξε το καθεστώς «Ψωροκώσταινας». 

Αβάσταγη η ανέχεια της Ευρυτανίας. Και στένευε τους ανθρώπους της να παίρνουνε των ομματιών τους για τα ξένα”. Σαν του λαγού τα τέκνα σκόρπαγε η φτώχια τους Ευρυτάνες. Και που δεν τους συναπαντούσες! Σ’ όλη τη φλούδα της γης, όπου μπορούσε να βγει καρβέλι. Σ’ όλες τις πόλεις της χώρας και σ’ όλα τα επαγγέλματα θa ’βρισκες Ευρυτάνες. Ονομαστούς καθηγητές Πανεπιστημίου και ταπεινούς χαμάληδες. Αρεοπαγίτες και πορτιέρηδες. Λογοτέχνες και καφετζήδες. Και πρωθυπουργούς της χώρας έδωσε η Ευρυτανία όχι μια φορά, μα και χωροφύλακες με τη σέσουλα! Ούτε σε Άγιους δεν υστέρησε! Το συγχωριανό μου Κυπριανό και τον Άγιο Γεράσιμο τον Μεγαλοχωρίτη. Κι αν ο Ευαγγελιστής Λουκάς έκανε μόνο τέσσερες, απ’ όσο ξέρω, θαυματουργές εικόνες της Παναγίας, η μιά της προτίμησε, εγκαταλείποντας μια πλούσια και φημισμένη Προύσα, να πετάξει και να «εγκατασταθεί» στην Ευρυτανία, στον Προυσό, που πήρε τ’ όνομ’ απ’ τη «χάρη» Της! 

Φωτογραφία Σπύρου Μελετζή

Μόνο διακονιαρέους δεν έβγαλε ο  τόπος της. Κι ας γειτονεύει με τα Κράβαρα, μάνα του «επαγγέλματος». Τι, όλα κι όλα! — ο Ευρυτάνας είναι περήφανος όσο κι αψύς. Έχει και την ανάλογη παροιμία του: «Η γίδα ψοφάει, μα την ουρά δεν τη ρίχνει!» Θα μου πεις: στη ζωοκλοπή δεν υστέρησε. Δε θα σου τ’ αρνηθώ — κι ο τόπος ο αναμάρτητος απ’ αυτή, ας έρθει να ρίξει την πέτρα του!

Η ζωοκλοπή έναν καιρό ήταν κι ασηκλίκι — μήπως δεν είναι και σήμερα σε μερικά μέρη; “Άιντε να παντρευόσουνα, σα δεν ήσουν’ άξιος κλεμμένο στο γάμο σου να ’χεις. Κι η νύφη ρώταε, το πρώτο που ρώταε για το γαμπρό: «Κλέβ’; Καπνουσάκκ’λα έχ;» — άν ειν’ άξιος στη ζωοκλοπή κι αν φουμέρνει άντρας είναι! 

Κι απ’ όσο μπορώ να ξέρω, και ιέρειες της αγοραίας Αφροδίτης δεν προμήθεψε η Ευρυτανία. Τουλάχιστο, που ν’ αφήσανε όνομα. Βέβαια, για τις εγχώριες ανάγκες — και χωρίς χρίσμα — πουθενά δα δεν απολείψανε οι ψυχικάρες ή κι αυτές που το μάχονται εξ… ιδιοσυγκρασίας. 

Ο σάρακας καημός του πάσα-Ευρυτάνα πατέρα, που μια ζωή του ’χανε φαγωθεί τα νύχια και τα μήλα στα δάχτυλα να ξεστρεμματίζει και να ξεχερσώνει σκληροτράχηλη και στουρναρόψυχη γη, ένας ήτανε: να ξεκολλήσει όπως-όπως τα παιδιά του απ’ αυτή. Νισάφι π’ αυτουνού κι απ’ το μπουσούλισμα ως τα γέρα του οι πετροκοφτερίδες τού ματώνανε την ολοζωής ξυπολησιά του, νισάφι που δεν του μείνανε δάχτυλα, μαζεύοντας με την καζιάκα χώμα να το στεριώσει σε μια ξερολιθιά — πεζούλι και να βάλει δυο σπειριά καλαμπόκι! Κι ίσα-ίσα που το ένα να κάνει δυο! Κι αν ο θεός έβρεχε στην ώρα που χρειάζεται η βροχή, κι αν ο λαγός δεν ξεφούντιαζε τ’ αραποσίτι πριν θρέψει, κι αν ο ασβός δεν τσάκιζε το κορομούζι πάνω στο γάλα, κι αν δεν έπιανε «στάχτη» το καλαμπόκι… Κι αν, κι αν! Τόσα «αν», που μήτε Κίπλιγκ δε θα τα κατάγραφε. Με χίλιες πίκρες, με χίλιες και μια αγωνίες και λαχτάρες να βγει η έρμη η μπομπότα του Ευρυτάνα, κι ούτε για το μισό της χρονιάς! 

Φωτογραφία Σπύρου Μελετζή

Ο καθ’ Ευρυτάνας π’ άφηνε, με πόνο, τα χώματά του, ένα είχεν όνειρο: να καζαντήσει. Λίγα-πολλά, να καζαντήσει στα ξένα. Μ’ όλες του κόσμου τις στερήσεις να κάνει κάποιο κομπόδεμα και γυρνώντας, το δίχως άλλο, στο χωριό του να χτίσει ένα σπιτάκι της προκοπής, να μπει και ν’ αποζήσει τα στερνά του χωρίς αχ καί βαχ. Και δίπλα σ’ ένα τζάκι με δέντρινα κούτσουρα θρακιά. Μ’ ένα κομμάτι μπομπότα σιγουρεμένο και μια σταξιά λαδάκι στα πικροράδικά του! Μα αχ μαύρα κι άραχλα και πικρά πούειναι τα ξένα! 

Την ορφανιά, την ξενητιά, την πίκρα, την αγάπη, 

τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα ειν’ τα ξένα! 

Το ’παιρνε πάνω του αυτό το βάρος ο Ευρυτάνας, ήτανε πιο βαριά η φτώχια του… Αλλά… Τα ενενήντα εννιά στα εκατό γυρνούσανε — όσοι γυρνούσανε — χωρίς καζάντι και χωρίς υγεία. Γυρνούσανε πολλές φορές με κόσκινο τα πνευμόνια. Και κάτι χειρότερο: στην ψυχή φορτωμένοι με το συντριμμένο όνειρο, το συντριμμένο για πάντα! 

Τι τα θες, όμως! Στα ξένα γνωριζόντουσαν μ’ άλλους συνανθρώπους και μ’ άλλες, καινούργιες, Ιδέες. Ξυπνοί, κατά κανόνα, οι Ευρυτάνες, βλέπανε, συγκρίνανε, μπαίνανε! Η σύγκριση έβαζε σε κίνηση το μηχανισμό της σκέψης και του συλλογισμού. Και σα συλλογάσαι, συμπεραίνεις. Σ’ ανημπορότερους απ’ την Ευρυτανία τόπους, βέβαια δεν ταξιδευόντανε. Αυτό δε θά ’χε και νόημα. Βλέποντας το σχετικά καλύτερο και ξύνε-ξύνε την κούτρα, καταλήγανε, έστω και μερικοί, στο συμπέρασμα, πως η μοίρα που τους ξανάγκασε να γεύονται το πικρό ψωμί του ξενητεμού δεν ήτανε θεούθε ζάβαλη και κακορίζικη, αλλ’ ανθρωπούθε. Και ψάχνε-ψάχνε, ως κι η στραβή προβατίνα, λένε, βρίσκει τ’ αρνί της! Έτσι και τούτα τα προικισμένα απ’ την ανέχεια παιδιά της Ευρυτανίας βρίσκανε, σιγά-σιγά, τους φταίχτες— άνθρωποι, φυσικά, ήσανε! Κι άντε και λίγο παραπέρα κι ανακαλύφτανε ότ’ ήτανε το κουβέρνο απ’ τους αρχιφταίχτες. Κι ένα βήμα ακόμα της σκέψης, χμ!… Ε, αυτό το καταστάλαγμα ήτανε και το μοναδικό καζάντι που φέρνανε πίσω στα χωριά τους πολλοί απ’ εκείνους που δεν κάνανε κεμέρι. 

Φωτογραφία Τάκη Τλούπα

Η αγάπη για τον τόπο τους απ’ τη μια, η κοψιά τ’ ανθρώπου απ’ την άλλη, ν’ αποζητάει και να πασχίζει για το καλύτερο, κάνανε να πιάνεται, να γεννιέται και να παίρνει συγκεκριμένες μορφές η Ιδέα, ότι ανάγκη είναι να φύγουνε από τη μέση αυτοί που ’ναι οι ένοχοι της μοίρας της μίζερης του τόπου τους οι αίτιοι για τη χαμωζωή των Ευρυτάνων. Τέτοιες ιδέες σ’ άλλους ερχόντανε με περπατησιά χελώνας, σ’ άλλους με πήδους ζαρκαδιού. Και σε κάμποσες περιπτώσεις το καινούριο φώτισμα, η νέα συνείδηση, τράβαε και πιο πέρα, ίσαμε τη συνειδητοποίηση της ενοχής των Θεσμών, του καθεστώτος. 

Είναι χαρακτηριστικό, πως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εκεί πάνω στα πίσω από τον ήλιο χωριά της Ευρυτανίας, ξεμυτίσανε και Ιδέες καθαρά κομμουνιστικές κι απαιτήσεις για λύσεις ριζοσπαστικές. Κι όχι μόνο επιζήσανε αυτές οι ιδέες στους πρώτους εκείνους φορείς τους, φαντάρους και χωροφυλάκους, που γυρίσανε από το μακελιό του Σαγγάριου, μα και διαδοθήκανε, μεταδοθήκανε και σ’ άλλους. 

Οι Ευρυτάνες που ξενητευόντανε στο εσωτερικό της χώρας, σχεδόν όλοι τους τα καλοκαίρια βρίσκανε μιαν ευκαιρία να πεταχτούνε για λίγο στα χωριά τους. Είτε δημόσιοι υπάλληλοι ήσανε και κάνανε την άδειά τους, ειτ’ άλλες ασχολίες τούς είχανε κουράσει κι ανεβαίνανε για μιαν ανάσα ελατίσιον αγέρα. Άλλοι τους απομένανε άνεργοι και καταφεύγανε στην πατρική μπομπότα. Κι απ’ τους άλλους, που πήρανε των ομματιών τους για το εξωτερικό, οι πιο πολλοί τους ξαναγυρίσανε στον τόπο τους ή και για λίγο ή και για παντοτινά. 

Κι ετούτοι κι οι άλλοι, για όσα είδανε και θαμάξανε ιστορούνε ατέλειωτα, βάζοντας και το δικό τους πιπέρι. Και δε γυρίσανε όπως φύγανε. Έχουνε τώρα άλλους τρόπους και φερσίματα — της πόλης! Κι όχι λίγοι κι άλλες Ιδέες για τη ζωή. Έτσι κι αν δε φέρανε φλουριά και κωνσταντινάτα στο πουγγί, φέρανε, όμως, πολιτισμό οπωσδήποτε στο χωριό κι αντιλήψεις νέες για τα του κόσμου. Και μπόλικη, ξέχειλη την αγανάκτηση για το παράτημα της δόλιας της Ευρυτανίας στο ξυλάλετρο του Ησίοδου…

Το χωριό μου έβγαλε ένα θαυμάσιο λαϊκό αγωνιστή, το Νίκο Σολούκο. Ποτέ δεν ξεχνώ το πάθος με το οποίο μίλαγε για την Επανάσταση και τον καινούριο κόσμο, που τα ’λεγε «Η Δευτέρα Παρουσία», θυμάμαι, τον ρωτούσα πότε θα γίνει η Επανάσταση, και μ’ απαντούσε: — Αγάλι* αγάλια φύτευε ο γεωργός τ’ αμπέλι, αγάλι’ αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι!» 

Αγάλι* αγάλια κι οι κοντόκαπες της Ευρυτανίας αρχίσανε να παίρνουνε είδηση τι συντελιέται στο ντουνιά. Και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αρχίσανε να ρίχνουνε στους τσελιγκάδες τους τής πολιτικής, στους κομματάρχες δηλαδή, αυτό που λένε ότ’ είπε ο «κουμπάρος» ο βλάχος στη Σοφία Τρικούπη. 

Η περίπτωση γνωστή. Η κυρά-Σοφία δεν έλεε να ενδώσει, να ικανοποιήσει τουτέστιν το ρουσφέτι που ζήταε ο κομματάρχης της βλάχος τσέλιγκας — με κάμποσες κατοσταριές ψήφους στο σελάχι του. Καμώνοντας τον βαρυφανισμένο και τον βαθιά σκεφτικό ο παμπόνηρος βλάχος, κοίταζε με τις βλεφαρίδες μόνο την αδερφή του Χαρίλαου Τρικούπη, που έπαιζε ρόλο διευθυντή, τουλάχιστο, του πολιτικού Γραφείου του, κι όπως είχε τα δάχτυλα των χεριών του σε κλειδωσιά, γυρόφερνε τους αντίχειρες νευρικά, μα μόνο προς μιά φορά. 

— Τι κάνεις εκεί, κουμπάρε; — ρώτησε η πρώτη στον καιρό της αρχόντισσα του Μεσολογγιού. 

Ο βλάχος, που ν’ απαντήσει αμέσως! Ήθελε να την ξεροψήσει την κερά. Κι υστέρα από δυό-τρία ξεροβηξήματα με νόημα, είπε: 

— Χμ, του γυρβουλάου, απ’ λές! Ιγώ, κουμπάρα μ’, κυρά- Σουφία, π’ τού ξιέρου έτσ’, ξιέρου να του φέρνου γυρβουλιά κι απ’ τ’ αλλιώς! … 

Κι ανάστρεψε την περιστροφή των αντιχείρων αμέσως, απ’ τ’ αλλιώς! 

Φωτογραφία Σπύρου Μελετζή

Κι η κυρά-Σοφία, πανέξυπνη, όπως την μολογάνε, πολλά κατάλαβε και τα σφόδρα ταράχτηκε — έτσι λένε. Πολλά καταλάβανε κι οι «τσελιγκάδες» του αμαρτωλού κομματαρχισμού και μηνύσανε στους «τσιφλικάδες» της τοτινής πολιτικής: — «Αφήστε το ραχάτι και την ξεγνοιασιά. Οί «καπνιάδες» (έτσι παραγκωμιάζανε, καταφρονετικά, τα τζάκια τους χωρικούς Ευρυτάνες) φοβερίζουν να το γυρίσουν στ’ αλλιώς!»

Από το ρεζιλίκι του Ενενηνταεφτά ως το Εικοσιδυό με το σεισμό της Μικρασιατικής καταστροφής, οι ρυθμοί στον αφυπνισμό του κόσμου σημειώσανε ασυνήθιστη για την εποχή γοργότητα. 

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και μέσα σ’ αυτόν τα μαντάτα για «κάποιους μπολσεβίκους», που συγυρίσανε για τα καλά το κηφηναριό του τόπου τους και τους μακελάρηδες, σεισμογραφτήκανε και στην κατακαθυστερημένη Ευρυτανία, που όχι λίγα, άλλωστε, παιδιά της δε γυρίσανε πίσω από τα Μέτωπα και τον αντροχαλασμό. 

Λίγο πριν, λίγο μετά π’ αντηχήσανε οι χαριστικές στο Γουδί, καταφτάσανε, καταϊδρωμένοι και του σκασμού λαχανιασμένοι, στην Ευρυτανία οι πολιτικοί της, στο μέγα τους ποσοστό τσιφλικάδες και… κάτοικοι πρωτευούσης, για να στήσουνε το «φλάμπουρο» της Δημοκρατίας — κατά κει φύσαγε ο αέρας! Να προλάβουνε να μη χαλαστεί η κομματική στρούγγα και λακίσει το κοπάδι των σφυριδίων… 

Ισχυρότατον ανάγκη – κρατεί γάρ πάντων — έλεγε ο Θαλής. Ανάγκη, λοιπόν, τι να κάνουνε — διαλαλήσανε με πίπιζες και με νταούλια, ετούτοι, ναι, ετούτοι οι παλιοί πολιτικοί, πως αυτοί οι ίδιοι, μα το θεό, ναι, αυτοί θα χαλάσουνε τα ψωροκωσταίικο, ας μη σεκλετίζεται ο κοσμάκης, ας κοιτάζει τη δουλίτσα του… Μάλιστα, αυτοί! Το γελάς; — αυτοί, το γέννημα και θρέμμα του! «Ζήτω η Δημοκρατία!» — αμέ; 

Αυτοί, λοιπόν, ήσανε οι «δημοκρατικοί» — ο χτεσινός Μανωλιός. Οι Ευρυτάνες, όμως, που λαχταρούσανε μιάν αλλαγή στο μαύρο ριζικό τους, πιστέψανε. Τους σηκώσανε στα χέρια και στις εκλογές δαγκωτό τους ρίξανε το σφυρίδιο.

Υπερβολικές απαιτήσεις δεν είχανε ποτέ οι Ευρυτάνες. «Πεινοπαθείς», όπως θα έλεγε ο συμπατριώτης τους Στέφανος Γρανίτσας, λίγο καλαμπόκι χωρίς δασμό ζητούσανε και κανένα γιοφύρι, για να μην περνάνε ζαλιγκωμένοι πάνω απ’ τα φοβερά ποτάμια βαλμένοι μέσα στο «καρούλι».

Η Ευρυτανία έγινε δημοκρατική μεσ’ από τη φτώχια της, μεσ’ από τον αγώνα της για την μπομπότα και για ένα κομμάτι γουρουνοτσάρουχο! Έτσι είναι! Όμως, ουσιαστική αλλαγή δε γνώρισε η Ευρυτανία ούτε όταν αλλάξανε τα φλάμπουρα ή και τα ονόματα —σε μερικές περιπτώσεις — των πολιτικών της. Μήτε κι όταν το κουβέρνο το βαφτίσανε «Ελληνική Δημοκρατία» (…) “

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: