Τζερόνιμο, ο αρχηγός των Απάτσι που αντιστάθηκε στη γενοκτονία των Ινδιάνων στις ΗΠΑ
Ένας Ινδιάνος σύμβολο της αντίστασης του λαού του ενάντια στην πολιτική εποικισμού και γενοκτονίας των λευκών.
Σαν σήμερα ήρθε στον κόσμο το 1829 ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αντίστασης των ιθαγενών της Αμερικής, και πιο συγκεκριμένα της φυλής Τσιρικάουα των Απάτσι κατά τις γενοκτονικής πολιτικής των ΗΠΑ σε βάρος τους. Το κανονικό του όνομα ήταν Γκοιαθλάι (αυτός που χασμουριέται), με το Τζερόνιμο να αποτελεί μια ιταλοποιημένη εκδοχή του ονόματός του. Για αιώνες οι Απάτσι είχαν αντιταχθεί στον εποικισμό των λευκών (Ισπανών και Βορειοαμερικανών) στη γη τους. Αυτή την παράδοση συνέχισε ο Τζερόνιμο, από τη μέρα που μπήκε στο πολεμικό συμβούλιο της φυλής του το 1846, συμμετέχοντας σε επιδρομές κατά των εισβολέων στη Σονόρα και την Τσιουάουα του Μεξικού. Ορκίστηκε εκδίκηση σε βάρος των Μεξικανών, όταν εκείνοι σκότωσαν τη μητέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά του το 1858.
Ως ηγέτης μιας ιδιαίτερα ικανής και γενναίας ομάδων πολεμιστών, πραγματοποίησε μια σειρά επιδρομών για να πάρει το αίμα του πίσω. Το 1874 περίπου 4000 Απάτσι εκκενώθηκαν με τη βία από τις αρχές των ΗΠΑ, και μεταφέρθηκαν στο Σαν Κάρλος, μια έρημο της κεντρικής Αριζόνας. Οι Ινδιάνοι αυτοί έγιναν μια μόνιμη βάση στρατολόγησης για τις ομάδες του Τζερόνιμο, βυθίζοντας την περιοχή σε συνεχείς αψιμαχίες με τους Λευκούς Αμερικανούς. Στις αρχές του 1870 ο συνταγματάρχης Τζωρτζ Κρουκ είχε κατορθώσει να επιβάλει μια σχετική ειρήνευση στην περιοχή, αλλά σύντομα εκατοντάδες Απάτσι υπό την ηγεσία του Τζερόνιμο στράφηκαν κατά των διαδόχων του Κρουκ. Το 1882 ο Κρουκ ανακλήθηκε στην Αριζόνα για να καταστείλει την εξέγερση και ο Τζερόνιμο δυο χρόνια μετά παραδόθηκε αλλά αργότερα δραπέτευσε μαζί με μια συνοδεία 35 ανδρών, 101 γυναικών και οχτώ παιδιών. Ο Κρουκ συνέλεξε τους καλύτερους άνδρες του για να τον αντιμετωπίσει, εξαναγκάζοντας τοn σε νέα παράδοση το 1886. O ίδιος ωστόσο με μια μικρή ομάδα δραπέτευσαν κοντά στα σύνορα με το Μεξικό, κάτι που προκάλεσε την αντικατάστασή του Κρουκ από τον στρατηγό Νέλσον Μάιλς.
Ενδεικτικό του πονοκεφάλου που προκαλούσε ο Τζερόνιμο στους αποικιοκράτες, ήταν πως ένας στρατός 5000 λευκών και 500 Ινδιανών που στρατολογήθηκαν στο πλευρό τους εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό εναντίον της μικρής ομάδας του Απάτσι φυλάρχου. Μετά από πέντε μήνες και μια καταδίωξη που επεκτάθηκε σε απόσταση 1645 μιλίων, εντοπίστηκε το κρησφύγετό του Τζερόνιμο στα όρη Σονόρα. Σε σύνοδο που ακολούθησε στο φαράγγι Σκέλετον της Αριζόνα, ο Μάιλς κάλεσε τον Τζερόνιμο να παραδοθεί με την υπόσχεση πως μετά από μια απροσδιόριστη χρονικά εξορία στη Φλόριντα εκείνος κι οι ακόλουθοί του θα μπορούσαν να γυρίσουν στην Αριζόνα, υπόσχεση που δεν τηρήθηκε. Αντίθετα ο Τζερόνιμο και οι σύντροφοί του μπήκαν σε πρόγραμμα καταναγκαστικής εργασίας, ενώ μόλις το 1887 μπόρεσε να ξαναδεί την οικογένειά του. Μετακόμισε στην Οκλαχόμα το 1894, όπου αρχικά προσπάθησε “ν’ακολουθήσει το δρόμο των λευκών”, επιδιδόμενος σε αγροτικές εργασίες και βαπτιζόμενος χριστιανός στην προτεσταντική εκκλησία των Ολλανδών, απ’όπου αποβλήθηκε επειδή ήταν επιρρεπής στο τζόγο. Δεν ξαναείδε ποτέ την Αριζόνα, αλλά με άδεια του υπουργείου Άμυνας του επιτράπηκε να πουλά εργόχειρα και φωτογραφίες του σε εκθέσεις για να ζήσει. Πριν πεθάνει υπαγόρευσε την αυτοβιογραφία του με τίτλο “Τζερόνιμο: Η ιστορία” του, η οποία εκδόθηκε πολλά χρόνια μετά το θάνατό του το Φλεβάρη του 1909, με ειδική άδεια του τότε προέδρου των ΗΠΑ Τίοντορ Ρούζβελτ. Παρόλαυτα η εκδοχή που κυκλοφόρησε θεωρείται προϊόν λογοκρισίας, αλλά και παρεμβάσεων στο περιεχόμενο του έργου, ώστε να αντικατοπτρίζει μια πιο φιλική προς την αμερικανική κρατική πολιτική εκδοχή των γεγονότων.