Τρεις γενιές αγωνιστών στα μεταλλεία του Λαυρίου
Με αφορμή τη μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων του Λαυρίου, στις 7 Απρίλη 1896, μια ιστορική διαδρομή στους αγώνες των μεταλλωρύχων, που άφησαν με το αίμα τους βαριές παρακαταθήκες στις νέες βάρδιες της εργατικής τάξης.
Εκατό χρόνια μετά τη μεγάλη απεργία στο Λαύριο, ο Γ. Βουγιούκας εξιστορούσε όσα έζησε ο παππούς του, ο πατέρας του και ο ίδιος. Μια ιστορική διαδρομή στους αγώνες των μεταλλωρύχων, που άφησαν με το αίμα τους βαριές παρακαταθήκες στις νέες βάρδιες της εργατικής τάξης.
«Ήταν για μας μια ανεκτίμητη κληρονομιά. Ένα φωτεινό παράδειγμα που μας έδινε αγωνιστική δύναμη, πείσμα και κουράγιο. Θυμάμαι το 1950, στην απεργία που κράτησε 29 μέρες, όλοι οι μεταλλεργάτες μαζευόμασταν, βλέπαμε τις φωτογραφίες της πρώτης απεργίας, παίρναμε κουράγιο και λέγαμε το σύνθημα του 1896: «Η θα νικήσουμε ή θα πεθάνουμε»… ».
Σχεδόν τριάντα χρόνια μεταλλεργάτης, ο 74χρονος, τότε, Γιώργος Βουγιούκας ξεδίπλωνε το κουβάρι της μνήμης, στεκόταν σε ημερομηνίες, στις εξαθλιωμένες φιγούρες των μεταλλωρύχων, στις βίαιες – δε θα μπορούσαν να ‘ναι αλλιώς – απεργίες τους, στην αντίστασή τους στα ντόπια και ξένα αφεντικά. Κουβέντες μετρημένες, που βγαίναν με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την πρώτη μεγάλη απεργία της Καμάριζας, μια απεργία πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της νεαρής βιομηχανικής ελληνικής κοινωνίας του τέλους του 19ου αιώνα, που στοίχισε τη ζωή σε τέσσερις εργάτες. Τότε περισσότεροι από 1.800 μεταλλεργάτες ανέβηκαν από το μεταλλευτικό φρέαρ – βάθους 182 μέτρων – και «με μια οργάνωση που θα τη ζήλευαν πολλοί ακόμη και σήμερα» κήρυξαν την πρώτη μεγάλη απεργία. Οι εργάτες κατέλαβαν το στόμιο του φρέατος και εμπόδισαν σ’ όλους την είσοδο…
«Κανείς από τα αφεντικά δεν τους πήρε μυρωδιά. Η απεργία εκδηλώθηκε την Κυριακή το βράδυ – 7 Απριλίου 1896 – στην αλλαγή της βραδινής βάρδιας των 10 και έγινε δημοσίως γνωστή τη Δευτέρα το πρωί», λέει ο Γ. Βουγιούκας. Ο παππούς του είχε πάρει ενεργό μέρος σ’ αυτή τη μεγάλη απεργία, που κράτησε 18 μέρες. «Δεν τον θυμάμαι τον παππού μου, θυμάμαι όμως πολύ καλά τις μαρτυρίες του πατέρα μου – μεταλλεργάτης κι αυτός, πέθανε από μολυβδίαση – που όσο να ‘ναι έζησε πιο κοντά σ’ αυτή την εποχή», λέει χαρακτηριστικά.
Τα κύρια αιτήματα των εργατών το 1896 στα μεταλλωρυχεία της Καμάριζας – ιδιοκτησία της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων, του LAURIUM – ήταν η κατάργηση των εργολάβων ως ενδιάμεσων μισθωτών, η πληρωμή των εργατών κατ’ ευθείαν από την εταιρεία, η αύξηση του μεροκάματού τους σε 3,5 δραχμές (ο μισθός ήταν τότε 2,5 δραχμές), η δημιουργία νοσοκομείου ή φαρμακείου στην Καμάριζα και η διάθεση σούστας στους εργάτες για τη μεταφορά των τραυματιών στο νοσοκομείο του Θορικού, καθώς μεταφερόμενοι με το κάρο πέθαιναν στη διαδρομή. Εκτός από τα παραπάνω, οι εργάτες ζητούν από την εταιρία οικήματα για να μένουν, διότι κατοικούν σε σπήλαια ή σε αυτοσχέδιες καλύβες.
«Είναι τόσο σκληρή η δουλειά των μεταλλωρύχων και τόσο απαράδεκτες οι συνθήκες εργασίας, που είναι φυσικό στο μεταλλείο να δημιουργούνται συνεκτικές κοινωνικές ομάδες, με έντονη μαχητικότητα και κοινωνική αλληλεγγύη», επισημαίνει ο Γ. Βουγιούκας. Και συνεχίζει: «Στην πρώτη μεγάλη απεργία υπήρχε φοβερή ένταση. Είναι ενδεικτικό ότι ο Σερπιέρης – γενικός διευθυντής της εταιρίας – για να φυγαδευτεί, ντύθηκε γυναίκα ή παπάς! Η κυβέρνηση έστειλε, εκτός από τα «ΜΑΤ» της εποχής εκείνης, πολεμικό πλοίο για να πάρει τους πρωτεργάτες της απεργίας! Η ένταση ήταν μεγάλη. Μια πέτρα που έφυγε απ’ τα χέρια ενός απεργού και χτύπησε έναν χωροφύλακα ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει η σύγκρουση. Οι χωροφύλακες ανοίγουν πυρ και χτυπούν στο «ψαχνό» τέσσερις ανυπεράσπιστους εργάτες. Η Καμάριζα γίνεται πεδίο μάχης»…
Το Δεκέμβρη του 1896 πραγματοποιείται η δίκη 15 απεργών, οι οποίοι αθωώνονται και επανέρχονται στη δουλειά τους χωρίς όρους. Μετά την απεργία εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Καμάριζα στρατιωτικό σώμα, όχι μακριά από τους χώρους δουλειάς, προκειμένου να αποτρέψει τους εργάτες από νέες εξεγέρσεις.
Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά…
Σχεδόν πενήντα μέρες κράτησε η δεύτερη μεγάλη απεργία από τους μεταλλεργάτες της Καμάριζας, το 1929, με βασικό αίτημα την αύξηση των μισθών. Μια απεργία που την έζησε ο πατέρας του Γ. Βουγιούκα και οι μαρτυρίες είναι πιο κοντινές.
«Ήταν μια πολύ μαχητική απεργία, με μεγάλες συγκεντρώσεις μέσα στο Λαύριο, αλλά και στην Αθήνα και με τη συμμετοχή όχι μόνο των εργατών, αλλά και των οικογενειών τους», τονίζει ο 74χρονος μεταλλεργάτης. Η Αθήνα έστειλε και τότε στο Λαύριο ισχυρή στρατιωτική δύναμη, έγιναν πολλές συλλήψεις, ενώ στη συγκέντρωση που έγινε στις 14 του Μάρτη του 1929 τραυματίστηκαν 30 εργάτες. Την καθοδήγηση αυτής της απεργίας είχε ο Σκλαβαίνας, εργατικό στέλεχος του ΚΚΕ, και ο λεβητοποιός Γ. Δαλέζιος, στέλεχος επίσης του ΚΚΕ. Ο Ε. Βενιζέλος επισκέπτεται το Λαύριο και υπόσχεται στους απεργούς ότι «θα τους δώσει χωράφια, επειδή δεν μπορεί να παρέμβει στη γαλλική εταιρία για να αυξηθούν οι μισθοί τους». Ήταν μια υπόσχεση που εν μέρει πραγματοποιήθηκε, αλλά δεν μπόρεσε να λύσει τα ουσιαστικά και τεράστια προβλήματα των μεταλλεργατών…
… και σαράντα έξι χρόνια πριν
«Το 1950 έγινε μια ακόμη μεγάλη απεργία που κράτησε 29 μέρες», θυμάται ο Γ. Βουγιούκας. Μαζική απεργία, μαχητική και οι μεταλλεργάτες της Καμάριζας πέτυχαν να διπλασιάσουν το μεροκάματό τους. Το 1959 η εταιρία μειώνει το προσωπικό και οι εργάτες προχωρούν σε απεργία πείνας μέσα στις στοές. Μετά από 10 μέρες τα αιτήματά τους γίνονται αποδεκτά από την εργοδοσία… Και φτάνουμε στο 1961, που γίνεται η τελευταία μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων. Κρατά σχεδόν 72 μέρες και τα αιτήματα είναι πάλι οικονομικά.
«Θυμάμαι ότι είχαν κατέβει στο Λαύριο οπλισμένοι αστυνομικοί. Επικρατούσε ένα πρωτόγνωρο κλίμα τρομοκρατίας. Μάλιστα είχαμε προγραμματίσει να κάνουμε πορεία από το Λαύριο ως την Αθήνα και μας σταμάτησε ισχυρή δύναμη αστυνομικών, αλλά και στρατός έξω από το Θορικό», αναφέρει ο Γ. Βουγιούκας. Μετά οι εποχές άλλαξαν. Ηρθε η χούντα και οι πρωτοπόροι μεταλλεργάτες στάλθηκαν στην εξορία. Ανάμεσά τους και ο Γ. Βουγιούκας – τριάμισι χρόνια ήταν στη Γυάρο και τη Λέρο. Όταν έπεσε η χούντα, έγιναν κάποιες μικροαπεργίες έως ότου οι Γάλλοι «διαπίστωσαν» ότι τα μεταλλεύματα δεν είναι πια εκμεταλλεύσιμα και σταμάτησαν τη λειτουργία της εταιρίας.