«Τον Δεκέμβρη του 1944 χάσαμε τη μάχη. Όμως τον πόλεμο ενάντια στον ιμπεριαλισμό δεν τον χάσαμε…»
Στις 5 του Γενάρη 1945, έπειτα από 33 μέρες σκληρών μαχών απέναντι στις συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις του βρετανικού ιμπεριαλισμού και του αστικού κράτους, ο ΕΛΑΣ Αθήνας – Πειραιά συμπτύσσεται για να καταλάβει θέσεις στις προσβάσεις γύρω από την πρωτεύουσα. Χιλιάδες λαού της Αθήνας και του Πειραιά ακολουθούν τον ΕΛΑΣ.
«Ζήτω σ’ αυτούς που απότυχαν και σ’ αύτούς που τα καράβια τους βούλιαξαν στη θάλασσα και σ’ εκείνους που πνίγηκαν στη θάλασσα. — Και σ’ όλους τους στρατηγούς που χάσαν μάχες, και σ’ όλους τους νικημένους ήρωες. — Και στους αναρίθμητους άγνωστους ήρωες τούς ισάξιους με τους μεγαλύτερους ήρωες!!!» (Γουόλτ Ουίτμαν)
Στις 5 του Γενάρη 1945, έπειτα από 33 μέρες σκληρών μαχών απέναντι στις συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις του βρετανικού ιμπεριαλισμού και του αστικού κράτους, ο ΕΛΑΣ Αθήνας – Πειραιά συμπτύσσεται για να καταλάβει θέσεις στις προσβάσεις γύρω από την πρωτεύουσα. Χιλιάδες λαού της Αθήνας και του Πειραιά ακολουθούν τον ΕΛΑΣ. Την ημερομηνία αυτή ουσιαστικά σημειώνεται η λήξη των μαχών της Αθήνας που ξεκίνησαν το Δεκέμβρη του 1944.
Προσεγγίζουμε τις ιστορικές αυτές στιγμές, μέσα από τις καταγραμμένες μαρτυρίες δυο πρωταγωνιστών του Δεκέμβρη, του Νίκανδρου Κεπέση, καπετάνιου του 6ου Ανεξάρτητου Συντάγματος ΕΛΑΣ Πειραιά και του Ορέστη Μακρή (Γιάννη), Β΄καπετάνιου του 1ου Συντάγματος της 1ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ.
***
«Η υποχώρηση του ΕΛΑΣ από τον Πειραιά άρχισε στις πρώτες πρωινές ώρες της 5 Γενάρη 1945. Μαζί με το 6ο Σύνταγμα υποχωρούσαν και οι άλλες δυνάμεις (τμήματα του 52ου Συντάγματος και τάγμα του 54ου), ακολουθούμενες από χιλιάδες άοπλους πολίτες. Σε 10 χιλιάδες υπολογίζονται οι πολίτες, άντρες, γυναίκες και παιδιά, που ακολουθούσαν αρχικά τον ΕΛΑΣ Πειραιά στην υποχώρησή του.
Η Διοίκηση του 6ου Συντάγματος που βρισκόταν στην οπισθοφυλακή της φάλαγγας έφτασε στην Ιερά οδό μέσα από το «σχιστό» κοντά στο Δαφνί, γύρω στις 7 το πρωί. Στις 9-10 π.μ. βρισκόταν στον Ασπρόπυργο και Μαγούλα. Τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες κινηθήκαμε προς Μάνδρα -Βίλια, κάτω από την παρακολούθηση της βρετανικής αεροπορίας που μάς υποχρέωσε να πάρουμε έτσι πρόσθετα μέτρα ασφάλειας.
Τα μέτρα αυτά σε συνδυασμό με την κόπωση τόσων ημερών, τις λάσπες και την έλλειψη κατάλληλης υπόδησης έκαμαν πολύ αργή την κίνησή μας. Στα Βίλια φτάσαμε τις πρώτες μεταμεσονύχτιες ώρες της 6ης Γενάρη…
Πριν προχωρήσουμε στην έκθεση των πιο σοβαρών γεγονότων που διαδραματίστηκαν σε συνέχεια, θέλουμε να αναφέρουμε εδώ ένα γεγονός χαρακτηριστικό, που δεν πρέπει να διαφύγει από τον αναγνώστη στην εκτίμηση της κατάστασης. Αν και ο εχθρός διαπίστωσε τη σύμπτυξη των τμημάτων μας από την περιοχή του Πειραιά και προσπάθησε μάλιστα να μη χάσει την επαφή με τα τμήματά μας σ’ όλο τον υποχωρητικό τους ελιγμό, ωστόσο δεν προχώρησε να καταλάβει όλες τις συνοικίες του. Στή Κοκκινιά π.χ., όπως μάθαμε αργότερα, συνέχισε τους βομβαρδισμούς μια δυο μέρες μετά την υποχώρησή μας. Και δεν μπήκαν τα βρετανικά στρατεύματα παρά μόνο ύστερα από διάβημα μιας λαϊκής επιτροπής. Ο εχθρός φοβότανε ότι δεν είχαν αποχωρήσει όλα τα τμήματά μας και ήταν πολύ επιφυλακτικός να μπει στους συνοικισμούς αυτούς μήπως παιδευθεί.
Έτσι χρειάστηκε η ειδοποίηση της «Λαϊκής Επιτροπής» και η βεβαίωσή της ότι ολόκληρος ο ΕΛΑΣ υποχώρησε, για να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί και να τολμήσουν να προχωρήσουν. Το γεγονός αυτό φανερώνει την εντύπωση που είχαν σχηματίσει οι Βρετανοί για τη μαχητική ικανότητα του ΕΛΑΣ μέχρι την τελευταία μέρα τής μάχης. Ανάλογο φαινόμενο είχαμε και σέ συνοικίες τής Αθήνας…»1
«Τα τανκς των άγγλων εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις 5 του Γενάρη, αλλά δεν προχώρησαν προς τις θέσεις μας.
Στις 7 του Γενάρη μετά από διαταγή της ταξιαρχίας τεθήκαμε σε πορεία προς Μαλακάσα μέσω Πάρνηθας. Μας δόθηκε και οδηγός, για να μη χαθούμε απάνω στο χιονισμένο βουνό.
Απ’ εδώ αρχίζει το μεγάλο μαρτύριο για τους μαχητές του 1ου συντάγματος.
Στη μεγάλη πορεία απ’ την Αθήνα ως το Πλατύστομο, κοντά στη Λαμία, μέσα από μονοπάτια, βουνά και λαγκάδια, το σύνταγμά μας έχασε τα 2/3 της δύναμής του απ’ τις φοβερές κακουχίες. Η υποχώρηση ήταν μια άλλη μάχη, ακόμη πιο δύσκολη από τη σύγκρουση των 33 ημερών της Αθήνας.
Οι αετοί της Αθήνας ήταν ασυνήθιστοι κι απροετοίμαστοι για τέτοιες πορείες κι ύστερα μάλιστα απ’ το θανάσιμο αγώνα τους με την εγγλέζικη αυτοκρατορία.
Χωρίς ρούχα, χωρίς αρβύλες, οι περισσότεροι ξυπόλητοι, αδύνατοι, γεμάτοι ψείρες και ψώρα, κρυολογημένοι, μέσα στα χιόνια δεν άντεξαν τις καθημερινές δωδεκάωρες νυχτερινές πορείες στα κατσάβραχα των βουνών της πατρίδας. Σ’ όλο το διάστημα της σύντονης πορείας ξετυλίγονταν συγκινητικές και δραματικές σκηνές αλληλοβοήθειας, ανάμεσα σε εκείνους που άντεχαν και κείνους που είχαν σακατευτεί. Κι όμως το τραγούδι και τ’ αστεία δεν έλειψαν ούτε λεφτό απ’ τη φάλαγγα των οδοιπόρων».2
«Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της πειθαρχίας και συνοχής των γραμμών του ΕΛΑΣ, της συνειδητότητάς του, της κατανόησης της ιστορικής αποστολής του, αποτελεί ο υποχωρητικός ελιγμός του από την Αθήνα και τον Πειραιά.
Αποτελεί φαινόμενο στη στρατιωτική ιστορία της χώρας η ικανότητα του ΕΛΑΣ να συμπτύσσεται συνταγμένος και ετοιμοπόλεμος ύστερα από κάθε υποχωρητικό ελιγμό στον οποίον υποχρεωνόταν από την πίεση των ευρύτερων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του εχθρού στη διάρκεια της κατοχής.
Μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις, η πιο σημαντική, ίσως, είναι και η υποχωρητική κίνηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα – Πειραιά.
Λέμε «η πιο σημαντική», γιατί ο υποχωρητικός εκείνος ελιγμός έγινε απροετοίμαστα. Όταν ο ΕΛΑΣ είχε εμπλακεί σ’ ένα τόσο σκληρό, μέχρι θανάτου ένοπλο αγώνα, με ασύγκριτα ανώτερο — από άποψη δυνάμεων, οργάνωσης, ισχής πυρός, κτλ. — εχθρό. Ενώ στις άλλες περιπτώσεις των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στην κατοχή οι σχηματισμοί του ήταν από πιο μπροστά προειδοποιημένοι για σύμπτυξη, εκτός από εκείνους που θα αμύνονταν μέχρι θανάτου, όπου και όταν υπήρχε τέτοια περίπτωση.
Η υποχώρηση αυτή του ΕΛΑΣ και κάτω από τις ειδικές συνθήκες που έγινε — χωρίς προϊδεασμό των Διοικήσεων των μονάδων, κάτω απ’ την απειλή της κύκλωσης, με τους άμαχους συνοδοιπορούντες — αποτελεί ένα ιδιαίτερο γεγονός, που νομίζουμε ότι θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης απ’ τον ιστορικό της Εθνικής Αντίστασης.
Γιατί είναι γεγονός ότι, ενώ ο ελληνικός τακτικός στρατός κατήγαγε πολλές νίκες και έχει να επιδείξει ηρωισμούς σε σειρά από μάχες επιθετικού χαρακτήρα, όπως στις ανάλογες φάσεις των πολέμων 1912-1913, 1919-1922 και 1940-1941, στους υποχωρητικούς ελιγμούς δεν παρουσιάζει ανθεκτικότητα και συνοχή και όχι λίγες φορές διαλύθηκε.
Θα ξέφευγε πολύ απ’ το θέμα μου, ακόμη κι απ’ τις δυνάμεις μου, αν επιχειρούσα εδώ μια, έστω και σύντομη, ανάπτυξη των αιτίων της διάλυσης τού στρατού μας στα 1897, 1922 και στην τελευταία φάση του πολέμου 1940-41.
Εκείνο που θέλω ιδιαίτερα να υπογραμμίσω εδώ είναι ότι οι σκοποί ενός δυνατού, ενός απελευθερωτικού πολέμου, είναι το βασικό, το πρωταρχικό στοιχείο που εξοπλίζει ηθικά το μαχητή, τον ενθουσιάζει και τον εμπνέει με το αίσθημα της αυτοθυσίας και της συνειδητής πειθαρχίας, όπως κι άλλες φορές είπα. Βέβαια πλάι σ’ αυτόν συνυπάρχουν κι άλλοι παράγοντες, κάποιες οριακές αναλογίες σε έμψυχο και τεχνικό υλικό και μηχανικά μέσα. Ωστόσο το κύριο, το πρωταρχικό παραμένει ο ηθικός παράγοντας. Αυτός ήταν βασικά ο παράγοντας που έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στις νικηφόρες μάχες του ΕΛΑΣ στην κατοχή και το Δεκέμβρη, καθώς και την τέτοια πειθαρχία που έδειξε στον υποχωρητικό του ελιγμό απ’ την Αθήνα – Πειραιά στην ύπαιθρο».3
«Το 1944 χάσαμε τη μάχη. Όμως τον πόλεμο ενάντια στον ιμπεριαλισμό δεν τον χάσαμε. Ο αγώνας συνεχίζεται, περιπλέκεται και οξύνεται. Θα είναι σίγουρα νικηφόρος γιατί η εξαφάνιση του ιμπεριαλισμού από προσώπου γης αποτελεί ιστορική νομοτέλεια και δεν μπορεί να την αποφύγει.
Το μόνο που πέτυχαν οι ιμπεριαλιστές σ’ αυτά τα 40 χρόνια ήταν να κάνουν πιο βασανιστική την πορεία του λαϊκού αγώνα. Όμως δε μας νίκησαν. Κι όσο λιγότερα λάθη κάνουμε στο μέλλον, όσο πιο αποφασιστικά τους αντιπαλεύουμε στις περίπλοκες και σκληρές συνθήκες που μας δημιουργούν, τόσο θα συντομεύουμε το δρόμο και θα τον κάνουμε λιγότερο βασανιστικό, ώσπου να καταχτήσει η Ελλάδα μας κι ολόκληρη η ανθρωπότητα την παγκόσμια ειρήνη, το σοσιαλισμό, την αδερφοσύνη ανάμεσα στους λαούς, την πρόοδο και την ευτυχία χωρίς κανένα φραγμό».4
1,3. Νίκανδρου Κεπέση, Ο Δεκέμβρης του 1944, εκδ. Σύγχρονη Εποχή(5η), Αθήνα 1987
2,4. Ορέστη Μακρή, Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985