Βασανιστήρια και ομαδικοί βιασμοί παιδιών σε «παιδούπολη» της Φρειδερίκης – Μια συγκλονιστική καταγγελία για τα εγκλήματα των κανίβαλων της εθνικοφροσύνης
“Και όλα αυτά για να κάνουμε δήλωση, να αναμορφωθούμε και να γίνουμε τίμιοι «Εθνικόφρονες» Έλληνες! Με το βασανισμό, τη διαφθορά, με το χασίς και το έγκλημα και την ασέλγεια! Κάθε έννοια πολιτισμού καταρρακώθηκε, κάθε αντίληψη ανθρωπιάς και ηθικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας γκρεμίστηκε μέσα στην άγρια και πρωτόγονη ζούγκλα του αναμορφωτηρίου της Κηφισιάς.”
Σαν σήμερα, στις 23 του Μάρτη 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση που είχε σχηματιστεί τρεις μήνες νωρίτερα στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, αποφασίζει να πάρει μέτρα για την προστασία των παιδιών που βρίσκονταν στις εμπόλεμες περιοχές, και, εκτός από τον θάνατο εξαιτίας των συγκρούσεων, απειλούνταν από την πείνα αλλά και κινδύνευαν να καταλήξουν στις λεγόμενες «παιδουπόλεις» – γκέτο της βασίλισσας Φρειδερίκης, και να υποστούν ανείπωτη κακοποίηση, βασανιστήρια και εξευτελισμούς, όπως μαρτυρά το τραγικό γεγονός στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Πρώτα ας σημειώσουμε ότι η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση απευθυνόμενη στις Λαϊκές Δημοκρατίες, δηλαδή στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες όπου οικοδομούνταν ο σοσιαλισμός, μπόρεσε να διασώσει συνολικά περίπου 25.000 παιδιά, τα οποία φιλοξενήθηκαν σε αυτές τις χώρες, με τη συγκατάθεση των γονιών τους, ενώ τον Μάη του 1948 συστάθηκε και ειδική Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί (ΕΒΟΠ) με επικεφαλής τον Πέτρο Κόκκαλη και μέλη της την Έλλη Αλεξίου, τον Γιώργη Αθανασιάδη, τον Γιώργη Ζωίδη κ.ά.
Το γεγονός αυτό αποτέλεσε πεδίο βρώμικης και χυδαίας αντικομμουνιστικής προπαγάνδας (…που ακόμα κρατεί) από τη μεριά του αστικού κράτους και των οργάνων του, που διαστρεβλώνοντας και αντιστρέφοντας την πραγματικότητα κάνουν λόγο για «παιδομάζωμα». Η αλήθεια όμως είναι ότι επρόκειτο κυριολεκτικά για παιδοσώσιμο. Τα χιλιάδες παιδιά που φιλοξενήθηκαν στη ζεστή αγκαλιά του σοσιαλισμού, μεγάλωσαν σε ιδανικές συνθήκες, σπούδασαν και καταρτίστηκαν επαγγελματικά, διέπρεψαν στις χώρες που μεγάλωσαν και έγιναν άνθρωποι καλλιεργημένοι και χρήσιμοι στην κοινωνία.
Μια πτυχή της άθλιας κατάστασης που επικρατούσε στις λεγόμενες «παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης, όπου τα παιδιά εκτός των άλλων δεχόντουσαν κάθε ώρα της μέρας πλύση εγκεφάλου με οχετούς αντικομουνισμού, είδε το φως της δημοσιότητας τον Αύγουστο του 1950, όταν η εφημερίδα «Δημοκρατικός Τύπος» δημοσίευσε επιστολή που υπέγραφαν 25 νέα παιδιά, καταγγέλλοντας τις εφιαλτικές μέρες που έζησαν στην «παιδούπολη» της Φρειδερίκης στη Κηφισιά, από τους δεσμοφύλακές τους. Να σημειωθεί ότι για τη δημοσίευση της επιστολής, ο διευθυντής της εφημερίδας, δημοσιογράφος Ρίτσης, δέχτηκε στη συνέχεια τις «συνέπειες του νόμου»…
Στο βιβλίο του Δημήτρη Σέρβου «Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή) διαβάζουμε τα εξής: «Η «παιδούπολη» της Φρειδερίκης στη Κηφισιά είναι απ’ τις πρώτες που ιδρύθηκαν στην περιοχή της Αττικής. Εκεί στην περίοδο 1947-48 μεταφέρθηκαν απ’ τα παραμεθόρια χωριά της Κεντρικής κυρίως Μακεδονίας αγόρια ηλικίας 14-18 χρόνων. Αργότερα, στο ίδιο στρατόπεδο-αναμορφωτήριο κλείστηκαν αγόρια μεγαλύτερης ηλικίας, που είχαν συλληφθεί απ’ τη χωροφυλακή και τον κυβερνητικό στρατό κι από άλλες περιοχές της Χώρας. Πολλά είχαν γραφτεί για τις συνθήκες, που επικρατούσαν στο «αναμορφωτήριο» της Κηφισιάς. Κανείς, όμως, δεν μπορούσε να φανταστεί τα όσα διαδραματίστηκαν, σε βάρος των ανυπεράσπιστων παιδιών, απ’ τους δεσμοφύλακες και τους διορισμένους απ’ το «Βασιλικό Ίδρυμα» κατηχητές. Η Διεύθυνση της «παιδούπολης», μπροστά στον κίνδυνο να εκτεθεί, εισηγήθηκε στην Κυβέρνηση και πέτυχε τη μεταγωγή των μεγαλύτερων σε ηλικία παιδιών στις φυλακές του Ιτζεδίν (Καλάμι). Απ’ τη μεσαιωνική αυτή φυλακή, τα παιδιά έστειλαν καταγγελία στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Λαγάκο, στο Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, στον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, στον Αστυνομικό Διευθυντή Δ. Βρανόπουλο, ενώ παρόμοια καταγγελία είχε σταλθεί και στον προκάτοχό του Άγγελο Έβερτ. Στο τέλος του κειμένου έβαλαν τις υπογραφές τους και τον τόπο καταγωγής τους. Φυσικά, τα πρωτάκουστα αυτά εγκλήματα δε συγκίνησαν στο ελάχιστο τους εκπροσώπους του νεοελληνικού φασισμού. Το κείμενο της καταγγελίας αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο ντροπής, που δείχνει τον τρόπο, που οι εθνικόφρονες θεματοφύλακες του θρόνου, αντιμετώπιζαν τα παιδιά, που οι πατεράδες τους ήταν μαχητές του ΔΣΕ, ή οι γονείς τους βρίσκονταν σε φυλακές, ξερονήσια, ή κρύβονταν για να αποφύγουν τη σύλληψη».
Χωρίς άλλα δικά μας σχόλια, μεταφέρουμε ολόκληρο το κείμενο της επιστολής, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύονται και στο βιβλίο του Δ. Σέρβου.
Κύριε Διευθυντά,
Σας παρακαλούμε να δημοσιεύσετε την επιστολή μας αυτή που είναι μια έκκληση συγγνώμης προς τον Ελληνικό Λαό που εμείς τα ανήλικα παιδιά του τον αποκηρύξαμε κάτω από συνθήκες ενός ανείπωτου μαρτυρίου στο «Αναμορφωτήριο» της Κηφισίας και σύγκαιρα ένας όρκος απέραντης πίστης στα ιδανικά της λευτεριάς, της αλήθειας και του δίκιου. Και ακόμα είναι μια καταγγελία: Ένα αμείλικτο κατηγορώ για τους δήμιους που εμπνεύσθηκαν, οργάνωσαν και εξετέλεσαν το τρομερό έγκλημα του αφανισμού, της ψυχικής εξουθένωσης και της σωματικής και ηθικής καταστροφής χιλιάδων παιδιών της Ελλάδας, έγκλημα που θα στιγματίσει την ανθρώπινη ιστορία. Ας κρίνει ο Ελληνικός λαός και η παγκόσμια κοινή γνώμη αν είναι δυνατόν ποτέ ανθρώπινος νους να φανταστεί μια τέτοια περίπτωση εγκληματικού σαδισμού και ψυχικής διαστρέβλωσης, αν είναι δυνατόν τα τέρατα αυτά να φέρουν τον τίτλο του ανθρώπου και να εξακολουθούν να είναι μέλη μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Δήμιοι και βασανιστές επαγγελματίες, δολοφόνοι και σαδιστές πωρωμένοι που μαθήτευσαν στα σχολεία της Γκεστάπο και των Ες-Ες, ρίχθηκαν πάνω στα παιδικά μας κορμιά για να κορέσουν τα βρωμερά τους ένστικτα. Μα… ας μιλήσουν τα γεγονότα.
Από τις αρχές του 1948 η διεύθυνση του Αναμορφωτηρίου εγκαινίασε την πολιτική του αφανισμού με τη μέθοδο της πείνας. Σάπιες σαρδέλες, λαχανίδες, πατάτες νερόβραστες και όσπρια σκουληκιασμένα και τσάι με σταφιδίνη, ήταν το καθημερινό μας συσσίτιο. Μέρα με τη μέρα η ζωή μας γινόταν αφόρητη. Στις αρχές του Ιούνη περνάμε καινούρια φάση. Με επικεφαλής τον διευθυντή Μουζάκη, τους φύλακες Σκιζά, Ξυδέα, Βάλι, Νικήτα, Σιώρη, Κατσαμπούλα, Γούλα κλπ. και τους χίτες ποινικούς Λεμπέση, Σιγούρο, Καρδαμίτση, Χαλκιά, Λιβέρη, Σιγάλα και άλλους, μας συγκεντρώνουν στο προαύλιο, κάνουν κλοιό γύρω μας και με αφορμή ότι δήθεν δεν πήραμε το τσάι με σταφιδίνη, πέφτουν πάνω μας με κτηνώδικους αλαλαγμούς χτυπώντας αλύπητα με γκλομπς στο σωρό. Μια ώρα κράτησε το μακελειό και κάθε λεπτό της ένα κορμί έπεφτε ματωμένο, ενώ πάνω του συνέχιζε ο χορός των κανιβάλων με τις αρβύλες και τα ρόπαλα…
Άγρια βογγητά, πνιγμένες φωνές των δεκαπεντάχρονων αγοριών, ξέψυχες επικλήσεις των λαβωμένων ζεστό το παιδικό αίμα που έτρεχε στη γη δεν στάθηκε μπορετό να κρατήσει το δολοφόνο χέρι των μεθυσμένων φονιάδων. Προσωπικά ο διευθυντής Μουζάκης κτυπά τον Βασίλη Βαλσαμίδη, τον ρίχνει αναίσθητο με ματωμένο πρόσωπο, ενώ σε λίγο χώνει το γκλομπ στο στόμα του Λ. Ανεστόπουλου τόσο δυνατά που του σπάει τα δόντια. Φωνάζει το φύλακα Σχίζα να κτυπά με το ρόπαλο και όχι με τις γροθιές. Αυτός γελώντας σαρδωνικά, γονατισμένος πάνω από το κουφάρι του νεαρού Παπαδημητρίου, του απαντά ότι θέλει να μάθει μποξ, ενώ του δείχνει τις γροθιές του που είναι κόκκινες από το αίμα. Ο Παπαδημητρίου έκανε συνεχείς αιμοπτύσεις κατοπινά και κουφάθηκε. Ξετρελαμένα από τον πανικό τρέχουμε κάπου να κουρνιάσουμε, να ξεφύγουμε το μακελειό, μα παντού μάς βρίσκει η μανία του φονιά. Χιλιοματωμένους μας ρίχνουνε με κλωτσιές στο τσιμέντο της αυλής. Πάνω από τη σκάλα της βεράντας οι διάδρομοι γεμίζουν λιπόθυμα κορμιά. Τραβώντας από τα πόδια, ενώ σε κάθε σκαλοπάτι χτυπώντας το αναίσθητο ματωμένο κεφάλι μας, μας κατεβάζουν στα πειθαρχεία.
Το άλλο πρωί με ανοιχτές πληγές και μισοπεθαμένους, ο διευθυντής με τον αρχιφύλακα Ρήγα μας υποχρέωσαν με την απειλή του γκλομπ να κάνουμε μια ώρα το «σηκωθείτε- καθήστε». Από δω και πέρα κάθε στιγμή, κάθε λεπτό είναι μια ματωμένη σελίδα οργιαστικού εγκλήματος και απίθανου βασανισμού. Ο σκοπός τους ξεκάθαρος: να κάνουμε δήλωση. Χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα, από την ψυχολογική βία των βασανισμών, την απειλή της εξόντωσης, με τρόπους αφάνταστα κτηνώδικους, το ηθικό κουρέλιασμα με τον αισχρό βιασμό του κορμιού και της ψυχής, με τελικό σκοπό τη δημιουργία του ομαδικού πανικού και του διαρκούς ψυχικού άγχους που θα μας μετέτρεπε σε κουρέλια, σωματικά και ηθικά, ένα άβουλο και ασυνείδητο κοπάδι πανικόβλητων ζώων, χωρίς καμιά αρχή και κανένα ανθρώπινο γνώρισμα, για να μας ρίξουν κατοπινά στο βούρκο της διαφθοράς και της ατίμωσης με πρώτο σκαλοπάτι την ντροπιασμένη δήλωση. Οποιαδήποτε ώρα της νύχτας άνοιγαν τους θαλάμους και έπαιρναν όσους και όποιους θέλανε. Απ’ την πόρτα και σ’ όλο το μήκος του διαδρόμου παραταγμένοι οι Χίτες, ποινικοί και οι φύλακες παίζανε το αγαπημένο τους παιχνίδι – όπως λέγανε- το «Μπαλόνι». Με κλωτσιές στην κοιλιά, γροθιές και γκλομπς, ο καθένας φρόντιζε να μεταβιβάζει το «Μπαλότι» που ήταν το ματωμένο κορμί μας στον επόμενο βασανιστή για να συνεχιστεί ως τον τελευταίο στην πόρτα του διευθυντή, που όμως σπάνια φτάναμε, αφού στο μεταξύ είχαμε πέσει αναίσθητοι. Σ’ έναν κουβά με βρωμιές βουτούσαν το κεφάλι μας για να μας μπάσουν στο γραφείο. Ο Μουζάκης μάς έδειχνε το χαρτί της δήλωσης. Στην άρνησή μας, καινούριος κατακλυσμός από χτυπήματα επακολουθούσε, στο διάδρομο παιζόταν πάλι το “Μπαλόνι” για να καταλήξουμε τελικά στα πειθαρχεία, όπου είχαν στήσει το στρατηγείο τους οι άσοι τους, βασανιστές Λεμπέσης, Λιβέρης, Σιγούρος κλπ., ποινικοί χίτες, με την καθοδήγηση και παρουσία του υπαρχιφύλακα Ρήγα, των φυλάκων Νικήτα, Σιώρη και άλλων. Το όργιο έφτανε στο κατακόρυφο. Δεμένους στη φάλαγγα, μας χτυπούσαν με τη σειρά με βάρδιες, με ρόπαλα, με συρματόσχοινα και με κάλτσες γεμάτες τσιμέντο. Στο στόμα μάς έχωναν σφουγγαρόπανα για να μη φωνάζουμε και κομμάτια σαπούνι που έπρεπε να τα φάμε σε ορισμένα λεπτά. Μας γύμνωναν και μας έκαιγαν τα γεννητικά όργανα με τσιγάρα και κάρβουνα. Έχωναν μέσα στο αποχετευτικό έντερο γκλομπς και αναμμένα τσιγάρα. Ολόκληρες νύχτες κρατούσε το μαρτύριο. Γυμνούς, αναίσθητους με χιλιοματωμένα και σπαραγμένα κορμιά μάς πέταγαν κατοπινά στα πειθαρχεία ή μας ξάπλωναν μισοπεθαμένους στους διαδρόμους ως το πρωί για να μας δουν οι άλλοι όταν θα βγουν από τους θαλάμους με σκοπό να ασκήσουν ψυχολογική πίεση και να τους τρομοκρατήσουν. Στους θαλάμους οι χίτες βασανιστές που σκόπιμα είχε βάλει η διεύθυνση μας ξυπνούσαν οποιαδήποτε ώρα της νύχτας, μας υποχρέωναν να τραγουδάμε χίτικα τραγούδια, ξεσκίζοντας τα μάγουλά μας και το λαιμό μας με γυαλιά, πιρούνια κ.α. Μας χτυπούσαν με σανίδες και μας ξεγύμνωναν για να κάνουν πραγματογνωμοσύνη, όπως έλεγαν, αν είμαστε κορίτσια ή αγόρια. Στο τέλος κάπνιζαν χασίς κι έπαιρναν τους μικρότερους για να «κοιμηθούνε» μαζί τους.
Στο προαύλιο χρησιμοποιούσαν το λιντσάρισμα. Βογκούσε η φυλακή απ’ άκρη σ’ άκρη από τον σπαραγμό και την οδύνη εκατοντάδων παιδιών. Μας έδεναν στα συρματοπλέγματα ολόκληρη μέρα μέσα στο αυγουστιάτικο λιοπύρι και τη νύχτα μάς έκλειναν στο μπουντρούμι με μοναδική τροφή σαρδέλες χωρίς νερό… Μας έραβαν ταινίες στην πλάτη και το στήθος που από τη μια μεριά έγραφαν τα ονόματά μας αλλαγμένα με κατάληξη σλαβική, λ. χ. Τερλιμπάκος – Τερλιμπακόφ, Παρράς – Παρόφσκι, Μαλιάγκας – Μαλιγκόφ, Μάντζος – Μαντζόφ και από την άλλη τη λέξη “Βούλγαρος”, με την υποχρέωση να τη φοράμε και στον ύπνο μας ακόμα. Μας διοχέτευαν ηλεκτρικό ρεύμα για να μας παραλύουν το νευρικό σύστημα. Μας υποχρέωναν ύστερα απ’ αυτή την τρομερή κατάσταση και τη φοβερή εξάντληση να δίνουμε 450 γραμμάρια αίμα κάθε φορά για το μέτωπο. Ζωντανά πτώματα μας έσερναν στα κρεββάτια της αφαίμαξης και μας μυζούσαν τις λίγες σταγόνες ζωής που μας είχαν αφήσει. Μια χαρακτηριστική περίπτωση σε αναρίθμητες άλλες, Για το 17χρονο αγόρι Α. Παπαγιάννη, τραυματία από το βόλι του Σούρλα και σκελετωμένο από τα βασανιστήρια, οι γιατροί του Ερυθρού Σταυρού είπαν να μην του πάρουν. Ο διευθυντής Μουζάκης τον έσφιξε ο ίδιος στο κρεββάτι και έδωσε διαταγή να γίνει η αφαίμαξη γιατί είναι «Βούλγαρος» και όταν λιποθύμησε είπε γελώντας: «Πάρτε τον και δώστε του ένα κύπελλο γάλα, να συνέλθει, τόσο αξίζει το αίμα του».
Μα τα κτήνη εκτός απ’ όλα αυτά χρησιμοποίησαν και τη μέθοδο του ανήθικου βιασμού και της ασέλγειας, για να μας κουρελιάσουν το ηθικό, να μας αφαιρέσουν κάθε ανθρώπινη σκέψη, πράγμα που θα τους διευκόλυνε στον σκοπό τους, να μας λυγίσουν και ακόμα για να ικανοποιούν το διαστρεβλωμένο σεξουαλισμό τους. Οι αποθήκες, τα μαγειρεία, το μπάνιο, τα πειθαρχεία μα και οι θάλαμοι ακόμα, είχαν μετατραπεί σε χαρέμια από τους χίτες βασανιστές Λεμπέση, Καρδαμίτσα, Σγούρα κλπ., από τον υπαρχιφύλακα Ρήγα και τους φύλακες Σχίζα και Βάλλις που οργάνωναν την όλη κίνηση. Με την απειλή του βασανισμού και την τρομοκρατία έπαιρναν από τους θαλάμους τη νύχτα αγόρια μικρά και μεγάλα, διαλέγοντας τα ομορφότερα και τα βίαζαν ομαδικά. Ήταν τέτοιο το όργιο της ασέλγειας ώστε μέσα σε μια νύχτα το 14χρονο παιδί Καλύβα Κωνσταντίνο από τη Ρούμελη, έπαθε ακατάσχετη αιμορραγία και έξοδο του εντέρου. Οι φύλακες Σχίζας και Βάλλις πιάστηκαν και αναφέρθηκαν στην διεύθυνση του αναμορφωτηρίου χωρίς καμιά συνέπεια. Ο υπαρχιφύλακας Πασσαδάκης συνέλαβε επ’ αυτοφώρω τον χίτη βασανιστή Καρδαμίτσα χωρίς να του γίνει παρατήρηση. Ήταν τόση η κυριαρχία των δημίων στην φυλακή σαν όργανα του Μουζάκη, που τελικά ο βιαστής κατηγόρησε τον υπαρχιφύλακα σαν αριστερό και συκοφάντη. Σ’ άλλη περίπτωση κατηγόρησε και έστειλαν στο στρατοδικείο τον δάσκαλο της φυλακής. Κυνήγησαν στο προαύλιο έναν ιεροκήρυκα γιατί είπε πως τα χίτικα τραγούδια δεν ήταν εθνικά και θρησκευτικά. Και όταν κάτω από τις συνθήκες αυτές αρχίσαμε να υπογράφουμε την άτιμη δήλωση, τότε μας έσπρωχναν πάλι με το ξύλο και την απειλή να κτυπήσουμε εκείνους που δεν είχαν λυγίσει ακόμα για να μας φτιάξουν και μας δήμιους και βασανιστές, που σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσαμε πια να ζητήσουμε και να πάρουμε τη συγνώμη του λαού μας.
Και το μαρτύριο εξακολουθούσε και όλα αυτά για να κάνουμε δήλωση, να αναμορφωθούμε και να γίνουμε τίμιοι «Εθνικόφρονες» Έλληνες!!! Με το βασανισμό, τη διαφθορά, με το χασίς και το έγκλημα και την ασέλγεια!!! Κάθε έννοια πολιτισμού καταρρακώθηκε, κάθε αντίληψη ανθρωπιάς και ηθικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας γκρεμίστηκε μέσα στην άγρια και πρωτόγονη ζούγκλα του αναμορφωτηρίου της Κηφισιάς. Σ’ όλα τα σανατόρια, τις φυλακές και τα ψυχιατρεία της χώρας ζωντανοί μάρτυρες ενός φρικιαστικού ματωμένου οργίου, που μπροστά στο μέγεθος της εγκληματικότητάς του ωχριούν η Ιερή Εξέταση και η Μέρλιν, υψώνουν αντάμα με τη δική μας ραγισμένη φωνή της ποδοπατημένης και προπυλακισμένης ζωής που σπάραξαν τα αγρίμια του ολέθρου. Και τώρα με βουρκωμένα τα μάτια της ψυχής έχοντας απόλυτη επίγνωση της ευθύνης μας σαν νέων ανθρώπων απλώνουμε το χέρι στον Ελληνικό Λαό, τον βασανισμένο λαό μας, ζητώντας την συγγνώμην του. Απλώνουμε το χέρι για να δώσουμε ακόμα τον μεγάλο μας όρκο της πεισματάρικης προσήλωσής μας στα ιδανικά της αλήθειας, της Δημοκρατίας και της Ειρήνης. Κάνοντας γνωστά και καταγγέλοντας σ’ ολόκληρη της δημοκρατική ανθρωπότητα το αφάνταστο και ανήκουστο έγκλημα που έγινε σε βάρος μας απ’ τα τέρατα του ελληνικού νεοφασισμού, διακηρύσσουμε πως δεν αναγνωρίζουμε ούτε θ’ αναγνωρίσουμε ποτέ την ντροπιασμένη δήλωση μετανοίας που μας απέσπασαν κάτω από συνθήκες τρομοκρατικής, σωματικής και ψυχικής βίας.
Σας ευχαριστούμε οι:
Μάντζιος Ελευθ. ετων 23, Λάρισα
Μαλιόγκας Ευάγ. ετών 22, Τύρναβος Λαρίσης
Ντουμάνης Παρ., ετών 22 Βέρροια
Ευσταθίου Γεώργ., ετών 23, Παλαιοβράχα Λαμίας
Σαββίδης Γεώρφ., ετών 23, Νέα Πέλλα Γιαννιτσών
Μυλωνάς Δημήτρ., ετών 22, Βόλος
Γεωργακάκης Γαβριήλ, ετών 23, Κριθιά Λαγκαδά
Γερλιμπάκος Ανδρ., ετών 22, Μεγαλόβρυσο Αγιάς Λαρίσης
Παπαγιάννης Αθαν., ετών 22, Γερακάρι Καλαμπάκας Τρικάλων
Παρράς Αθ., ετών 23, Κονιατσή Ελασώνος Λαρίσης
Σουλεμετζίδης Χρ., ετών 22, Κατερίνη
Παρράς Ιωαν., ετών 23, Κονιατσή Ελασώνος Λαρίσης
Κεχαγιάς Ευάγγ., ετών 23, Καστανερή Γουμενίτσας Κιλκίς
Παπανίκος Αθαν., ετών 22, Ελατοχώρι Κατερίνης
Παπαστεργίου Βασίλ., ετών 22, Βεργίνα Βερροιας, Μακεδονία
Χρυσαφής Γιάννης, ετών 23, Ρηξάρι Εδέσης
Μάρκου Μανώλης, ετών 22, Πολυπόταμος Φλωρίνης
Μακρής Κώστας, ετών 23, Βέρροια
Δεληδημήτρης Νικολ., ετών 23, Αμύγδαλα Κοζάνης
Στεφάνου Κώστας, ετών 22, Σέρβια Κοζάνης
Βασιλειάδης Παν., ετών 22, Νότια Αδρέας
Λαμπροθανάσης Κωνστ. ετών 22, Χειλιαδού Λαμίας
Ρήνας Αθαν., ετών 23, Ζωργιανό Δωρίδας
Κυριακίδης Θεόδ., ετών 22, Παλιό Αγιονέρι Θες/νίκης
Μπαντουδάκης Ιωάνν., ετών 22, Ποταμίδα Κισσάμου Κρήτης
Φυλακές «Καλάμι» (Ιτζεδίν)
28 Αυγούστου 1950