Τι έγινε στο Ίλιντεν 1903 – Μια εξέγερση με πολλούς διεκδικητές
Η εξέγερση αυτή στο έδαφος της πολυεθνικής οθωμανικής αυτοκρατορίας έχει ερμηνευτεί ως βουλγαρικό εθνικό κίνημα, ως απαρχή της εθνογένεσης των σλαβομακεδόνων σε πολιτικό επίπεδο ή ως κίνηση χριστιανών υπόδουλων διαφορετικών εθνοτικών προελεύσεων.
Η πρόταση για την μετονομασία της ΠΓΔΜ σε “Μακεδονία του Ίλιντεν” έφερε δυναμικά στην επικαιρότητα το ζήτημα της ομώνυμης εξέγερσης πριν 115 χρόνια, εξέγερσης άγνωστης στο ευρύ κοινό στην Ελλάδα, καταδεικνύοντας και το κενό στη διδασκαλία της ιστορίας των γειτονικών μας βαλκανικών κρατών στη σχολική εκπαίδευση. Η εξέγερση αυτή στο έδαφος της πολυεθνικής οθωμανικής αυτοκρατορίας έχει ερμηνευτεί ως βουλγαρικό εθνικό κίνημα, ως απαρχή της εθνογένεσης των σλαβομακεδόνων σε πολιτικό επίπεδο ή ως κίνηση χριστιανών υπόδουλων διαφορετικών εθνοτικών προελεύσεων κατά της εξίσου ασφυκτικής για τους λαούς της περιοχής οθωμανικής κυριαρχίας. Καθεμία ανάγνωση είναι λιγότερο ή περισσότερο θεμιτή, αρκεί να μην αποκόπτονται ποτέ μεταξύ τους, αλλά κυρίως από το κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο που επέτρεψε την ανάδυση και κυρίως την εδραίωσή τους.
Κύρια θέατρα των εξεγέρσεων ήταν το βιλαέτι του Μοναστηρίου, όπου ξέσπασε η καθαυτό εξέγερση του ‘Ιλιντεν, που όπως διακρίνεται κι από το όνομά της καθορίστηκε ανήμερα του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιούλη 1903, ενώ σημαντική ήταν κι συνδεόμενη με αυτή εξέγερση της “Μεταμόρφωσης του Σωτήρος”, ανήμερα της συγκεκριμένης εορτής στις 6 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς στο βιλαέτι της Ανδριανούπολης στη Θράκη. Μικρότερης έκτασης γεγονότα έλαβαν χώρα και στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης.
Είναι αρκετά γνωστό πως η οθωμανική Μακεδονία ήταν ένα πολυπολιτισμικό μωσαϊκό, κάτι που πέρασε και σε κάποιες ευρωπαϊκές γλώσσες, που υποδηλώνουν με τον όρο “macédoine” στα γαλλικά ή “macedonia” στα ιταλικά είδη ανάμεικτης σαλάτας. Ο χώρος αυτός, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα είχε αρχίσει να γίνεται χώρος διεκδίκησης από τα συνορεύοντα βαλκανικά αστικά κράτη, κυρίως της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, δευτερευόντως δε της Σερβίας με όχημα την παρουσίαση διάφορων ιστορικών, θρησκευτικών ή και φυλετικών “δικαίων” πάνω στους πληθυσμούς. Η εκκλησιαστική και εκπαιδευτική πολιτική βρισκόταν στην αιχμή του δόρατος των εθνικών αστικών τάξεων, με τις ομάδες ενόπλων να αποκτούν σημαντικό ρόλο από τα τέλη του 19ου αι., κυρίως όμως από τις αρχές του 20ου αιώνα, με το Ίλιντεν μάλιστα να βρίσκεται ακριβώς στο μεταίχμιο πριν την έναρξη του λεγόμενου “Μακεδονικού Αγώνα” από ελληνικής πλευράς.
Η πρώτη ένοπλη οργάνωση στο μακεδονικό χώρο ήταν η λεγόμενη Εσωτερική Μακεδονική Ανδριανουπολίτικη Οργάνωση (ΕΜΕΟ), που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1893. Διακηρυγμένος στόχος της ήταν η απαλλαγή από την κοινωνική καταπίεση της οθωμανικής κυριαρχίες, που προσωποποιούνταν στην εξουσία των γαιοκτημόνων. Σκοπός ήταν “η βελτίωση της κοινωνικής θέσης των κατοίκων της Μακεδονίας” και η “απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικών προς όφελος των ακτημόνων αγροτών”. Μάλιστα, παρότι η σύνθεση της οργάνωσης ήταν συντριπτικά σλαβική, θεωρητικά επιτρεπόταν η ένταξη οποιουδήποτε κατοίκου των Βαλκανίων, χωρίς προσκόμματα γλώσσας, θρησκείας, εθνικής καταγωγής ή άλλων συναφών κριτηρίων. Το σύνθημα “η Μακεδονία στους Μακεδόνες” αφορούσε εκείνη την εποχή λοιπόν όλους τους κατοίκους και δε μπορεί να νοηματοδοτηθεί σε εκείνη τη φάση ως δείγμα σλαβομακεδονικού εθνικού κινήματος. Σαφέστατα, από πολύ νωρίς έγινε σαφής η επιρροή του ήδη κραταιού βουλγαρικού εθνικισμού εντός της οργάνωσης, κάτι που θα οδηγούσε αργότερα στη διάσπασή της, μετά την αποτυχία της εξέγερσης στο Ίλιντεν. Το γεγονός πως εκείνη την περίοδο το ΕΜΕΟ ήταν “αγκάθι” τόσο για τα μεγαλοϊδεατικά σχέδια της Ελλάδας, όσο κι για εκείνα της Βουλγαρίας, γίνεται φανερό από την ίδρυση, το 1894, του Κομιτάτου των Βερχοβιστών ή Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου, που είχε την άμεση στήριξη του βουλγαρικού κράτους κι επεδίωκε ξεκάθαρα την προσάρτηση μακεδονικών περιοχών στη χώρα.
Οι βερχοβιστές συμμετείχαν στην εξέγερση του Ίλιντεν, ψυχή της ωστόσο ήταν αναμφίβολα οι μαχητές του ΕΜΕΟ, που συνάντησαν όμως λαϊκή υποστήριξη πολύ μεγαλύτερη της οργανωτικής τους δύναμης. Η εξέγερση ήταν εξαρχής καταδικασμένο, καθώς 26.000 άσχημα εξοπλισμένοι και χωρίς εξωτερική υποστήριξη ένοπλοι είχαν ν’αντιμετωπίσουν έναν στρατό 350.000 Οθωμανών. Οι εκκλήσεις στρατιωτικής βοήθειας από τη Βουλγαρία έπεσαν στο κενό, καθώς η χώρα είχε ν’αντιμετωπίσει το κοινό τελεσίγραφο Ελλάδας, Σερβίας και Ρουμανίας πως θα στήριζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε περίπτωση βουλγαρικής επέμβασης στα γεγονότα. Υπό αυτό το πρίσμα είναι εντυπωσιακές οι αρχικές επιτυχίες των εξεγερμένων, που συνέστησαν τη λεγόμενη “Δημοκρατία του Κρούσοβο” (πόλη στη σημερινή ΠΓΔΜ), υπό την ηγεσία του δασκάλου Νικόλα Κάρεφ. Μάλιστα, στην τοπική “Βουλή” υπήρχαν και εκπρόσωποι των τοπικών Βλάχων, χριστιανών Αρβανιτών και γραικομάνων (δηλαδή πολιτών διαφόρων εθνοτικών προελεύσεων που ανήκαν στο πατριαρχείο και προσδιορίζονταν πολιτισμικά ως Έλληνες). Μετά από δέκα μέρες, η “Δημοκρατία του Κρούσοβο κατέρρευσε και 1000 μαχητές έπεσαν στη μάχη ή εκτελέστηκαν αργότερα.
Η “Δημοκρατία της Στράντζας” στη Θράκη, άντεξε ακριβώς το διπλάσιο χρονικό διάστημα, απελευθερώνοντας ορισμένς ακόμα πόλεις της περιοχής, πριν κατασταλεί άγρια από τα οθωμανικά στρατεύματα. Συνολικά εκτιμάται πως έχασαν τη ζωή τους 5000 ως 10.000 άμαχοι, εκατοντάδες χωριά ισοπεδώθηκαν, ενώ δεκάδες χιλιάδες ήταν οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στα γειτονικά κράτοι, 30000 εκ των οποίων στη Βουλγαρία, κυρίως στο Μπουργκάς στη Μαύρη Θάλασσα.
Η αποτυχία της εξέγερσης ενέτεινε τη διάσταση απόψεων εντός της ΕΜΕΟ, που σύντομα διασπάστηκε στην αριστερή φεντεραλιστική πτέρυγα που επέμενε στην ιδέα της αυτονομίας, και τη δεξιά που ευθυγραμμιζόταν ανοιχτά με το βουλγαρικό αστικό εθνικισμό. Τα αμέσως επόμενα χρόνια η Μακεδονία θα μετατρεπόταν σε πεδίο αιματηρής διαμάχης μεταξύ κυριολεκτικά εκατοντάδων αντιμαχόμενων ενόπλων ομάδων, με τη στήριξη των αντίστοιχων εθνικών κρατών Βουλγαρίας, Ελλάδας και Σερβίας. Η νομή της Μακεδονίας θα ολοκληρωνόταν βέβαια στα “κανονικά” πεδία των μαχών αργότερα, μετά τους δυο βαλκανικούς πολέμους του 1912 και του 1913.
Εκ των υστέρων, τόσο η βουλγαρική ιστοριογραφία, όσο κι εκείνη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και ΠΓΔΜ έπειτα, προέβαλε τα αντίστοιχα έθνη-κράτη ως αποκλειστικούς ή γνήσιους κληρονόμους της εξέγερσης. Ενδιαφέρον για τις ρευστές ταυτότητες της περιόδου, παρουσιάζει ότι το θεατρικό έργο του ποιητή Νικόλα Κίροφ Μάισκι για την εξέγερση, στην οποία συμμετείχε, θεωρείται ένα από τα πρώτα έργα της “μακεδονικής γλώσσας”, με τον ίδιο ωστόσο να ταυτίζεται ξεκάθαρα με τη Βουλγαρία, όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Παρόλαυτα στην επικράτεια της ΛΔΜ το έργο αυτό θεωρούνταν βασική πηγή για την εξέγερση του Ίλιντεν. Η ΠΓΔΜ το 1991 αυτοκαθοριζόταν ως πολιτειακή συνέχεια της “Δημοκρατίας του Κρούσοβο”, κάτι που αποτελεί σαφώς αναχρονισμό, πρακτική ωστόσο καθόλου ασυνήθιστη σε μια σειρά εθνογενέσεων, περιλαμβανομένης της νεοελληνικής.
Η εξέγερση του Ίλιντεν ήταν ένα κίνημα με σαφή κοινωνικό χαρακτήρα, κάτι που πιστοποιείται κι από την σε ένα βαθμό τουλάχιστον πολυεθνική σύνθεση των συμμετεχόντων σε αυτή. Παράλληλα, είναι εξίσουσαφές πως μεταξύ των πρωταγωνιστών της τουλάχιστον, ένα σημαντικό μέρος είχε ή απέκτησε σύντομα στην πορεία στενούς δεσμούς με τη Βουλγαρία, είτε μόνο σε επίπεδο ταυτότητας, είτε και σε επίπεδο πολιτικής ταύτισης με το κράτος της. Από την άλλη η εξέγερση πιστοποίησε κάτι που διαφάνηκε κι αργότερα, στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, ότι δηλαδή υπήρχε μια όχι ευκαταφρόνητη πληθυσμιακή ομάδα ορθοδόξων σλαβοφώνων, που δεν απορροφούνταν εύκολα από τους αστικούς εθνικισμούς των γειτονικών κρατών και που θα αποτελούσε τον πυρήνα για την αποκρυστάλλωση μιας ξεχωριστής σλαβομακεδονικής ταυτότητας τα αμέσως επόμενα χρόνια και δεκαετίες, η οποία κορυφώθηκε και παγιώθηκε μετά την ίδρυση της ΛΔΜ.