Θρασύβουλος Τσακαλώτος – Από το τσάκισμα του ΔΣΕ στο ΠΑΣΟΚ
Παλαίμαχος του αντικομμουνιστιστικού αγώνα, προσέγγισε μετά τη χούντα το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, σε μια πορεί που τον έφερε στην ιστορική χειραψία του με τον Μάρκο Βαφειάδη το 1984.
Μεταξύ των πρωταγωνιστών του εμφυλίου πολέμου από κυβερνητικής πλευράς ήταν στο στρατιωτικό πεδίο χωρίς αμφιβολία ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος. Το όνομά του συνδέθηκε στενά με εκείνο του “αιώνιου” αντιπάλου του Αλέξανδρου Παπάγου, οι διαφορές των οποίων εκφράστηκαν τόσο ως προς τον τρόπο διοίκησής τους, όσο και ως προς τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκαν αργότερα, ο μεν Παπάγος κυριολεκτικά ως πρωθυπουργός – σύμβολο της μετεμφυλιακής δεξιάς, ο δε Τσακαλώτος μεταγενέστερα ως σύμβολο “εθνικής συμφιλίωσης” στα χρόνια της “Αλλαγής” που ενθουσιωδώς ασπάστηκε.
Είχε καταγωγή από την Πρέβεζα, όπου γεννήθηκε το 1897, από εύπορη οικογένεια καθώς ο πατέρας του ήταν χρυσοχόος. Έφηβος πήγε στην Αλεξάνδρεια κοντά σε ένα από τα τέσσερα αδέλφια του, και αποφοίτησε από το Αβερώφειο Γυμνάσιο. Το 1914 εισήχθη στην Ευελπίδων, όπου σπούδασε μαζί με σημαίνουσες προσωπικότητας του “εθνικόφρονος” χώρου μετέτπειτα, όπως ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, ο Παυσανίας Κατσώτας, ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, ο Ναπολέων Ζέρβας, που δεν αποφοίτησε.
Συμμετείχε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία παρότι κατά διαστήματα είχε συλληφθεί και αποταχθεί ως αντιβενιζελικός. Κατηγορήθηκε από τη βενιζελική πλευρά για γνώση του αντιβενιζελικού πραξικοπήματος Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη, κάτι που ο ίδιος αρνούνταν κατηγορηματικά.
Ως συνταγματάρχης πεζικού διακρίθηκε κατά των Ιταλών στον πόλεμο του ’40, ενώ στη συνέχεια υπηρέτησε τη δοσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου ως γενικός διευθυντής του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Παράλληλα φρόντισε να αναπτύξει δεσμούς με τη βρετανική πλευρά και την εξόριστη κυβέρνηση του βασιλιά, ως μέλος της οργάνωσης “Θέρος” του συνταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλου. Το 1943 διαφεύγει στην Αίγυπτο, όπου διοικεί το Κέντρο Εκπαίδευσης Ελλήνων στρατιωτών και στη συνέχεια γίνεται διοικητής της Γ’ Ορεινής Ταξιαρχίας, γνωστής ως “Ταξιαρχία Ρίμινι” για τη συμβολή της στη συμμαχική κατάληψη της ομώνυμης ιταλικής πόλης το Σεπτέμβρη του 1944.
Οι “Ριμινίτες” διακρίνονταν για την εκπαίδευση και την εμπειρία τους, αλλά και για τα έντονα αντικομμουνισιτκά τους φρονήματα. Οι ιδιότητές τους αυτές τους έδωσαν ηγετική θέση στην καταπολέμηση του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά. Λέγεται μάλιστα πως ο Τσακαλώτος ήταν εκείνος που έπεισε το Σκόμπι να μην αποσύρει τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις στο Δέλτα του Φαλήρου τις κρίσιμες πρώτες μέρες της μάχης. Μετά τη νίκη των αστών διορίστηκε διοικητής της ΙΙ Μεραρχίας Αθηνών. Το 1946, όταν άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος έγινε υποστράτηγος κι ανέλαβε την Ανωτέρα Σχολή Πολέμου. Δυο χρόνια μετά ως διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού ήταν υπεύθυνος για τις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, που κατέληξαν στη σχεδόν ολοσχερή εξόντωση των ανταρτών. Σημαντικός ήταν κι ο ρόλος του στην τελική επικράτηση του Εθνικού Στρατού στις μάχες του Γράμμου – Βίτσι.
Η ανοδική του πορεία συνεχίστηκε μετά το πέρας του Εμφυλίου, με αποκορύφωμα το 1951 που ανέλαβε αρχηγός ΓΕΣ. Με αυτή την ιδιότητα διατάχθηκε από το βασιλιά Παύλο να συλλάβει τον Παπάγο, που είχε αποφασίσει ενάντια στη θέληση του παλατιού να πολιτευτεί, κάτι που ο Τσακαλώτος ωστόσο αρνήθηκε να πράξει. Από την άλλη όμως, ενημέρωσε τον τότε πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο για τη δράστη του ΙΔΕΑ, που ελεγχόταν ουσιαστικά από τον Παπάγο. Τα επίχειρα της ενέργειας αυτής εισέπραξε ένα χρόνο αργότερα περίπου, όταν το 1952 αποστρατεύτηκε με το βαθμό του αντιστράτηγου, λίγες μέρες μόνο μετά την ορκωμοσία του Παπάγου. Στη συνέχεια διορίστηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή πρεσβευτής της Ελλάδας στο Βελιγράδι, ενώ παράλληλα άρχισε να δημοσιεύονται σε συνέχειες τα απομνημονεύματά του στη δεξιά εφημερίδα “Ακρόπολις”, που εκδόθηκαν το 1960 σε μορφή βιβλίου με τίτλο 40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος : πώς εκερδίσαμε τους αγώνας μας 1940-1949, που αποτελούν σημαντική πηγή για την ιστορία του εμφυλίου από την πλευρά των νικητών. Στη διάρκεια της χούντας δημοσιεύτηκαν κι άλλα έργα του, όπως το “Δεκέμβρης 1944. Η μάχη των Αθηνών”, “Γράμμος”, “Η μάχη των ολίγων”.
Κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια προσέγγισε το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο το 1985 χαρακτήρισε “αδελφό”. Ένα χρόνο νωρίτερα εξάλλου είχε περάσει στην ιστορία το στιγμιότυπο της χειραψίας του μπροστά στις κάμερες της ιταλικής RAI με τον πάλαι ποτέ εχθρό του στα πεδία των μαχών Μάρκο Βαφειάδη, που βρισκόταν επίσης σε τροχιά προσέγγισης με το “Κίνημα”, βουλευτής επικρατείας του οποίου θα εκλεγόταν το 1989. O Tσακαλώτος είπε στο Βαφειάδη “κάναμε λάθος τότε”, με εκείνον ν’ απαντάει “μάλλον στρατηγέ μου”, με τους δυο να συμφωνούν πως οι πεσόντες των δύο πλευρών ήταν “καλοί Έλληνες”, ολοκληρώνοντας λεκτικά και συμβολικά το πασοκικό συμφιλιωτικό αφήγημα. Απεβίωσε σαν σήμερα το 1989 και κηδεύτηκε στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών. Εγγονός ενός πρώτου ξαδέλφου του είναι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.