Τζωρτζ Κέναν: Ιδεολογικός αρχιτέκτονας του Ψυχρού Πολέμου
Αμφισβητώντας την υπερβολικά υποχωρητική, όπως την αντιλαμβανόταν, πολιτική της κυβέρνησης έναντι των Σοβιετικών, αντιπρότεινε πως “Το κύριο στοιχείο οποιασδήποτε πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, πρέπει να είναι εκείνη της μακροπρόθεσμης, υπομονετικής μα σταθερής και σε επαγρύπνηση ανάσχεσης των ρωσικών επεκτατικών τάσεων”.
Σαν σήμερα γεννήθηκε στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν ο Τζώρτζ Φ. Κέναν, ένας από τους σημαντικότερους διπλωμάτες των ΗΠΑ κι ιθύνων νους της βασικής στρατηγικής που ακολούθησε η χώρα έναντι της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού κόσμου εν γένει μεταπολεμικά, γνωστή ως πολιτικής της ανάσχεσης (containment). Γιος δικηγόρου, μεγάλωσε με τον πατέρα, τη μητριά και τις αδελφές του στο Μιλγουόκι και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Μετά την αποφοίτησή του το 1925 μπήκε στο διπλωματικό σώμα, υπηρετώντας σε μια σειρά χωρών γύρω από την ΕΣΣΔ με τις οποίες η τελευταία δε διατηρούσε εκείνη την εποχή διπλωματικές σχέσεις. Σπούδασε ρωσική γλώσσα και πολιτισμό στο Βερολίνο το 1929, και το 1933 ακολούθησε τον πρώτο Αμερικανό πρέσβη Γουίλιαμ Μπούλιτ στη Μόσχα, μετά την αναγνώριση της ΕΣΣΔ από τις ΗΠΑ, ενώ πέρασε τα υπόλοιπα προπολεμικά χρόνια σε Βιέννη, Πράγα και Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια του β’παγκοσμίου πολέμου φυλακίστηκε σε στρατόπεδο από τους Γερμανούς για έξι μήνες, ενώ ήδη από τα πρώτα χρόνια του πολέμου είχε δείξει τις έντονα αντισοβιετικές του διαθέσεις, προειδοποιώντας τις ΗΠΑ να μην υποστηρίξουν υπερβολικά αυτό τον “ακατάλληλο” σύμμαχο. Μετά την απελευθέρωσή του πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια του πολέμου και τελικά στη Μόσχα, απ’όπου το Φλεβάρη του 1946 έστειλε στην κυβέρνηση του Χάρρυ Τρούμαν το περιβόητο “Μακρό τηλεγράφημα”, που έθεσε τις βάσεις της πολιτικής της ανάσχεσης.
Ακόμα αναλυτικότερα ανέπτυξε τις απόψεις του στο λεγόμενο “Άρθρο Χ”, που δημοσιεύτηκε ανώνυμα τον Ιούλη του 1947 στο περιοδικό “Foreign Affairs”. Αμφισβητώντας την υπερβολικά υποχωρητική, όπως την αντιλαμβανόταν, πολιτική της κυβέρνησης έναντι των Σοβιετικών, αντιπρότεινε πως “Το κύριο στοιχείο οποιασδήποτε πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, πρέπει να είναι εκείνη της μακροπρόθεσμης, υπομονετικής μα σταθερής και σε επαγρύπνηση ανάσχεσης των ρωσικών επεκτατικών τάσεων”. Για το λόγο αυτό, καλούσε αντιμετώπιση της “Σοβιετικής πίεσης κατά των ελεύθερων θεσμών του Δυτικού Κόσμου”, μέσω της άσκησης πίεσης, με ποικίλα μέσα κι ευελιξία αντίστοιχη του αντιπάλου, οπουδήποτε οι Σοβιετικοί απειλούσαν να επεκτείνουν την επιρροή τους σε οποιαδήποτε μορφή. Χωρίς να αποκλείει τη στρατιωτική ισχύ σε επίπεδο ενίσχυσης εξοπλισμών ή και ανοιχτών επεμβάσεων όπου κρινόταν απαραίτητο, προέκρινε τα οικονομικά μέσα (με γνωστότερο το σχέδιο Μάρσαλ, στην εκπόνηση του οποίου πρωταγωνίστησε) καθώς και μέτρα προπαγάνδας και ψυχολογικού πολέμου ως αποτελεσματικότερα. Μια τέτοια πολιτική, όπως προφητικά από τη σκοπιά των συμφερόντων που εξυπηρετούσε προέβλεπε ο Κέναν: “Θα προωθούσε τάσεις που τελικά θα καταλήξουν είτε σε διάλυση είτε σε σταδιακή απάλυνση της σοβιετικής εξουσίας.” Ο σημαίνων αρθρογράφος Γουόλτερ Λίπμαν επιτέθηκε στο άρθρο, θεωρώντας το υπερβολικά επιθετικό, όχι μιλώντας ως φιλειρηνιστής ασφαλώς, αλλά λόγω του ότι θεωρούσε πως ο συντάκτης του δεν προέβαινε σε σωστή ιεράρχηση προτεραιοτήτων, όταν καλούσε σε ανάσχεση της σοβιετικής επιρροής οπουδήποτε στον κόσμο ανά πάσα στιγμή. Στην πραγματικότητα βέβαια ο Κέναν έριχνε το κύριο βάρος στην ανακοπή της σοβιετικής επιρροής στη Δυτική Ευρώπη, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ. Υπήρχαν όμως κι εκείνοι που ερμήνευαν τις προτάσεις Κέναν από διαφορετική σκοπιά, όπως ο Τζων Φόστερ Ντάλες, μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών του Αϊζενχάουερ, ο οποίος κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1952 επέκρινε τη στρατηγική της ανάσχεσης ως υπερβολικά αμυντική, αντιτείνοντας την πολιτική της “μείωσης”( rollback) της ΕΣΣΔ και την “απελευθέρωση” της Ανατολικής Ευρώπης.
Την ίδια χρονιά ο Κέναν είχε διοριστεί πρέσβης των ΗΠΑ, επιστρέφοντας ως persona non grata ένα χρόνο αργότερα, εξαιτίας σχολίων για τη συμπεριφορά των Σοβιετικών σε ξένους διπλωμάτες, την οποία δε δίστασε να συγκρίνει με εκείνη των ναζί όταν υπηρετούσε στο Βερολίνο, πράξη την οποία αργότερα χαρακτήρισε “ανόητη”. Αποκαλυπτική είναι και η μαρτυρία του στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν το 1967,όπου αναγνωρίζει επί της ουσίας πως η ευθύνη για το ψυχροπολεμικό κλίμα βάραινε κυρίως τις ΗΠΑ, σημειώνοντας: “Άρχισα να να αναρωτιέμαι…αν είχαμε συμβάλει …με την υπερστρατιωτικοποίηση της πολιτικής και των δηλώσεών μας…στην πεποίθηση της Μόσχας ότι επιδιώκαμε τον πόλεμο. ότι είχαμε αποφασίσει πως είναι αναπόφευτκος, κι ότι ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να τον εξαπολύσουμε”. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσα αναφέρει σε επιστολή του στο μελλοντικό πρόεδρο Κέννεντυ το 1960 , όταν παρότρυνε τη μελλοντική κυβέρνηση να “διασφαλίσει μια διάσταση απόψεων και πολιτικών μεταξύ Ρώσων και Κινέζων”, μέσω βελτίωσης των σχέσεων με το Χρουστσώφ.Παρότι στην πράξη οι ΗΠΑ τελικώς προτίμησαν πολιτική σύσφιξης των δεσμών με τη μαοϊκή Κίνα, οι παρατηρήσεις του για το Χρουστσώφ έχουν αξία για τη διορατικότητα τους: “Θα έπρεπε, δίχως να αυταπατώμαστε για την πολιτική προσωπικότητα του Χρουστσώφ και χωρίς να τρέφουμε εξωπραγματικές ελπίδες, να μας απασχολήσει η διατήρηση του στις πολιτικές εξελίξεις και να ενθαρρύνουμε την επιβίωση στη Μόσχα των τάσεων που αντιπροσωπεύει”.
Με παρόμοια οξυδέρκεια, προέτρεπε τις ΗΠΑ να εργαστούν στην κατεύθυνση της δημιουργίας διαιρέσεων εντός του σοσιαλιστικού συνασπισμού, μέσω υπονόμευσης της σοβιετικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη κι ενθάρρυνση των τάσεων “αυτονόμησης” των εκεί κυβερνήσεων”. Μετά την σύντομη θητεία του ως πρέσβης στη Γιουγκοσλαβία (1961-1963), που παρά τις προσπάθειές του για εξομάλυνση, συνέπεσε με μια προσωρινή επιδείνωση την αμερικανογιουγκοσλαβικών σχέσεων, αφιερώθηκε στην ακαδημαϊκή του καριέρα και στη συγγραφή. Προσπάθησε στο υπόλοιπο της ζωής του να διαχωρίσει τη σύνδεση του ονόματος του με την κούρσα των εξοπλισμών, την οποία επέκρινε, θεωρώντας ότι τα πολιτικά και οικονομικά μέσα ήταν αρκετά για την εξασθενημένη από τον πόλεμο ΕΣΣΔ, ενώ αντίστοιχα επικριτική ήταν και η στάση του έναντι του πολέμου του Βιετνάμ. Η εναντίωσή του στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, την οποία θεωρούσε ματαιόδοξη και απερίσκεπτη, από αστική σκοπιά, συνεχίστηκε και μετά τη διάλυση του αντίπαλου δέους, ως το θανατό του, σε ηλικία 101 ετών στις 17 Μάρτη 2005.