Τυφλή και όρθια, η Νίκη του βουνού…
“Όταν τα θυμάμαι πολλές φορές λέω: Άραγε πόσες φορές πήγαινα να μετρηθώ με το ΧΑΡΟ…” Η Ιστορία είναι ακόμη ζωντανή στη μνήμη της Νίκης του βουνού. Το πραγματικό της όνομα είναι Ελένη Τσιομπανίδου από το χωριό Καναδάς του Έβρου. Μαχήτρια του ΔΣΕ.
Η Ιστορία αυτή είναι ακόμη ζωντανή στη μνήμη της Νίκης του βουνού. Το πραγματικό της όνομα είναι Ελένη Τσιομπανίδου από το χωριό Καναδάς του Έβρου. Μαχήτρια του ΔΣΕ.
Σήμερα* μιλάμε μαζί και είμαστε 65 χρόνια μετά τον τρομερό Εμφύλιο.
Ακούω και καταγράφω έτσι όπως ακριβώς τα λέει. Για να μην ξεχνάμε κάποια πράγματα και γεγονότα μιας ταραγμένης εποχής… .
«Ήμασταν εκεί γύρω… στο χωριό. Δάφνη το όνομά του. Μόλις είχαμε τη χαρά που διώξαμε από το χωριό το Στρατό και νιώθαμε πως το δίκαιο είναι με το μέρος μας. Εκεί, μέσα, στη Δάφνη Νιγρίτας δόθηκε ανέλπιστη και απρόβλεπτη μάχη. Μπήκαν οι Αντάρτες στο χωριό. Κάναμε τη σύμπτυξή μας και τα παλικάρια μας περνούσαν μέσα απ’ το χωριό χαρούμενα και ανέμελα… όταν, από τον απέναντι φούρνο πυροβολούσαν δύο Κοιλαράδες όπως τους έλεγαν τότε. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Τα ονόματά τους: Φουντούκης και Παναγιωτόπουλος. Ναι, οι Κοιλαράδες… με τις κοιλιές τους που κρεμούσαν… Και σημαδεύουν τα τρία νεαρά παιδιά μας: τον Σύνδεσμο με το όνομα Βάσος (Μαυρίδης Βασίλης), την Υπεύθυνη Τάγματος Ρούλα (Παπαδαμάκη Σταυρούλα) και την Ζαχαρούλα (Σιδέρα Ζαχαρούλα, ψευδ. Λευκή). Τρεις νεαροί… Νεκροί… Αντάρτες. Οι μαχητές είδαν από πού έφυγαν τα φονικά βόλια. Και τότε, χωρίς να χάσουν ούτε λεπτό οι Αντάρτες πήγαν στο φούρνο και σκότωσαν τους Κοιλαράδες για να μην ξαναζήσουν αυτό το κακό στο χωριό. Ο ένας την έφαγε στο κεφάλι κι ο άλλος στην καρδιά. Τους έγδυσαν και τους πήγαν στην Πλατεία του χωριού. Μαζεύτηκαν πολλοί. Άντρες και Γυναίκες μαζί. Δεν πρόλαβαν να κλάψουν τα τρία παιδιά. Δεν είχαμε καιρό για δάκρυα και λύπη. Και ήρθε αμέσως η χαρά της απαλλαγής τους από απειλές και χειρότερα. Όλοι μαζεμένοι εκεί. Δάκρυ δεν έπεσε για τους Κοιλαράδες… Μόνο ανακούφιση. Πολλοί μιλούσαν μεταξύ τους. Ό,τι θυμόταν ο καθένας.
Μα παραπάνω οι γυναίκες που ζήσανε τα καμώματα τους και τη δύναμη της θέσης που είχαν. Ο ένας εκ των δύο ήταν Νωματάρχης. Μιλούσαν τότε και για βιασμό γυναίκας… Εδώ, σε αυτό το χωριό έλεγαν οι γυναίκες τότε, για τους Κοιλαράδες, δίνανε κάτι φύλλα πορείας για να πάνε από χωριό σε χωριό. Και για να δώσουν αυτό το χαρτί μετακινήσεων και να πάνε στα διπλανά χωριά, έλεγαν στις γυναίκες πρώτα να περάσουν το βράδυ μαζί τους… και μετά να το πάρουν… Αυτό βέβαια κυκλοφόρησε σε όλη την περιοχή.
Γι’ αυτό και όταν έμαθαν οι γυναίκες του χωριού πως τους Κοιλαράδες τους σκότωσαν οι Αντάρτες, αντί να κλάψουν πιάστηκαν χέρι με χέρι και γύρω από τα κορμιά των Κοιλαράδων στήσανε το χορό και το τραγούδι. Ήθελαν την τιμωρία τους. Ανακούφιση μεγάλη. Στήσανε μεγάλο συσσίτιο… Σφάξανε και ψήσανε διάφορα κρέατα. Αρνιά και κατσίκια. Φαγητά πολλά. Μας τάισαν αλλά και μας κοίμισαν.
Το ίδιο βράδυ, κάποιοι ομοϊδεάτες των κοιλαράδων προσπαθούσαν να απομακρυνθούν από το χωριό… Εμείς όμως το προβλέψαμε. Πιάσαμε το μονοπάτι που σίγουρα θα περνούσαν για το φευγιό τους. Εκεί, στην ομάδα των Ανταρτών ήμουν κι εγώ. Δεν ήμασταν πολλοί. Επτά με οκτώ άτομα. Έτσι χωριστήκαμε από την αρχή. Άλλοι για το χωριό κι εμείς στην άκρη του χωριού… Εκεί, κοντά στο δασάκι… Τους βλέπουμε. Μπήκαν στο δασάκι για να γλυτώσουν… Έτοιμοι να την κοπανήσουν. Κι αυτοί πλησιάζουν. Δεν το περίμεναν… Όπου, όπου να φύγουν. Φτάνουν. Και μπροστά εγώ. Φωνάζω ψηλά τα χέρια. Ήταν σε απόσταση αναπνοής. Η ανάσα τους με ακουμπούσε. Το χέρι αν απλώνανε, σίγουρα θα με πιάνανε από τα μαλλιά… Δεν τόλμησαν. Γιατί δεν ήμουν μόνη κοπέλα εκεί. Ήμασταν ακόμη 7-8 Αντάρτες παρά δίπλα. Παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Ξαφνιασμένοι, αμέσως σήκωσαν τα χέρια. Παραδόθηκαν. Έτσι πιάσαμε στο χωριό Δάφνη των Σερρών τους 12 αιχμαλώτους. Ήταν το έτος 1948. Εγώ, ήμουν τότε Ομαδάρχης. Τους παραδώσαμε στη Διοίκηση. Και μετά πήγαμε κι εμείς εκεί, στο γλέντι, στην Πλατεία του χωριού. Εκεί που ο κόσμος γιόρταζε τη χαρά του. Φάγαμε κι εμείς και μετά μας φίλεψαν και μας κοίμισαν όπου μπορούσαν. Άλλους στο πάτωμα κι άλλους πάνω στα στάρια. Μόλις τα μάζεψαν και τα είχαν εδώ κι εκεί. Ακριβή ημερομηνία δε θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο που ψιχάλιζε και ήταν γεμάτες οι αποθήκες με το φρέσκο σιτάρι. Γι’ αυτό και προσδιορίζω το γεγονός προς Ιούλιο με Αύγουστο. Ίσως και αρχές Αυγούστου. Έτσι, σα να ήταν απλωμένο το σιτάρι για να στεγνώσει. Ναι, ήταν το 1948. Ακόμη θυμάμαι τη στιγμή που η Ομάδα μου μπήκαμε στο χωριό μετά την παράδοση των αιχμαλώτων… Ήμασταν η Ομάδα της ΔΝΕ, Της Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας. Μας χειροκροτούσαν ασταμάτητα. Δάκρυα χαράς. Υποδοχή Ηρώων. Κι εμείς, σταθήκαμε όρθιοι. Το βλέμμα μας και η σκέψη μας ψάχνανε την επόμενη μέρα. Αγώνας, Αγώνας, Αγώνας.
Σήμερα πολλές φορές περνάνε από το μυαλό μου οι στιγμές και εκείνες οι δύσκολες ώρες. Και απορώ ακόμη και τώρα στα 85 μου χρόνια και μετά από 65 χρόνια μετά τον Εμφύλιο για τη δύναμη που είχαμε. Πως δε φοβόμασταν μη μας σημαδέψουν… Μα είναι δυνατόν; Όταν τα θυμάμαι πολλές φορές λέω: Άραγε πόσες φορές πήγαινα να μετρηθώ με το ΧΑΡΟ… Και πάντα Όρθια… Λες και τον έψαχνα το Χάρο παντού. Όπως και τότε που τραυματίστηκα κι έμεινα τυφλή. Περπατούσα και τότε ΤΥΦΛΗ ΚΑΙ ΟΡΘΙΑ. Και δεν ήμουν μόνο εγώ έτσι. Ήταν το ίδιο και οι συναγωνιστές μου, οι συμμαχητές μου. Όλοι μαζί. Άντρες και Γυναίκες. Ίσως γιατί ήμασταν με το Δίκαιο του λαού και μας έδινε τη δύναμη που χρειαζόμαστε για να σταθούμε όρθιοι».
Εδώ σταματάει η κουβέντα μας. Γιατί, οι Ιστορίες τελειωμό δεν έχουν. Τα τρία χρόνια πολέμου ήταν πολλά. 1946- 1949. Εμφύλιος Πόλεμος. Για τους νεκρούς του πολέμου και για τα 65 χρόνια από τότε προσπαθώ κι εγώ, παιδί Ανταρτών, να μάθω από ζωντανές Ιστορίες ακόμη και σήμερα για το χτες…
* Σεπτέμβρης 2014