«Τρίτη 2 Μαρτίου 1948 πρωί ώρα 8 εξέτασα εκατοντάδες πτώματα…» – Ο γιατρός της Μακρονήσου Λεωνίδας Γεωργιλάκος αποκαλύπτει…
Η συγκλονιστική μαρτυρία του γιατρού Λεωνίδα Γεωργιλάκου για τη μεγάλη σφαγή της Μακρονήσου: «Τρίτη 2 Μαρτίου 1948 πρωί ώρα 8 εξέτασα εκατοντάδες πτώματα, συνέταξα και υπέγραψα το πιστοποιητικό θανάτου των στρατιωτών του πρώτου τάγματος Σκαπανέων Μακρονησίου…»
Αυτό είναι το τρίτο μέρος της αναφοράς μας στη σφαγή της Μακρονήσου…
Στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη 1948, οι οπλισμένοι αλφαμίτες εξαπολύουν δολοφονική επίθεση εναντίον των αόπλων φαντάρων του Α’ Τάγματος στη Μακρόνησο (ΑΕΤΟ). Ταυτόχρονα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού υπό τον συνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη και δεσμοφύλακες της Μακρονήσου βάλλουν κατά των κρατουμένων. Ακολουθούν σκηνές βγαλμένες από τη κόλαση. Εκατοντάδες οι νεκροί, περισσότεροι τραυματίες, άνθρωποι που χάνουν τα λογικά τους, όλοι τους «επικίνδυνοι κομμουνισταί»… … Η εφημερίδα του ΔΣΕ, «Εξόρμηση», γράφει για έγκλημα που ξεπερνάει σε αγριότητα και τα χιτλερικά εγκλήματα…
45 χρόνια αργότερα ο Φίλιππος Γελαδόπουλος, ανασυνθέτει το τραγικό διήμερο. Αφού μίλησε και συνεργάστηκε με εκατοντάδες μάρτυρες, παρουσιάζει τα στοιχεία, που διασταύρωσε, στο βιβλίο του «Μακρόμησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948» (εκδ. Αλφειός). Για πρώτη φορά αποκαλύπτεται η έκταση της σφαγής και τεκμηριώνεται ο αριθμός των νεκρών.
Πολλά χρόνια αργότερα ο γιατρός του Α’ τάγματος Λεωνίδας Γεωργιλάκος θα βεβαιώσει ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 σκαπανέων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού: «Τρίτη 2 Μαρτίου 1948 πρωί ώρα 8 εξέτασα εκατοντάδες πτώματα, συνέταξα και υπέγραψα το πιστοποιητικό θανάτου των στρατιωτών του πρώτου τάγματος Σκαπανέων Μακρονησίου»…
Ακολουθεί η συγκλονιστική μαρτυρία του γιατρού στον Φίλιππο Γελαδόπουλο:
“«Τρίτη 2 Μαρτίου 1948 πρωί ώρα 8 εξέτασα εκατοντάδες πτώματα, συνέταξα και υπέγραψα το πιστοποιητικό θανάτου των στρατιωτών του πρώτου τάγματος Σκαπανέων Μακρονησίου»
Μου ζητάτε κ. Γελαδόπουλε να σας καταθέσω τον αριθμό των τραυματιών. Ήσαν πολλοί. Εκείνο όμως, που γνωρίζω συγκεκριμένα, είναι το πόσοι ήσαν οι νεκροί.
Με τα λόγια αυτά, ο γιατρός κ. Λεωνίδας Γεωργιλάκος, άρχισε να μου εξιστορεί, το τι είδε και έζησε την επομένη της σφαγής 2 Μάρτη 1948. Τα παραθέτω κατά λέξη:
Ενωρίς το πρωί με κάλεσε ο διοικητής μου του Α’ Τάγματος Βασιλόπουλος. Όταν πήγα στο γραφείο του, δίπλα του βρισκόταν και ο ανθυπολοχαγός στρατολογίας Σ. Αλιμπράντης. Ο διοικητής Βασιλόπουλος απευθύνθηκε και στους δύο μας: Σας αναθέτω μίαν αποστολή πολύ δύσκολη, την οποία θα φέρεται εις πέρας με απόλυτη εχεμύθειαν. Θα πάτε εις το Γ’ Τάγμα. Εκεί υπάρχουν ορισμένοι νεκροί, εσείς γιατρέ, κύριε Γεωργιλάκο, θα πιστοποιήσετε τον θάνατον των σκαπανέων και εσείς κύριε ανθυπολοχαγέ Αλιμπράντη θα πάρετε την ταυτότητα και όλα τα στρατολογικά στοιχεία. Θα συντάξετε έναν ονομαστικό κατάλογο των νεκρών, όπου θα βεβαιώνεται το θάνατο όλων αυτών… και θα μου τον υποβάλετε εντός της σήμερον υπογεγραμμένον από αμφοτέρους. Το τζιπ περιμένει εσάς, και προ παντός, ζητώ από εσάς άκραν εχεμύθειαν, τονίζω άκραν εχεμύθειαν. Πολύ αναστατώθηκα με όσα διατάχθηκα να κάνω. Να πιστοποιήσω το θάνατο των στρατιωτών και να το βεβαιώσω με την υπογραφή μου. Μακάβριος, θλιβερός ο ρόλος μου…
Όταν φτάσαμε στο Γ’ Τάγμα, όλους τους στρατιώτες τους είχανε κλεισμένους στις σκηνές τους και απαγορευόταν πάσα κίνησις. Παρουσιαστήκαμε στο διοικητή Σκαλούμπακα και του αναφέραμε σχετικώς. Έθεσε στη διάθεσή μας μερικούς αλφαμίτες. Εν πρώτοις μας πήγαν στο λιμάνι, στο καΐκι και μας κατέβασαν στο αμπάρι. Ανατρίχιασα, μ’ ότι είδα. Κάτω στο αμπάρι, οι νεκροί θα ήταν περίπου τριάντα. Ήταν πεταμένοι κακήν κακώς. Έζησα εφιαλτικές ώρες. Να μην αξιώσει ο Θεός τον άνθρωπο να ζει τέτοιες φρικτές καταστάσεις.
Οι αλφαμίτες ξέχωναν ένα – ένα πτώμα και μου το πέταγαν μπροστά μου. Ήταν περιττό να κοιτάξω το σφιγμό τους, γιατί ήσαν παγωμένα, κοκκαλωμένα, ήταν νεκρά πτώματα. Έλεγα ΝΕΚΡΟΣ μετά έσερναν το πτώμα στον ανθυπολοχαγό στρατολογίας κ. Αλιμπράντη. Οι αλφαμίτες σκάλιζαν τις τσέπες των νεκρών κι έβγαζαν τις ταυτότητές τους, όπου ο κ. Αλιμπράντης κατέγραφε όλα τα στοιχεία τους.
Μετά βγήκαμε από το αμπάρι. Εκεί στο λιμάνι οι αλφαμίτες μετέφεραν άλλα πτώματα από τις παρέκει μεγάλες σκηνές, που ήταν στοιβαγμένα. Οι αλφαμίτες μου έφερναν ένα – ένα πτώμα κι εγώ το εξέταζα και έλεγα ΝΕΚΡΟΣ. Παραπλεύρως ο Σκαλούμπακας, ζωηρά εκνευρισμένος παρακολουθούσε άφωνος.
Πρέπει να ειπώ ότι κυριαρχόμουν από τέτοια συγκίνηση, ταραχή, αγανάκτιση, που έτρεμα όλος, ο ιδρώτας δε έτρεχε ποτάμι. Κάποια στιγμή μου πέταξαν ένα κορμί με βγαλμένα έντερα. Κοιτάω ήταν ζεστό και σάλευε. Έντρομος φωνάζω όχι δεν είναι νεκρός, δεν είναι νεκρός, στο νοσοκομείο, αμέσως στο νοσοκομείο. Ο βαριά τραυματισμένος στρατιώτης ήταν ένα πατριωτάκι μου, ένας συγχωριανός μου, ο Νίκος Μπλέτας.
Στο σημείο αυτό, ανοίγουμε μιά παρένθεση και μεταφέρουμε τη γραπτή μαρτυρία του κ. Μπλέτα Νίκου. Ο Νίκος Μπλέτας είναι σήμερα Πανεπιστημιακός Καθηγητής στο εξωτερικό. Να τι γράφει!
“Με είχαν πιάσει δύο στρατιώτες (ένας από τη μασχάλη κι ο άλλος από τα πόδια) και με κουβαλούσαν προς την κατεύθυνση του Σκαλούμπακα.
Εκεί κι ένας υπολοχαγός, ξεσκούφωτος, ο υπίατρος Λεωνίδας Γεωργιλάκος, αλλά ήρεμος και αποφασιστικός. Είδα τα διάσημα του ιατρικού σώματος που έφερε στο γιακά του μπουφάν και -ανατριχιαστικό- αναγνώρισα τον υπίατρο. Ήταν ο Λεωνίδας Γεωργιλάκος, γιατρός Τάγματος του ΕΛΑΣ του 8ου Συντάγματος που τώρα υπηρετούσε στο Τάγμα Σκαπανέων. Μαζί πολεμούσαμε τον καταχτητή στα βουνά του Πάρνωνα και του Ταύγετου.
Με είχε αναγνωρίσει κι αυτός, παρά τα κακά μου χάλια. Με μια ανεπαίσθητη κίνηση των ματιών κατάλαβα πως μου έλεγε να μη δείξω ότι είμαστε γνωστοί. Έκανα λοιπόν την πάπια. Ο Σκαλούμπακας τον κοίταζε -τουλάχιστον- με απορία γιατί είχε το θράσος να μπει ανάμεσα σε μένα και στην κουμπούρα του. Του φώναξε οργισμένος:
-Πού πας εσύ, ρε; Φύγε από τη μέση!
Ο γιατρός Γεωργιλάκος γύρισε το κεφάλι και του απάντησε σταθερά:
-Είναι τραυματίας, δεν είναι νεκρός. Αυτός ανήκει σε μένα. Είναι δικός μου τώρα!.. Και τόνισε την τελευταία λέξη με σημασία.
Ο Σκαλούμπακας ξεφύσηξε οργισμένος, γούρλωσε τα μάτια για μια στιγμή σα να τον δυνάστευε η κρίση της τρέλας που λέγαν πως τον έπιανε κάθε λίγο και λιγάκι. Και ξαφνικά, χωρίς να βγάλει μιλιά, τράβηξε ίσα προς το Διοικητήριο. Ύστερα μάθαμε ότι το δικό μας αυτοκίνητο μετέφερνε τους τελευταίους νεκρούς του μακελειού κείνης της μέρας.
Ο υπίατρος έδωσε εντολή και με μεταφέρανε, στα σβέλτα, σε μια τεράστια τέντα που ήταν στημένη σ’ ένα ύψωμα προς τη θάλασσα, δυτικά του Στρατοπέδου και λειτουργούσε σαν πρόχειρο χειρουργείο – θεραπευτήριο. Εκεί βρήκα αρκετούς φίλους μου και συμφοιτητές της ιατρικής που υπηρετούσαν σαν νοσοκόμοι και το μακαρίτη το Βαγγέλη Καμπέρο που τον είχαν λιανίσει κανονικά, τον είχαν χτυπήσει και στο κεφάλι άσχημα, κάθε τόσο έλεγε μπερδεμένα λόγια κι οι πιο πολλοί πίστευαν πως του είχε στρίψει λόγω κάποιας διάσεισης.
Από μια πρόχειρη αλλά προσεχτική εξέταση του Γεωργιλάκου και των άλλων γιατρών που έκαναν στην πληγή μου, διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για ελαφρό (επιπόλαιο) τραύμα, όμως επικίνδυνο από τη θέση (κοιλιακή χώρα) και από το γεγονός ότι δεν υπήρχαν πια τα απαραίτητα μέσα για το γιάτρεμα, προπάντων αιμοστατικές ενέσεις κι αντιτετανικοί οροί. Μου χαμογέλασε ο γιατρός, έσκασα κι εγώ χαμόγελο και κούνησα το κεφάλι. Δε θελήσαμε να συνεχίσουμε τις εκδηλώσεις με την ευκαιρία της ευτυχούς συνάντησής μας.
Εδώ, κλείνουμε την παρένθεση και συνεχίζουμε την αφήγηση του γιατρού κ. Λεωνίδα Γεωργιλάκου.
Πρέπει να τονίσω πως δίπλα μου παρευρίσκονταν κι άλλοι δυο γιατροί, ο Μαλάμης από τη ΣΦΑ και ο Ξενάκης από το Β’ Τάγμα. Με τους δυο γιατρούς δεν ανταλλάξαμε σχεδόν ούτε μία λέξη, είμασταν όλοι κατατρομοκρατημένοι. Ήταν κι οι δυο τους κάτωχροι κι αμίλητοι. Δεν γνωρίζω αν ήταν εντεταλμένοι να παρακολουθούν το μακάβριο αυτό έργο. Πάντως δεν νομίζω πως ήρθαν αφ’ εαυτού, για να παρακολουθούν τα πτώματα… Έβλεπα στα πρόσωπά τους όλη την αγανάκτιση και δυσανασχετούσαν οι άνθρωποι. Παρά ταύτα έμειναν κοντά μου όλο το χρονικό διάστημα, που εγώ εξέταζα τα πτώματα, μήπως βρω και ζωντανούς στρατιώτες. Πάντως ο Μαλάμης και ο Ξενάκης δεν υπέγραψαν το βεβαιωτικό θανάτου. Μόνο εγώ κι ο κ. Αλιμπράντης είμασταν οι επίσημοι εξουσιοδοτημένοι να μετρήσουμε, να καταγράψουμε, να βεβαιώσουμε το θάνατο και να υπογράψουμε το σχετικό πρακτικό.
Επίσης αξίζει να γραφεί δια την ιστορία ότι, όσο κρατούσε η θλιβερή διαδικασία της καταγραφής των πτωμάτων, ο Μπαϊρακτάρης βρίσκονταν στο Διοικητήριο. Συχνά έβγαινε έξω από αυτό και κάνοντας βηματισμούς πέρα – δώθε, είχε το βλέμμα του συνεχώς στραμμένο προς εμάς. Κατά κάποιο τρόπο επόπτευε το φρικτό έργο που διεκπεραιώναμε.
Μέσα στο αμπάρι, οι αλφαμίτες τοποθετούσαν τα πτώματα με τάξη. Όπως είναι οι παστές σαρδέλλες στο κονσερβοκούτι. Τέλος το αμπάρι γέμισε και κατόπιν τοποθετούσαν τα πτώματα επάνω στο καΐκι, στο κατάστρωμα. Κατόπιν όταν τελειώσαμε, τα πτώματα επάνω στο κατάστρωμα σχημάτιζαν ένα βουναλάκι. Σύνολο ήταν 180 νεκροί. Ο ανθυπολοχαγός κ. Αλιμπράντης συνέταξε το κείμενο που βεβαιώναμε τα 180 πτώματα και βάλαμε την υπογραφή μας, φαρδιά πλατιά με ημερομηνία 2 Μαρτίου 1948 εν Μακρονήσω…
Η ώρα οπωσδήποτε θα κόντευε δύο η ώρα… Το μεσημέρι μας κάλεσαν στη Λέσχη αξιωματικών δια το γεύμα. Ήταν εκεί και ο Μπαϊρακτάρης. Εγώ ήμουν τόσο ταραγμένος, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Ήμουν μουσκεμένος στον ιδρώτα. Ένιωθα πολύ
άρρωστος. Επομένως ουδεμίαν είχα διάθεση για φαγητά. Τότε εσηκώθει ο Σκαλούμπακας και μεγαλοφώνως είπε: Ο γιατρός κ. Γεωργιλάκος δεν έφαγε, δεν καταδέχτηκε το φαγητό μας.
Μετά το γεύμα γυρίσαμε στο Α’ Τάγμα και πάντοτε μαζί με τον ανθυπολοχαγό κ. Αλιμπράντη παρουσιαστήκαμε στο Διοικητή Βασιλόπουλο και του παραδώσαμε τον κατάλογο με τα ονοματεπώνυμα των 180 πτωμάτων.
Στο σημείο αυτό και πάλι ανοίγουμε μια νέα παρένθεση, συνεχίζοντας τη γραπτή μαρτυρία τον Πανεπιστημιακού Καθηγητή κ. Νίκον Μπλέτα. Εδώ δίνουμε και την τελευταία φάση από την τραγική του περιπέτεια.
Όλους τους βαριά τραυματισμένους, μας είχαν ξαπλώσει σε μια τεράστια σκηνή στο Γ’ Τάγμα Σκαπανέων, ο Π. Σκαλούμπακας καθόταν μπάστακας στην είσοδο της σκηνής κι έκοβε συνέχεια την κίνηση. Ο γενναίος πατριώτης και τίμιος γιατρός, Λεωνίδας Γεωργιλάκος, (που μ’ έσωσε από τη χαριστική, που ετοιμαζόταν να μου δώσει ο δήμιος). Και άλλοι συγκρατούμενοι γιατροί και νοσοκόμοι, ανησυχούσαν γιατί δεν μπορούσαν να μαντέψουν ποια θα ήταν η τελική συμπεριφορά του εν λόγω Σκαλούμπακα και απέναντι μου. Είχε νυχτώσει από ώρα, όταν ξαναγύρισε κοντά μου ο γιατρός Γεωργιλάκος κι ο Γιώργος Κοκκίνης, ο οδοντίατρος -τότε νοσοκόμος. Τους ρώτησα στα ίσα:
-Τί τρέχει; Πάει άσκημα η πληγή μου;
-Όχι! Απάντησαν και οι δύο μονολεκτικά, ταυτόχρονα, έντονα, με πειστικότητα. Δε ρώτησα άλλο. Αργότερα πολλά πράγματα διευκρινίστηκαν κι ανάμεσα στ’ άλλα ότι ο Σκαλούμπακας έλεγχε, παρατηρούσε ποιοι τραυματίες μεταφέρονταν σε μια Κορβέτα του Πολεμικού Ναυτικού, που είχε αράξει στο μικρό λιμάνι. Αργά τη νύχτα οι γιατροί, αποφάσισαν να με φυγαδεύσουν, κυριολεκτικά βγάζοντας με από το πλάι της τέντας -πρόχειρο χειρουργείο, ανασηκώνοντας το πανί της και με μεταφέρανε με το φορείο στο πλοίο, κατεβαίνοντας από τα βράχια της πλαγιάς, με κίνδυνο να γκρεμιστούμε όλοι στο βαθούλωμα που έχασκε κάτω από τα πόδια μας. Στη σκάλα της Κορβέτας με παραλάβανε οι ναύτες και με μεταφέρανε (πάντα με το φορείο) στο κατάστρωμα της Κορβέτας. Παρατήρησα τη φροντίδα αυτών των παιδιών, να βοηθήσουν την κατάσταση και είδα τη στεναχώρια και την απελπισία τους, όταν με διαβεβαίωναν ψιθυριστά, ότι είχαν διαταγή να μας αφήσουν τους τραυματίες όλους πάνω σ’ αυτόν τον ανοιχτό κι ασκέπαστο χώρο, μεσ’ στην παγωνιά κι ας χιόνιζε κι ας λυσσομανούσε η τρικυμία.
Όταν το πλοίο ξεκίνησε είδα το σκέπασμα του αμπαριού ανασηκωμένο. Παρά το τραύμα και τους πόνους που ένιωθα, σύρθηκα τραβώντας το φορείο κι απάγκιασα πίσω από το μισοανοιγμένο καπάκι. Σκέφτηκα ότι ίσως θα μπορούσα κρυφά, αλλά και με κίνδυνο να ξαναρχίσει η αιμορραγία, να κατεβώ και να κουρνιάσω στ’ αμπάρι σα λαθρεπιβάτης. Οι σκάλες στο μισοσκόταδο ήταν μια επίμονη πρόσκληση – πρόκληση στη δυστυχία μου. Τέντωσα το λαιμό και έριξα μια ερευνητική ματιά μέσα. Ανατρίχιασα και μου ’ρθε εμετός από το θέαμα που αντίκρισα. Φίλιππα αδελφέ κάτω στο αμπάρι ήταν στοιβαγμένοι σκοτωμένοι φαντάροι. Πόσοι; Δεν ήταν δυνατό να μετρηθούν έτσι που ήτανε σωριασμένοι, μα ούτε και γω είχα κάποια ευχέρεια να το κάνω μέσα σε κείνη τη νύχτα, που από παντού μ’ έζωνε ο θάνατος.
Γράφει: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΟΥΛΟΥΧΟΠΟΥΛΟΣ
Σπέτσες 20 Ιουνίου 1993.
Οι σκοτωμένοι (δολοφονημένοι) πρέπει να ξεπερνούσαν τους 250. Άλλοι και από πνιγμό, που πέφτανε στη θάλασσα για να σωθούν, άλλοι από τις κρεμάλες που έστηναν στα τσαντήρια τους μόνοι τους, για να δώσουν τέλος στο μαρτύριο της αγωνίας μη έχοντας ψυχικό σθένος ν’ αντιμετωπίσουν αυτές τις τραγικές συνθήκες, που δημιουργήθηκαν και οι πολλοί πολλοί από τις δολοφονικές σφαίρες της Πατρίδας, στα ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ. Τούτη την πληροφορία, που μόνο λίγοι την ξέρουν, την είχα από τον ιατρό του Τάγματος ΓΈΩΡΓΙΛΑΚΟ ΛΕΩΝΙΔΑ, που εκλήθη να πιστοποιήσει τους θανάτους προτού τους φουντάρουν στη θάλασσα και χαθούν τα ίχνη των Νεκρών, αλλά και τα ίχνη των Δολοφόνων. Φίλοι τότε με τον ιατρό Λεωνίδα Γεωργιλάκο, αλλά και σήμερα ακόμη, μιλούσαμε ελεύθερα μεταξύ μας, γι’ αυτό το λόγο και μου εμπιστεύθηκε τότε αυτή την πληροφορία, που πολύ λίγοι (ίσως και να μετριούνται στα δάχτυλα) την ξέρουν.
Αφήγηση: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ονομάζομαι Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος και είμαι από την Πύλο της Μεσσηνίας.
Εκείνη την εποχή ήμουν υπόδικος στις φυλακές της Πύλου. Με μια αποστολή υποδίκων με προορισμό τη ΣΦΑ Μακρονήσου, φτάσαμε αργά το βράδυ, 1 του Μαρτίου στο Λαύριο. Μας κλείσανε στο κρατητήριο. Την άλλη μέρα το πρωί, δηλαδή 2 Μαρτίου 1948, σιδηροδέσμιους μας έβαλαν σ’ ένα καΐκι και μας πέρασαν απέναντι στη Μακρόνησο και στο Γ’ Τάγμα. Στο λιμάνι που σταματήσαμε, δίπλα μας ακριβώς ήταν ένα καΐκι φορτωμένο ως τα μπούνια με πτώματα φαντάρων. Μαζί με το διπλανό μου γιατρό Στάθη Καναβό, παρά λίγο να λιποθυμήσουμε βλέποντας τόσους νεκρούς φαντάρους. Εν συνεχεία είδαμε λίγο πιο εκεί ένα σωρό με κουβαριασμένους φαντάρους και κάτι σαν αξιωματικοί να ψαχουλεύουν ανάμεσά τους.
Εν συνεχεία κάτι φαντάροι, έπαιρναν τους νεκρούς φαντάρους και σέρνοντάς τους, τους φέρνανε στο διπλανό μας καΐκι και πετάγανε τους φαντάρους ωσάν σφαχτάρια… Εφρίξαμε.”
Δείτε ακόμα:
Μακρόνησος, 29 Φλεβάρη 1948: «Αίσχος! Αίσχος! Αδέρφια, μας σκοτώνουν!…»
Μακρόνησος, 1 Μάρτη 1948: «Στο λιμάνι απλωνόταν ένα απέραντο σφαγείο…»