Θα πει να βρίσκεσαι στην καρδιά του λαού – Δημήτρης Γληνός
Στις 22 του Αυγούστου 1882 γεννήθηκε στη Σμύρνη ο Δημήτρης Γληνός, ο κομμουνιστής παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, στοχαστής, φιλόσοφος, που οραματίστηκε την αληθινή λαϊκή παιδεία και έκανε σκοπό της ζωής του την οριστική κατάκτηση των πνευματικών αγαθών από το λαό.
Στις 22 του Αυγούστου 1882 γεννήθηκε στη Σμύρνη ο Δημήτρης Γληνός, ο κομμουνιστής παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, στοχαστής, φιλόσοφος, που οραματίστηκε την αληθινή λαϊκή παιδεία και έκανε σκοπό της ζωής του την οριστική κατάκτηση των πνευματικών αγαθών από το λαό.
Η παιδαγωγική και εκπαιδευτική του δράση, οι πρωτοποριακές του ιδέες, η πίστη του στο δημοτικισμό και στην αναγέννηση της παιδείας, τον έκαναν μια συμβολική φυσιογνωμία για ολόκληρο τον κόσμο και λαμπρό παράδειγμα που επιβεβαιώνει ότι η διανόηση μόνο στη ζύμωσή της με το λαό μπορεί να πραγματοποιεί δημιουργικό κοινωνικό έργο.
Ο δάσκαλος του έθνους, άφησε τη σφραγίδα του στο προοδευτικό και κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας. Η πορεία του Δημήτρη Γληνού είναι μια συνεχής πορεία «όλο προς τα αριστερά», όπως έλεγε ο ίδιος.
Τη θέση του Γληνού που υπήρξε στη συνείδηση και την καρδιά του λαού μαρτυρά το περιστατικό που έζησε και κατέγραψε η Βούλα Δαμιανάκου:
«Άνοιξη του χίλια εννιακόσια σαραντατέσσερα. Τ’ Άγραφα χιονισμένα. Κατηφορίζαμε με μια παρέα αγωνιστές που είχαν πάρει μέρος σε κάποια συνδιάσκεψη. Πιο κάτω απ’ το χωριό Σμόκοβο, μπροστά σ’ ένα μεγάλο βράχο που σχημάτιζε ανάβαθη σπηλιά, χτύπησε το μάτι μας από μακριά πως το μέρος ήτανε συγυρισμένο κι από πάνω κάτι άσπρα σχήματα. Ήταν άραγε το χιόνι που ’χε μείνει άλιωτο κι είχε κάμει αυτά τα σχήματα;
Κοντοζυγώσαμε κι είδαμε πως ήταν βότσαλα από κείνα που βρίσκει κανείς σε βουνίσιες πηγές και ποτάμια, κάτασπρα, αστραφτερά, και τα βότσαλα ήταν έτσι τοποθετημένα που έκλειναν ένα χώρο όσος χρειάζεται για ένα μνήμα. Στη μέση στο μνημείο βότσαλα πάλι σχημάτιζαν γράμματα και τα γράμματα τ’ όνομα:
ΔΙΜΙΤΡΙ ΓΛΙΝΕ
Κι από κάτω τη φράση:
ΜΕΓΑΛΕ ΔΑΣΚΑΛΕ ΚΑΙ ΟΔΙΓΕ
ΕΟΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΙΜΗ
Δυο τρεις Ελασίτες του φυλακίου που ήταν πιο πέρα, μας πλησίασαν και στάθηκαν παράμερα με σεβασμό και συνάμα σαν ντροπιασμένοι που το έργο τους ήταν τόσο απλοϊκό».
(Από το βιβλίο Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου, Μνημόσυνο, Αθήνα 1961).