Τσιάνγκ Κάι-σεκ, το αντίπαλο δέος του Μάο
Αρχηγός του κόμματος Κουομιτάνγκ, πέρασε από διάφορες φάσεις αναγκαστικής συμμαχίας και ανοιχτής σύγκρουσης με τους κομμουνιστές, μετά την επικράτηση των οποίων στην Κίνα σχημάτισε δικτατορική κυβέρνηση στη νήσο Φορμόζα, γνωστότερη ως Ταϊβάν.
Ο Τσιανγκ-Κάι-Σεκ, ηγέτης των Κουομιτάνγκ και βασικός αντίπαλος του Μάο Τσε-Τουνγκ και των Κινέζων κομμουνιστών εν γένει μετά από μια περίοδο τακτικής συνύπαρξης, υπήρξε σαφώς μια σημαντική μορφή της κινεζικής ιστορίας κατά τον 20ο αιώνα. Γεννήθηκε στις 31 Οκτώβρη 1887 στην επαρχία Τσεκιάνγκ, σε ευκατάστατη οικογένεια αγροτών και εμπόρων. Προορισμένος για στρατιωτική σταδιοδρομία, σπούδασε αρχικά σε Στρατιωτική Ακαδημία της Κίνας, ενώ έπειτα υπηρέτησε στον Ιαπωνικό στρατό, την πειθαρχία του οποίου θαύμαζε ιδιαίτερα.
Στο Τόκιο μυήθηκε στις αντιδυναστικές ιδέες, κι αποφάσισε να συμμετέχει στο κίνημα ανατροπής της κινεζικής αυτοκρατορικής δυναστείας των Μαντσού. Με το ξέσπασμα των πρώτων εξεγέρσεων στην Κίνα το 1911, επέστρεψε και συμμετείχε στις μάχες για την ανατροπή των Μαντσού αρχικά, και την περίοδο 1913-16 κατά του νέου προέδρου και επίδοξου αυτοκράτορας της χώρας Γουάν Σικάι. Έπειτα αποσύρθηκε για λίγα χρόνια στη Σαγκάη, συμμετέχοντας στη λεγόμενη Πράσινη Συμμορία, μια οργάνωση ειδικευμένη σε ύποπτες οικονομικές δραστηριότητες. Το 1918 έγινε μέλος του Εθνικού Κόμματος, γνωστότερου ως Κουμιτάνγκ, ξεκινώντας τη στενή του σχέση με τον Σουν Γιατ-Σεν, ο οποίος στόχευε στην ενοποίηση της Κίνας που εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό την επιρροή πολλών τοπικών πολεμάρχων που πολεμούσαν μεταξύ τους.
Εκείνη την εποχή υπήρξε προσέγγιση των Κουομιτάνγκ με την ΕΣΣΔ, καθώς η Κομμουνιστική Διεθνής είχε στρατηγική υποστήριξης εθνικών κινημάτων σε διάφορες χώρες. Σε αυτό το πλαίσιο ο Τσιανγκ επισκέφτηκε το 1923 την ΕΣΣΔ, κυρίως για να μελετήσει τη δομή του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος του έδωσε το πρότυπο για τη δημιουργία μιας στρατιωτικής ακαδημίας κοντά στην Καντόνα, με τη βοήθεια και Σοβιετικών συμβούλων που κατέφτασαν στην περιοχή, ενώ οι Κουομιτάνγκ άνοιξαν τους κόλπους τους στους Κινέζους κομμουνιστές. Οι τελευταίοι άρχισαν να αποκτούν σημαντική επιρροή εντός του κινήματος, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Σουν, κι έτσι άρχισαν οι διαμάχες μεταξύ κομμουνιστών και συντηρητικών εθνικιστών εντός του κόμματος. Ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ στην αρχή τήρησε συμβιβαστική στάση, για να μη χάσει τη σοβιετική υποστήριξη, ωστόσο το 1927 επήλθε η ρήξη με την ΚΔ, όταν ο ίδιος με αιματηρό πραξικόπημα έδιωξε τους κομμουνιστές από το κόμμα και εφήρμοσε πολιτική καταστολής κατά του ελεγχόμενου από εκείνους συνδικαλιστικού κινήματος, με βιαιότερο επεισόδιο τη σφαγή εργατών στην Καντόνα.
Παράλληλα, κατόρθωσε να ενοποιήσει την Κίνα και να επιβληθεί των τοπικών ηγεμόνων, κάτι που επισφραγίστηκε με την είσοδο του στρατού του στο Πεκίνο το 1928, ενώ σύντομα ίδρυσε μια νέα κεντρική κυβέρνηση, με πρωτεύουσα τη Νανκίν, νότια της πρωτεύουσας. Δυο χρόνια μετά προσηλυτίστηκε στο χριστιανισμό, προσβλέποντας σε υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων, υπό την επιρροή και της δεύτερης συζύγου του, που προερχόταν από την ισχυρή οικογένεια των Σουνγκ, που διατηρούσε στενούς δεσμούς με τη δύση. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί παρέμεναν στα χαρτιά, ενώ παράλληλα οι κομμουνιστές είχαν ήδη αρχίσει να σχηματίζουν το δικό τους στρατό και παράλληλες διοικητικές δομές στις περιοχές της υπαίθρου που ήλεγχαν. Ο Τσιάνγκ μάλιστα δεν πρόβαλε αντίσταση στην εισβολή της Ιαπωνίας στη Μαντζουρία το 1931, θέτοντας ως προτεραιότητα το τσάκισμα των κομμουνιστών. Προσπαθώντας να προωθήσει ένα νέο αφήγημα κοινωνικής συνοχής, αναβίωσε τον κομφουκιανισμό με το λεγόμενο “Κίνημα Νέας Ζωής”.
Το Δεκέμβρη του 1936 αιχμαλωτίστηκε από έναν στρατηγό του που αντιδρούσε στην ενδοτική πολιτική του έναντι των Ιαπώνων. Μετά από περίπου δύο εβδομάδες, ο Τσιάγνκ αφέθηκε ελεύθερος αφού συμφώνησε να συμμαχήσει με τους κομμουνιστές κατά των Ιαπώνων. Οι τοπικές αψιμαχίες μεταξύ των δύο χωρών εξελίχθηκαν σε κανονικό πόλεμο το 1937, ο οποίος τερματίστηκε με την ήττα της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, συμμάχου του φασιστικού άξονα το 1945, χάρη και στην αποφασιστική βοήθεια της ΕΣΣΔ. Το τέλος του πολέμου σήμανε και τη διάλυση του κοινού μετώπου κομμουνιστών και Κουομιτάνγκ και το ξέσπασμα εμφύλιας σύγκρουσης.
Με την επικράτηση της Κινεζικής Επανάστασης υπό τον Μάο Τσε-Τούνγκ το 1949 ο Τσιάνγκ εγκαταστάθηκε στη νήσο Φορμόζα, με τα υπολείμματα του εθνικιστικού στρατού, εγκαθιδρύοντας δικτατορία και πραγματοποιώντας επιθέσεις κατά των κομμουνιστών στα στενά της Φορμόζας. Το κράτος της Ταϊβάν επιβίωσε χάρη στη γενναία αμερικανική οικονομική βοήθεια, ενώ το 1955 οι ΗΠΑ υπέγραψαν σύμφωνο με την κυβέρνηση του Τσιάνγκ εγγυώμενη στρατιωτικά την υπεράσπιση της χώρας.
Από το 1972, με την προσέγγιση Κίνας-ΗΠΑ στα πλαίσια του σινοσοβιετικού σχίσματος, η Ταϊβάν έχασε το γεωστρατηγικό της ρόλο για τις ΗΠΑ, οι οποίες προχώρησαν σε διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη χώρα ώστε να αποκατασταθούν πλήρως οι διπλωματικές τους σχέσεις με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Ο Τσιάνγκ Κάι-Σεκ ωστόσο δεν έζησε ώστε να δει αυτή την εξέλιξη, καθώς έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1975, για να πάρει τη θέση του στην ηγεσία της χώρας ο Γεν Τσια-Καν και το 1978 ο γιος του Τσιάνγκ, Τσιάνγκ-Τσινγκ Κουό.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback