Τζάκομο Καζανόβα- Οι περιπέτειες ενός αρχετυπικού γυναικoκατακτητή
Χάρη στα Απομνημονεύματά του, καθιερώθηκε στη συλλογική μνήμη ως το πρότυπο του πλανόδιου λιμπερτίνου, που τάραζε τα νερά με την παρουσία του στις αυλές και τις μητροπόλεις της Ευρώπης του 18ου αιώνα.
Ο Τζάκομο Καζανόβα έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο κατεξοχήν γυναικάς, ως το πρότυπο του ελευθεριάζοντα περιπλανώμενου. Ποια ήταν όμως στ’ αλήθεια η ζωή του περιπετειώδους συγγραφέα;
Γεννήθηκε σαν σήμερα στη Βενετία το 1725, ως ο μεγαλύτερος από τα έξι παιδιά της ηθοποιού Τζοβάνα Μαρία Φαρούσι, και του συναδέλφου της Γκαετάνο Καζανόβα. Λόγω των συχνών περιοδειών των γονιών του, μεγάλωσε κυρίως με τη γιαγιά του, ενώ ο πατέρας του πέθανε όταν εκείνος ήταν οχτώ ετών. Είχε εύθραυστη υγεία και πολλές φορές βρέθηκε κοντά στο θάνατο, κάτι που όπως δήλωνε αργότερα, τον έκανε να μην τον φοβάται πια. Σπούδασε κοσμικό και κανονικό δίκαιο στην Πάδοβα, και κατόπιν επιθυμίας της γιαγιάς του ξεκίνησε σταδιοδρομία κληρικού. Σύντομα ωστόσο εκδιώχθηκε από το θεολογικό σεμινάριο του Αγίου Κυπριανού λόγω σκανδαλώδους συμπεριφοράς και αφού πέρασε κάποια χρόνια στην υπηρεσία ενός καρδιναλίου, δούλεψε ως βιολιστής στη Βενετία, έγινε μέλος της Στοάς των Ελευθεροτεκτόνων της Λυών το 1750, και ταξίδεψε στο Παρίσι, τη Δρέσδη, τη Πράγα και τη Βιέννη.
Επιστρέφοντας στη Βενετία το 1755 ο Καζανόβα κατηγορήθηκε για προσβολή της θρησκείας και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης στις φυλακές που στεγάζονταν στο ανάκτορο του Δόγη. Ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβρη του 1756 συμβαίνει ένα από τα γνωστότερα περιστατικά στη ζωή του Καζανόβα, η θεαματική του απόδραση από τις φυλακές, με τη δεύτερη απόπειρα. Κατέφυγε στο Παρίσι κι ένα χρόνο μετά υπήρξε συνιδρυτής της Εθνικής Λοτταρίας. Απέσπασε την εύνοια αριστοκρατικών κύκλων, καθώς η προσωπική του γοητεία και ο τζόγος αποτελούσαν τους μοναδικούς πόρους διαβίωσής του. Παρόλαυτα δημιούργησε πολλά χρέη, που τον εξανάγκασαν σε φυγή από το Παρίσι το 1760, με το ψευδώνυμο Ιππότης του Seingalt, και σε περιπλάνηση σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, όπου μεταξύ άλλων συνάντησε και το Βολταίρο στην Ελβετία. Όσο ήταν στο Βερολίνο, ο Πρώσος βασιλιάς Φρειδερίκος Β’ του πρόσφερε μια θέση ως δασκάλου στη Σχολή Γαιοκτημόνων της Πομερανίας, αλλά ο ίδιος ήλπιζε να αποσπάσει θέση στην τσαρική αυλή και πήγε στην Αγία Πετρούπολη, ωστόσο η Μεγάλη Αικατερίνη δεν ήταν διατεθειμένη να τον προσλάβει. Επόμενος σταθμός του ήταν η Βαρσοβία, όπου τραυματίστηκε σοβαρά στη διάρκεια μονομαχίας με Πολωνό ευγενή για τα μάτια μιας τραγουδίστριας. Βρέθηκε αργότερα στην Ισπανία, όπου συνελήφθη αρχικά για οπλοκατοχή ενώ αργότερα σκότωσε έναν άνδρα που είχε στείλει να του επιτεθεί ο σύζυγος της ερωμένης του, κυβερνήτης της Βαρκελώνης, περνώντας ένα μήνα στη φυλακή για το φόνο.
Το 1774 του επετράπη η επιστροφή στα εδάφη της Βενετίας, όπου έδρασε ως κατάσκοπος των αρχών της πόλης ως το 1782. Τα τελευταία του χρόνια, από το 1785 ως το 1798, έζησε στη Βοημία ως βιβλιοθηκάριος του κόμη Βαλντσάιν στο παλάτι της πόλης Dux. O Καζανόβα έφησε ένα πολυσχιδές συγγραφικό έργο, αποτελούμενο από κριτικές, ποιήματα, μια μετάφραση της Ιλιάδας και ένα σατιρικό φυλλάδιο για τους Ενετούς πατρικίους, κυρίως την οικογένεια Γκριμάνι. Το έργο ωστόσο που καθιέρωσε την υστεροφημία του ήταν τα απομνημονεύματά του, τα οποία εκδόθηκαν σε 12 τόμους μετά το θανατό του, μεταξύ 1826-1838, με την τελική έκδοση υπό τον τίτλο “Ιστορία της ζωής μου” να κυκλοφορεί την περίοδο 1960-1962. Το έργο έχει κυρίως ιστορικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον, καθώς προσφέρει ένα πανόραμα του 18ου αιώνα στην Ευρώπη. Χάρη στα ταξίδια του γνώρισε σημαντικούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς ηγέτες, αλλά και ανθρώπους του πνεύματος. Παράλληλα η περιπετειώδης και ριψοκίνδυνη φύση του τον έφερε σε επαφή με τον υπόκοσμο της εποχής, ο οποίος επίσης προβάλλει ανάγλυφα από τις σελίδες των απομνημονευμάτων του.