Τόντορ Ζίβκοφ – Ο “θείος Τόσο” του βουλγαρικού σοσιαλισμού
Παρά τις επιμέρους κηλίδες στη θητεία του, επί ημερών του η Βουλγαρία γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, μετατρεπόμενη από αγροτική σε βιομηχανική χώρα και συμβάλλοντας στους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες σε διάφορα σημεία του πλανήτη.
Γέννημα θρέμα μιας πλούσιας αγωνιστικής παράδοσης, “μαθητής” ηρωικών μορφών του βουλγάρικου και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όπως ο Ντιμίτερ Μπλαγκόεφ και ο Γκεόργκι Δημητρόφ, ο Τόντορ Ζίβκοφ σφράγισε με την παρουσία του την ιστορία της χώρας του στο β’ μισό του 20ου αιώνα. Επί ημερών του η Βουλγαρία γνώρισε αλματώδη ανάπτυξη, παρόλο που λόγω και του πολύ χαμηλού σημείου εκκίνησης παρέμεινε μια από τις φτωχότερες χώρες του σοσιαλιστικού συνασπισμού. Προσωπικός φίλος του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, υπήρξε ο πιστότερος ίσως σύμμαχος της ΕΣΣΔ, προτείνοντας μάλιστα δυο φορές, το 1963 και το 1973 την ενσωμάτωση της Βουλγαρίας στις σοβιετικές δημοκρατίες. Με πάνω από τρεις δεκαετίες στο τιμόνι της χώρας, υπήρξε ο μακροβιότερος ηγέτης του ανατολικού συνασπισμού. Λέγεται ότι του άρεσε να συλλέγει σε αρχείο τα παρατσούκλια, ακόμα και τα τα πιο κοροϊδευτικά, που έβγαζε ο λαός για εκείνον, ενώ τα γνωστότερα ανάμεσά τους ήταν τα “μπάι Τόσο” (θείος Τόσο) ή Τάτο (μπαμπάς).
Γεννήθηκε στις 7 Σεπτέμβρη 1911 στο φτωχό ημιορεινό χωριό Πράβετς από οικογένεια αγροτών. Οι σοσιαλιστικές ιδέες είχαν διαδοθεί νωρίς στον άγονο εκείνο τόπο, ενώ ο Ζίβκοφ ως 12χρονος βίωσε το πραξικόπημα του 1923 κατά του αγροτιστή πρωθυπουργού Σταμπολίσκι και την καταστολή που ακολούθησε. Το 1928 πρωτοστατεί σε μαθητική απεργία κατά της αποβολής μαρξιστών φοιτητών και μαθητών από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Διώκεται από την αστυνομία και εξαναγκάζεται να αφήσει το γυμνάσιο για να φοιτήσει σε Σχολή Τυπογράφων στη Σόφια. Συνεχίζει εκεί την πολιτική του δράση και το 1929 μπαίνει στην κομμουνιστική νεολαία. Δυο χρόνια μετά συλλαμβάνεται στη διάρκεια εργατικής συνέλευσης ενώ το 1932 γίνεται μέλος του ΚΚ Βουλγαρίας. Εκεί του ανατίθεται το 1933 η διοργάνωση της εκστρατείας για τη διάσωση του Δημητρόφ που δικαζόταν στο Γ’ Ράιχ ως δήθεν υπαίτιος για την πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ.
Στις 24 Ιούνη 1941, δυο μέρες μετά την έναρξη της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, το ΠΓ του ΚΚΒ κηρύσσει την έναρξη του ένοπλου αγώνα. Ο Ζίβκοφ συμμετέχει ενεργά, μεταξύ άλλων ως καθοδηγητής της ανταρτικής ταξιαρχίας “Τσαβντάρ”, που είχε ως αποστολή να φέρει στην εξουσία το Πατριωτικό Μέτωπο, έναν αντιφασιστικό σχηματισμό με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές. Η επικράτηση του ΠΜ το 1944 τον βρίσκει αρχηγό της Λαϊκής πολιτοφυλακής και τον επόμενο χρόνο γίνεται αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ του κόμματος και λίγο μετά, το 1946 εκλέγεται βουλευτής. Η κομματική του ανέλιξη θα είναι θεαματική και το 1954, θα εκλεγεί α’ γραμματέας του ΚΚΒ ως το 1981. Το 1962 θα αναλάβει πρωθυπουργός και το 1971 πρόεδρος του κρατικού συμβουλίου της Βουλγαρίας ως το 1989. Το 1965 διοργανώθηκε απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος εναντίον του από μαοϊκούς αξιωματικούς και μέλη του κόμματος, γεγονός πρωτοφανές σε σοσιαλιστική χώρα. Ο αρχηγός του αποτυχημένου κινήματος αυτοκτόνησε, αλλά η μεταχείριση των υπόλοιπων συλληφθέντων ήταν μάλλον επιεικής, με επιβολή ποινών μεταξύ 8 και 15 ετών σε 9 από τους κατηγορούμενους και διοικητικές ποινές σε άλλους 192.
Στη διάρκεια της θητείας του Ζίβκοφ η βουλγαρική οικονομία κινήθηκε με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μετατράπηκε από αγροτική σε βιομηχανική χώρα, με τις υποδομές να βελτιώνονται εντυπωσιακά και τον εξηλεκτρισμό της υπαίθρου να ολοκληρώνεται πολλά χρόνια πριν γίνει αυτό σε πολλά χωριά της Ελλάδας, δίνοντας επιχειρήματα στους νοσταλγούς της χούντας “που έφτιαξε δρόμους και έφερε ρεύμα”. Σημαντική επίσης ήταν η διεύρυνση του μορφωτικού επιπέδου των κατοίκων, η ανάπτυξη των επιστημών και της λογοτεχνίας. Στον πολιτιστικό τομέα πρωταγωνίστησε για αρκετά χρόνια η κόρη του Βούλγαρου ηγέτη, Λουντμίλα Ζίβκοφα, μια δραστήρια πολιτικός που προκάλεσε ωστόσο σοβαρές αντιδράσεις με τις καλλιτεχνικές προτιμήσεις της και κυρίως με τις αποκρυφιστικές ιδέες και το θαυμασμό της σε διάφορα ρεύματα σκέψης της Άπω Ανατολής. Πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο μόλις 38 ετών, τροφοδοτώντας ανυπόστατες φήμες για δολοφονία της από την KGB. Κατηγορίες περί νεποτισμού διατυπώθηκαν και στην περίπτωση του αδελφού της Βλαντίμιρ, o οποίος ωστόσο μετά από ανάδειξη σε ηγετικές θέσεις της κομμουνιστικής νεολαίας αποτράπηκε από παραπέρα άνοδο, λόγω του έκλυτου βίου και ιδίως της ροπής του στο ποτό.
Η βουλγαρική διανόηση, ειδικότερα επί υπουργίας της Ζίφκοβα, απολάμβανε ιδιαίτερων προνομίων και μιας συγκριτικά χαλαρής λογοκρισίας, κάτι που περιόρισε σε σχέση με άλλες σοσιαλιστικές χώρες τον αριθμό των αντιφρονούντων συγγραφέων και καλλιτεχνών. Γνωστή είναι πάντως η περίπτωση του συγγραφέα και δημοσιογράφου Γκεόργκι Μάρκοφ, που δολοφονήθηκε με σφαιρίδιο τοποθετημένο στη μύτη ομπρέλας στο Λονδίνο το 1978, όπου είχε καταφύγει αυτοεξόριστος. Το σφαιρίδιο που σφηνώθηκε στο μηρό του περιείχε ρικίνη, ένα θανάσιμο δηλητήριο που έγινε ευρέως γνωστό χάρη στην εμφάνισή του στο γνωστό αμερικανικό σήριαλ “Breaking Bad” πριν κάποια χρόνια. Η δολοφονία αποδόθηκε στις βουλγαρικές και σοβιετικής μυστικές υπηρεσίες, ωστόσο ο Δανο-Ιταλός πράκτορας “Πικαντίλι”, που εργαζόταν για λογαριασμό της βουλγαρικής κυβέρνησης και θεωρήθηκε κύριος ύποπτος, δεν καταδικάστηκε ποτέ, λόγω έλλειψης στοιχείων.
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας στήριξε σειρά αντιαποικιοκρατικών κινημάτων, ιδιαίτερα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, στο Βιετνάμ, την Ανγκόλα, τη Λιβύη, την Ινδονησία και αλλού, αν και κατηγορήθηκε στη δύση για ανάμειξη σε συνωμοσίες και υποβοήθηση “τρομοκρατών”.
Η διακυβέρνησή του πάντως δεν απέφυγε το σκόπελο του εθνικισμού, αφενός με την υπερπροβολή ενός “λαμπρού βουλγαρικού παρελθόντος”, στο οποίο εντασσόταν, ειδικά με πρωτοβουλία της ιστορικού στο επάγγελμα Λουντμίλα Ζίφκοβα, και η περίοδος της αρχαίας Θράκης, κυρίως όμως στο ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας. Παρά την αισθητή βελτίωση της ποιότητας ζωής των μειονοτικών ήδη από τα πρώτα χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αυτή συνέχισε να αντιμετωπίζεται με καχυποψία, που εντεινόταν ανάλογα και με τις διακυμάνσεις των βουλγαροτουρκικών σχέσεων, καθώς η βουλγαρική ηγεσία φοβόταν τη χρήση τους ως δούρειου ίππου της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ειδικά μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974. Η κοινή εχθρότητα προς την Τουρκία, και δευτερευόντως τότε τα ανοιχτά ζητήματα των δύο χωρών με τη ΛΜ Μακεδονίας στη Γιουγκοσλαβία, ώθησαν πολύ κοντά Ελλάδα και Βουλγαρία καθ’όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου ως το 1989.
Αποκορύφωμα της σκλήρυνσης της βουλγαρικής στάσης απέναντι στη μειονότητα ήταν η εκστρατεία αλλαγής ονομάτων από τα τούρκικα στα βουλγαρικά το 1984, και δεν είναι τυχαίο που οι μειονοτικοί πρωταγωνίστησαν σε αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις το Μάη του 1989, αναγκάζοντας τελικά το Ζίβκοφ να ανοίξει τα σύνορα με την Τουρκία, οδηγώντας σε φυγή 300.000 περίπου εξ αυτών, δηλαδή το 1/3 περίπου του συγκεκριμένου πληθυσμού.
Η αρχή του τέλους για το Ζίβκοφ και συνολικά το σοσιαλιστικό σύστημα στη γειτονική χώρα είχε ήδη αρχίσει να προδιαγράφεται λίγα χρόνια πριν, με την υιοθέτηση μιας “μετριοπαθούς” μορφής περεστρόικα και γκλάσνοστ στη χώρα. Οι εσωκομματικοί και μη του αντίπαλοι κέρδισαν έδαφος και τον εξανάγκασαν σε παραίτηση από τα κομματικά του αξιώματα, ενώ ως το Δεκέμβρη του 1989 είχε χάσει και κάθε κρατική θέση. Η ολοκλήρωση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης σήμανε μεγάλες ταλαιπωρίες για τον τέως πια ηγέτη, καθώς το ρεβανσιστικό νέο καθεστώς τον συνέλαβε το 1990 και τον έθεσε υπό κατ’οίκον περιορισμό, με σειρά χαλκευμένων κατηγοριών, με κυριότερη εκείνη της υπεξαίρεσης χρημάτων από το κρατικό ταμείο, για την οποία και καταδικάστηκε σε επτά και μετέπειτα 30 χρόνια φυλάκισης το 1992. Ο ίδιος δήλωσε πως θα εξέτιε την ποινή του, δικαιώθηκε ωστόσο μετά από αγώνες το 1996 από το Ανώτατο δικαστήριο κι ένα χρόνο μετά ήρθη κι ο κατ’οίκον περιορισμός του. Η υγεία του είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα από τις διώξεις αυτές, ενώ ως ένδειξη συμπαράστασης τον επισκέφτηκε ο τότε επίτιμος πρόεδρος του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης σε κλίμα έντονης συγκινησιακής φόρτισης.
Έφυγε από τη ζωή πριν 20 χρόνια ακριβώς, έχοντας πέσει σε κώμα, χτυπημένος από αρτηριοσκλήρυνση, διαβήτη και οξεία πνευμονία, που έδωσε το τελικό πλήγμα στον ήδη βασανισμένο οργανισμό του. Τάφηκε στο κεντρικό κοιμητήριο της Σόφιας, ενώ παρά το έντονα αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής, που εξάλλου συνεχίζεται μέχρι σήμερα, χιλιάδες συγκεντρώθηκαν να απευθύνουν το ύστατο αντίο στον κομμουνιστή ηγέτη.