Βασίλης Νεφελούδης: Αχτίνα Θ’
“Ας το πούμε απ’ την αρχή. Η απομόνωση στην Κέρκυρα ήταν τόσο καλά μελετημένη και τόσο ολοκληρωτική, ώστε, απ’ το Μάη του 1938 που μας έκλεισαν εκεί, με τον Μήτσο τον Παρτσαλίδη ξαναειδωθήκαμε το Νοέμβριο του 1940, δηλαδή ύστερα από δυόμισι σωστά χρόνια, όταν άρχισαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί της Κέρκυρας και λύθηκε η απομόνωση.”
Σαν σήμερα, στις 16 του Ιούλη 2004, έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Νεφελούδης, στέλεχος του εργατικού κινήματος και του ΚΚΕ τη δεκαετία του 30′ και μέλος της γενιάς που έκανε το έπος της Αντίστασης.
Ο Βασίλης Νεφελούδης γεννήθηκε το 1906 στα Μουδανιά της Μικράς Ασίας και στα μέσα της δεκαετίας τους 1920 εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην Αθήνα. Ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση και το 1927 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1932 εκλέχτηκε βουλευτής του Κόμματος, ενώ από το 1934 έως το 1938 διατέλεσε γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ. Μετά τη 12η Ολομέλεια, τάσσεται με την ομάδα των οπορτουνιστών που δρούσε στο εσωτερικό του Κόμματος και αναδεικνύεται σε στέλεχος του «ΚΚΕ εσωτερικού». (Περισσότερα διαβάστε στην Κατιούσα, εδώ).
Ο Βασίλης Νεφελούδης κλείστηκε στις φυλακές – κολαστήριο της Κέρκυρας από τον Μάη του 1938 έως την άνοιξη του 1943, ενώ έμεινε στην απομόνωση 30 μήνες (από τον Μάη του 1938 ως το Νοέμβρη του 1940). Παραθέτουμε μερικές σελίδες από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του “Αχτίνα Θ’ – Αναμνήσεις 1930-1940” (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2007), για εκείνη την περίοδο, ενδεικτικές των συνθηκών που είχαν να αντιμετωπίσουν χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές που πέρασαν από τις φυλακές της Κέρκυρας, που εκτός των άλλων δίνουν και μια περιγραφή των χώρων της φυλακής. Στην ίδια φυλακή, την περίοδο που βρίσκεται ο Β. Νεφελούδης, βρίσκονται επίσης ο Νίκος Ζαχαριάδης (με τον οποίο ο Νεφ. θα έρθει σε ρήξη) και ο Χρήστος Μαλτέζος, ο ήρωας Γραμματέας της ΟΚΝΕ, που θα δολοφονηθεί με φριχτό τρόπο από τους δεσμοφύλακές του (διαβάστε στην Κατιούσα, εδώ).
Ο κόσμος του κελιού
Στη φυλακή είχα ξανακάνει. Την απομόνωση τη γνώριζα, τώρα, πρώτη φορά.
Ντυμένος στη στολή της φυλακής, ένα τριμμένο πανταλόνι που μόλις κάλυπτε τα γόνατά μου κι ένα σακάκι που τα μανίκια του μόλις ξεπερνούσαν τους αγκώνες μου, οδηγήθηκα από το αρχιφυλακείο στην αχτίνα Θ’. Μπήκαμε, ο φύλακας που με συνόδευε κι εγώ, στο «σαλόνι» της αχτίνας (στο χολ του νέου μας σπιτιού). Ερημιά. Ούτε ψυχή ζωντανή. Προχωρήσαμε προς το διάδρομο του πρώτου ορόφου. Άδειος και σκοτεινός και ο διάδρομος ως το βάθος. Στην αρχή του διαδρόμου, αριστερά, ήταν μια πέτρινη σκάλα, που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Την ανεβήκαμε, μπροστά εγώ, φορτωμένος με τα λίγα ασπρόρουχα που μου επέτρεψαν να πάρω από τα πράγματά μου, το στρώμα μου, μια κουβέρτα, μια πλάκα σαπούνι. Τα άλλα πράγματά μου και τα ρούχα μου κλείστηκαν στην αποθήκη. Πίσω ο φύλακας. Προχωρήσαμε προς το βάθος του διαδρόμου αριστερά. Από τη μια πλευρά του διαδρόμου είναι ο τοίχος, χωρίς παράθυρα και χωρίς πόρτες. Από την άλλη είναι οι πόρτες των κελιών. Στο κέντρο κάθε πόρτας, ένα παραθυράκι, το «πορτέλο». Στην τρίτη πόρτα με σταμάτησε ο φύλακας. Μ’ ένα πελώριο κλειδί, που πρέπει να ζύγιζε πάνω από κιλό, άνοιξε ένα τεράστιο ατσαλένιο έμβολο-μοχλό της πόρτας. Ξεκλείδωσε κατόπιν ένα πολύ μεγάλο λουκέτο και άνοιξε μια σιδερένια αμπάρα. Μπήκα και έκλεισε η πόρτα πίσω μου. Κοίταζα γύρω μου. Τέσσερις άσπροι τοίχοι. Το ταβάνι, σε ύψος πέντε περίπου μέτρων, θολωτό, άσπρο κι αυτό. Ένας φεγγίτης στην απέναντι πλευρά της πόρτας, περίπου 0.70×0.20, σε μεγάλο ύψος, καγκελόφραχτος με διπλό κιγκλίδωμα, το μόνο που σου άφηνε να δεις ήταν ένα μικρό κομμάτι ουρανός.
Πέρασε λίγη ώρα και. άκουσα να ξεκλειδώνεται και να κλειδώνεται το διπλανό κελί, μετά το παραδιπλανό, ώσπου κλειδώθηκε κι οι τελευταίος στο κελί του.
Ύστερα απ’ το κλείσιμο και του τελευταίου, οι πόρτες άρχισαν ν’ ανοίγουν και να κλείνουν πάλι, μια-μια, με την ίδια σειρά. Ήταν ο ίδιος φύλακας με έναν ποινικό κρατούμενο. Μοίραζαν από δυο σιδερένια κλινοδίποδα και δυο σανίδες για κρεβάτι κι ένα σταμνί νερό σε κάθε κρατούμενο. Επίσης, ένα δοχείο της νύχτας.1
Είπα «καλή αρχή» στη νέα σου ζωή στον εαυτό μου, έστρωσα το κρεβάτι μου, στρώθηκα επάνω κι άρχισα να σκέφτομαι. Απ’ το μυαλό περνούσανε διάφορες σκέψεις, όμως τα μάτια ούτε στιγμή δεν έπαψαν να περιεργάζονται ερευνητικά το κελί. Γιατί το περιεργαζόμουνα με τόση προσοχή κι επιμονή; Αυτό γινόταν σχεδόν ενστιχτώδικα. Όταν σε λίγο συνειδητοποίησα το αντικείμενο της έρευνας που έκαναν τα μάτια μου, είπα μέσα μου: «Εντάξει, ξέρεις την καταλυτική δύναμη που έχει το κελί της απομόνωσης. Ψάξε τώρα να βρεις και την αδυναμία του. Προσπάθησε να βρεις τον τρόπο να τη σπάσεις την απομόνωση». Μελέτησα μια-μια την κάθε δυνατότητα. Υπολόγισα ότι η απόσταση ανάμεσα στους φεγγίτες των κελιών ήταν περίπου 1,30 μέτρα. Το πλάτος του κάθε κελιού ήταν 1,80. Ένα σημείωμα. τυλιγμένο σε μια πετρούλα, στην άκρη μιας κλωστής, δεν θα μπορούσε άραγε να περάσει από τον ένα φεγγίτη στον άλλο, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας;
Το πράγμα δεν ήταν και τόσο εύκολο, όσο φαινόταν από πρώτη όψη. Χρειαζόντουσαν μερικά βοηθητικά μέσα, όπως π.χ. μια βέργα και η δυνατότητα να φθάσει κανείς στο ύψος του φεγγίτη. Δοκίμασα πατώντας πάνω στο κρεβάτι. Αδύνατο. Έκανα τον ακροβάτη. Στηρίχθηκα -τεντωμένος οριζόντια, το πρόσωπο προς τα κάτω- με τα πόδια στον έναν τοίχο του κελιού και με τα χέρια στον άλλο και σιγά-σιγά ανέβηκα στο ύψος του φεγγίτη. Όμως σ’ αυτή τη στάση δεν είχα καμιά άνεση για τους απαραίτητους χειρισμούς. Όταν νύχτωσε, υποχρεώθηκα να παραδεχθώ πως από τους φεγγίτες δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, γιατί όλοι ήταν μέσα στο οπτικό πεδίο του σκοπού χωροφύλακα και το προαύλιο της αχτίνας φωτιζόταν με μεγάλες ηλεκτρικές λάμπες. Υπολόγιζα το πάχος του μεσότοιχου των κελιών. Είναι φτιαγμένοι άραγε με τούβλα όπως όλοι οι μεσότοιχοι ή, επειδή το κτίριο από την αρχή φτιάχθηκε για φυλακή, τους έφτιαξαν από πέτρα ή από τσιμέντο; Θα μπορούσε μήπως να ανοίξει κανείς μια τρυπούλα στον τοίχο, να την καμουφλάρει την ημέρα, και τη νύχτα να περνάει κανένα σημείωμα; Και πώς μπορούσε ν’ ανοιχθεί έστω και μια τρυπούλα, πέρα πέρα, όταν το μόνο εργαλείο που διέθετε κανείς γι’ αυτή τη δουλειά ήταν το βελόνι για το ράψιμο; Κατόπιν, το μυαλό πήγαινε στη δυνατότητα συνεννόησης με χτύπους πάνω στους μεσότοιχους. Όμως το πάχος τους και το υλικό με το οποίο είναι φτιαγμένοι προσφέρεται για μια τέτοια συνεννόηση;
Κάνεις αυτές τις σκέψεις, προσπαθείς να διαλέξεις τον προσφορότερο τρόπο και ταυτόχρονα καταλαβαίνεις ότι δεν πρέπει να βιαστείς. Αφού βρήκες άλλους στην απομόνωση, πρέπει να περιμένεις την πρωτοβουλία σύνδεσης από αυτούς, που ξέρουνε καλύτερα όλα τα σχετικά. Υπομονή λοιπόν, και θα ιδούμε.
Την ώρα που μας δίνουν το βραδινό φαγητό, βάζω αυτί στην πόρτα του κελιού μου κι ακούω τον διπλανό μου να ζητάει από το φύλακα να του προμηθεύσουν μια λεκάνη για να πλένεται μέσα στο κελί. Απ’ τη φωνή του γνώρισα τον Βασίλη Σπανό. Όταν έκλεισαν τον Σπανό, άνοιξαν εμένα. Ρωτάω κι εγώ κάτι μεγαλόφωνα, για να δείξω στους διπλανούς μου το δικό μου κελί. Αυτό γίνεται από όλους σε κάθε άνοιγμα κελιού. Έτσι, από το πρώτο κιόλας βράδυ ξέρω πως στο πρώτο κελί μένει ο Μιχαηλίδης, στο δεύτερο ο Σπανός, στο τρίτο εγώ, στο τέταρτο ο Παρτσαλίδης, στο πέμπτο ο Σκλάβαινας. Δεν ξέρω ακόμα με ποια σειρά τοποθέτησαν στα κελιά τους άλλους, αλλά για την πρώτη μέρα της απομόνωσης θεωρώ πως αυτά που έμαθα είναι αρκετά.
Το πρόγραμμα της άλλης μέρας
Η κούραση απ’ το ταξίδι, η ησυχία του κελιού, η απότομη αλλαγή από τη φασαρία, τον εκνευρισμό, το άγχος του κρατητηρίου στην Ασφάλεια, όλα αυτά μου φέρνουν ύπνο. Τρώγω με όρεξη το βραδινό φαγητό και κοιμάμαι.
Από παλιά συνήθεια, απ’ τα μικρά μαθητικά μου χρόνια, ξυπνάω το πρωί νωρίς, πριν απ’ τα ξημερώματα. Έτσι, δεν είχε ακόμα φέξει την άλλη μέρα το πρωί κι εγώ ήμουν στο πόδι. Τώρα είναι ξεκούραστο και το σώμα και το μυαλό. Ας κάνουμε λοιπόν το πρόγραμμα της ημέρας:
-Πρώτο, ας δούμε τι μας είναι απαραίτητο μέσα στο κελί και πώς θα το αποκτήσουμε.
-Δεύτερο, με ποιο τρόπο θα εξασφαλίσουμε τον έλεγχο του χρόνου, μια που ούτε εφημερίδες ούτε ημερολόγιο ούτε οποιοδήποτε τυπωμένο ή ατύπωτο χαρτί ή μολύβι επιτρέπονταν στο κελί.
-Τρίτο, να μάθουμε τι γίνεται με το πρόβλημα της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Αλληλογραφία, επισκεπτήριο…
-Τέταρτο, πώς θα λύσουμε τελικά το πρόβλημα της μεταξύ μας επικοινωνίας, αν συνεχισθεί η σιωπή των παλιών.
-Πέμπτο, με ποιο τρόπο θα εξασφαλισθεί η ατομική καθαριότητα και η καθαριότητα του κελιού.
Βασίλη, στοπ! Το πρόγραμμα είναι κιόλας πολύ φιλόδοξο για σήμερα. Ας σταματήσουμε εδώ κι ας τα βάλουμε όλα αυτά σε μια τάξη. Το πρωί, με το άνοιγμα για το πρωινό ρόφημα, θα ζητήσω από το φύλακα:
-Λεκάνη για να πλένομαι.
-Σκούπα και σφουγγαρόπανο.
-Μολύβι και χαρτί για να γράψω γράμμα στο σπίτι.
Αυτά για σήμερα. Στο φύλακα της άλλης βάρδιας θα ζητήσω να μου αγοράσουν τσιγάρα, μια που το κάπνισμα δεν απαγορεύεται.
Το κουτί απ’ τα σπίρτα θα το κάνω ημερολόγιο. Μερικές τρυπούλες με βελόνα σε τέσσερις ή πέντε γραμμές επάνω στο σπιρτόκουτο θα μου δείχνουν τις ημέρες. Η πρώτη τρυπούλα στην κάθε γραμμή θα είναι η Κυριακή (πρώτη μέρα της εβδομάδας), η δεύτερη η Δευτέρα κ.ο.κ. Η δεύτερη βδομάδα θ’ αρχίζει από την τρυπούλα της δεύτερης γραμμής, η τρίτη απ’ την τρίτη γραμμή κ.λπ. Η ημερομηνία της πρώτης Κυριακής του μηνός, σημειωμένη με τρυπούλες στο πίσω μέρος του κουτιού, αποτελεί το δείχτη για ολόκληρο το μήνα. Η σκέψη αποδείχθηκε από τα πράγματα σωστή. Το ημερολόγιό μου ήταν τέλειο. Δεν έσφαλε ποτέ, επί δυόμισι χρόνια.
Μένει το μεγάλο μας θέμα: η μεταξύ μας επικοινωνία. Εδώ, υπομονή, μια-δυο μέρες ακόμα. Οι παλιοί πρέπει να κάνουν κάτι. Αν περάσουν δυο-τρεις μέρες άπρακτες, θα δούμε τι θα κάνουμε. 0 πιο πιθανός δρόμος είναι αυτός που περνά από τους τοίχους. Θα δοκιμάσουμε να κάνουμε τους τοίχους να μιλάνε…
Δεύτερη μέρα στο κελί
Χτυπά το πρώτο καμπανάκι.. Είναι για την έγερση. Εγώ είμαι στο πόδι εδώ και μια ώρα και περισσότερο. Ρολόι δεν υπάρχει. Πήγε κι αυτό στην αποθήκη. Στο κελί απαγορεύεται. Χτυπά, σε καμιά ώρα, το δεύτερο καμπανάκι. Αρχίζει η διανομή του πρωινού. Μετρώ τις πόρτες των κελιών που ανοίγουν και κλείνουν. Πρώτη, δεύτερη, σειρά μου τώρα. Μου ανοίγουν. Ο φύλακας με τον ίδιο, τον χθεσινό ποινικό. Άκουσα που τον φώναζε Μπούκα. Μοιράζουν τσάι με κουτάλα του μαγειρείου από ένα μεγάλο κονσερβοκούτι. Ο φύλακας μου λέει: «Βγάλε και τα σκουπίδια του κελιού σου». Ευκαιρία να θέσω τα αιτήματά μου. «Πώς να σκουπίσω χωρίς σκούπα; Ούτε σκούπα μου έδωσαν ούτε λεκάνη ούτε σφουγγαρόπανο». «Δεν δίνει η υπηρεσία τίποτα απ’ αυτά. Μπορείς όμως αν έχεις λεφτά, να ζητήσεις να σου τα αγοράσουν». «Έχω καταθέσει λεφτά και παρακαλώ να μου τα αγοράσετε ». Ο φύλακας το σημειώνει, πάει να κλείσει την πόρτα και να φύγει. «Ένα λεπτό, σας παρακαλώ. Θέλω να γράψω γράμμα στο σπίτι, αλλά δεν έχω ούτε χαρτί ούτε μολύβι. Πώς θα γίνει;». «Η αλληλογραφία εδώ γίνεται μια φορά το μήνα, κάθε 18 του μηνός. Την ημέρα αυτή θα σου δώσουν και χαρτί και μολύβι». «Και τα γράμματα που έρχονται;». «Θα παίρνεις ένα μόνο γράμμα κάθε μήνα, και αυτό στις 18 του μηνός». Κλείνει και φεύγει, για να δώσει τσάι και στους άλλους.
Τέλειωσε η διανομή του τσαγιού και σε λίγο ακούω να ανοίγει η πόρτα του παραδιπλανού κελιού, του πρώτου. Σε λίγα δευτερόλεπτα, δυο άνθρωποι ακούγονται να κατεβαίνουν τη σκάλα. Είναι τα βήματα του φύλακα και του Μπούκα; Όμως, γιατί δεν έκλεισαν την πόρτα του κελιού; Σε λίγα δευτερόλεπτα ακούγονται τα βήματα των δυο στο προαύλιο της αχτίνας. Δεν αργείς να καταλάβεις ότι άρχισε η έξοδος στο προαύλιο. Περιμένεις. Βάζεις αυτί στην πόρτα του κελιού. Ησυχία. Ο διάδρομος φαίνεται έρημος. Αυτό σημαίνει ότι στην αχτίνα έχει ένα μόνο φύλακα; Θα δούμε όταν έρθει η σειρά μας για την έξοδο. Περνάει λίγη ώρα και ακούς τους δύο ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα.
Το πρώτο κελί κλείνει κι ανοίγει το δεύτερο. Περνάνε κάμποσα λεπτά και γίνεται το ίδιο. Κλείνει το δεύτερο κελί και ανοίγει το τρίτο, το δικό μου. Ο φύλακας μου λέει: «Πάρε μαζί σου σαπούνι και πετσέτα και ό,τι άλλο χρειάζεσαι για την καθαριότητα σου». «Χαρτί της τουαλέτας μου χρειάζεται», του λέω, «αλλά δεν έχω. Μπορώ να αγοράσω;». «Όχι. Κανένα, κανενός είδους χαρτί δεν επιτρέπεται εδώ. Βολέψου όπως μπορείς». Ευτυχώς, έχω μαζί μου μερικά άσπρα πετσετάκια, που τα χρησιμοποιούσα για να σαπουνίζομαι στο μπάνιο. Παίρνω ένα από αυτά. Με νερό και σαπούνι θα κάνει τη δουλειά του χαρτιού τουαλέτας. Παίρνω στο ένα χέρι την πετσέτα και το σαπούνι κ.λπ., στο άλλο το ουροδοχείο και βγαίνω.
Το προαύλιο είναι στενό προς την εσωτερική του πλευρά και πιο φαρδύ στην εξωτερική. Στην εσωτερική πλευρά του προαυλίου υψηλά σιδερένια κιγκλιδώματα το χωρίζουν από έναν περιφερειακό διάδρομο. Από την άλλη πλευρά του διαδρόμου αυτού είναι ένα στρογγυλό κτίριο με δικό του προαύλιο, ημιυπόγειο και δυο ορόφους. Στο ημιυπόγειο είναι εγκατεστημένα τα συνεργεία και το εργαστήριο της φυλακής. Στον πρώτο όροφο είναι τα γραφεία της διευθύνσεως. Και στο δεύτερο όροφο η εκκλησία. Η εξωτερική πλευρά του προαυλίου χωρίζεται κι αυτή με υψηλό σιδερένιο κιγκλίδωμα από έναν πλατύτερο από τον πρώτο, εξωτερικό περιφερειακό διάδρομο. Στην εξωτερική πλευρά του διαδρόμου αυτού υψώνεται ο μαντρότοιχος της φυλακής. Το ύψος του πρέπει να είναι γύρω στα επτά μέτρα. Εκεί επάνω είναι τοποθετημένες οι σκοπιές των χωροφυλάκων. Από τις δύο πλάγιες πλευρές του προαυλίου η μια ακουμπά στον τοίχο της αχτίνας Θ’. Φαίνονται οι φεγγίτες όλων των κελιών. Η άλλη πλάγια πλευρά ακουμπά στον εσωτερικό μαντρότοιχο (γύρω από τα πέντε μέτρα ύψος), που χωρίζει το προαύλιο της Θ’ από εκείνο της Η’ αχτίνας.
Η φυλακή, στο σύνολό της, έχει σχήμα ρολογιού. Στο κέντρο της είναι το κτίριο που αναφέραμε. Γύρω στο κτίριο αυτό είναι χτισμένες, ακτινωτά, οι αχτίνες. Η Α’ από τη μια μεριά και η Κ’ από την άλλη είναι οι αχτίνες που βρίσκονται πιο κοντά στην είσοδο της φυλακής. Στην εξωτερική πλευρά των αχτίνων αυτών ακουμπούν τα κτίρια που χρησιμοποιούνται σαν αρχιφυλακείο, ιατρείο κ.λπ. Τα κελιά της Β’ αχτίνας χρησιμοποιούνταν, την εποχή αυτή, σαν πειθαρχεία. Η Β’ με τη Γ’ αχτίνα αποτελούν ένα κτίριο, η Δ’ με την Ε’ άλλο, η Ζ’ με την Η’ άλλο, η Θ’ με την I’ άλλο. Η καθεμιά από τις αχτίνες είναι απομονωμένη απ’ την άλλη, με δική της ξεχωριστή είσοδο, δικό της προαύλιο κ.λπ. Και το κάθε κελί μέσα στην αχτίνα είναι επίσης απομονωμένο απ’ τα άλλα.
Ας το πούμε απ’ την αρχή. Η απομόνωση στην Κέρκυρα ήταν τόσο καλά μελετημένη και τόσο ολοκληρωτική, ώστε, απ’ το Μάη του 1938 που μας έκλεισαν εκεί, με τον Μήτσο τον Παρτσαλίδη ξαναειδωθήκαμε το Νοέμβριο του 1940, δηλαδή ύστερα από δυόμισι σωστά χρόνια, όταν άρχισαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί της Κέρκυρας και λύθηκε η απομόνωση. Και στο διάστημα αυτό, αν εξαιρέσουμε τις πέντε μέρες του πειθαρχείου, ούτε εγώ ούτε ο Μήτσος μετακινηθήκαμε έστω και για μια μέρα από την αχτίνα Θ’.
Στο κέντρο του προαύλιου της αχτίνας Θ’ είναι μια πέτρινη στήλη ύψους ενάμισι περίπου μέτρου. Στην μπροστινή πλευρά της στήλης αυτής είναι η βρύση. Στην πίσω πλευρά είναι κρεμασμένο ένα δοχείο με νερό που χρησιμεύει σαν νιπτήρας. Κάτω απ’ τη βρυσούλα του δοχείου αυτού υπάρχει μια λεκάνη όπου πέφτουν τα ακάθαρτα νερά. Γύρω από τη στήλη βλέπεις τέσσερις-πέντε τενεκέδες του πετρελαίου γεμάτους νερό.2 Το αποχωρητήριο είναι στο βάθος του προαυλίου προς την εξωτερική του πλευρά, με πλάκα παλαιού τύπου και με βρύση. Οι βρύσες έχουν τρεχούμενο νερό μόνο κάθε απόγευμα, για δύο ώρες. Τότε γεμίζουν τα σταμνιά κι οι τενεκέδες.
Κάνεις την πρωινή σου τουαλέτα όσο πιο γρήγορα μπορείς, για να προλάβεις να περπατήσεις λίγο στο προαύλιο πριν να σε ξανακλείσουν στο κελί. Ρωτώ το φύλακα πόσο διαρκεί η πρωινή έξοδος. Μου απαντά πως η διαταγή είναι για μισή ώρα και κοιτάζει το ρολόι του. «Έχει και απογευματινή έξοδο;» τον ρωτώ. «Ναι, αλλά μόνο για όσους δεν θα βγουν το πρωί». Ο φύλακας μου φέρνεται ευγενικά. Αφήνει να περάσουν και τα τριάντα λεπτά της διαταγής πριν με κλείσει. Είχα προσέξει πως κι ο χθεσινός απογευματινός φύλακας φέρθηκε καλά. Τον τρίτο δεν τον είδα ακόμα. Να είναι άραγε αυτός που έχει φήμη αδίστακτου βασανιστή, όπως μας είπαν όταν ήμασταν στην Ακροναυπλία;
Το ωραιότερο ή, πιο σωστά, το μόνο ωραίο που μπορούσε να ιδεί κανείς απ’ το προαύλιο της φυλακής ήταν οι κορυφές των δέντρων του μικρού δάσους, που περιτριγύριζε τη φυλακή και που ξεπερνούσαν το ύψος του εξωτερικού μαντρότοιχου. Ύστερα από είκοσι τρεις και μισή ώρες, που δεν έβλεπες παρά μόνο το άσπρο του ασβέστη του κελιού, τα μάτια σου ροφούν άπληστα το πράσινο από τις κορυφές των δέντρων που ξεπροβάλλουν πίσω από τον εξωτερικό μαντρότοιχο. Αν η ανάγκη να κινηθώ και να αναπνεύσω κάπως έντονα δεν με παρακινούσε να περπατήσω στο προαύλιο, θα έπιανα τη θέση όπου η θέα προς τις κορυφές των δέντρων ήταν η καλύτερη. Και θα καθόμουνα να βλέπω, ώσπου να με ξανακλείσουν στο κελί. Εξοικονόμησα κάπως τα πράγματα περπατώντας με πιο αργό ρυθμό όταν βάδιζα με μέτωπο προς το δάσος και με γρηγορότερο ρυθμό προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Την επόμενη μέρα (είχε βάρδια ο τρίτος φύλακας) παρατήρησα πως στο προαύλιο με παραμόνευε απροκάλυπτα και μελετούσε την κάθε κίνησή μου. Αυτός πρέπει να είναι ο λεγάμενος, σκέφθηκα. Ας μην του δώσω θέμα για την αναφορά του. Άρχισα να βαδίζω με τον ίδιο ρυθμό και προς τις δυο κατευθύνσεις. Όταν ήμουν στο οπτικό πεδίο του απέφευγα να σηκώσω τα μάτια μου προς τις κορυφές των δέντρων. Σκέφθηκα πως είναι ικανοί να τις κόψουν. Είχα ύφος τέλεια αδιάφορο για τις περίεργες κινήσεις του και φαίνεται πως αυτό τον ερέθιζε περισσότερο. Σε μια στιγμή με πλησιάζει: «Γιατί περπατάς έτσι;». «Δηλαδή;». «Να, γιατί κάνεις βόλτες αιμοβόρικες; Δεν ξέρεις τον κανονισμό;». «Ομολογώ πως δεν ξέρω ότι υπάρχει κανονισμός που προσδιορίζει το ρυθμό βαδίσματος των κρατουμένων στο προαύλιο. Σε παρακαλώ να διαβιβάσεις στον κ. αρχιφύλακα την παράκλησή μου να μου στείλετε τον κανονισμό να τον διαβάσω». «Να τ’ αφήσεις αυτά και να κάνεις αυτό που σου λέει ο υπάλληλος». Έβλεπα ότι η υπόθεση σήκωνε δούλεμα. «Ποιος υπάλληλος», του λέω, «δεν βλέπω κανέναν άλλο εδώ έξω από σας». «Αυτός που βλέπεις· και όταν μιλάς στον υπάλληλο να στέκεις προσοχή». «Ε, όχι δα, αλλά κι αυτό είναι θέμα κανονισμού, φέρτε μου τον κανονισμό που σας ζήτησα κι αν θέλετε συνεχίζουμε τη συζήτηση στο κελί μου. Τώρα θα περπατήσω». Τον άφησα και συνέχισα τον περίπατό μου από τη μια άκρη του προαυλίου στην άλλη. Μόλις συμπληρώθηκαν τα τριάντα λεπτά με έκλεισε. Είχα την εντύπωση πως στην ακριβή τήρηση της ώρας δεν έκανε ζαβολιά. Μ’ αυτόνε οπωσδήποτε θα έχουμε τραβήγματα σκέφτηκα. όταν έκλεισε η πόρτα του κελιού μου. Υπομονή χρειάζεται και ψυχραιμία.
Το αλφάβητο
Ξημέρωσε η τρίτη μέρα στο κελί της απομόνωσης. Από τους τρεις παλιούς που βρήκαμε εκεί, καμιά πρωτοβουλία, μέχρι τη στιγμή, για επαφή και συνεννόηση. Εγώ διακινδύνευσα ένα μήνυμα στον Ζαχαριάδη από την πρώτη κιόλας μέρα που μας έφεραν στη Θ’. Αντιλήφθηκα πως στο κελί που ήταν κολλητό με το δικό του έκλεισαν τον Κουκουλιό. Προφανώς αυτό έγινε με σύσταση της Ασφάλειας. Το θεώρησα επικίνδυνο και του μήνυσα: «Προσοχή. Ο διπλανός σου, Κουκουλιός, έκανε δήλωση απ’ την Αθήνα». Ήμουν βέβαιος πως πήρε το μήνυμά μου. Αλλά από την πλευρά του δεν υπήρξε απάντηση. Κι ύστερα απ’ αυτό δεν αποφάσιζα να χρησιμοποιήσω δεύτερη φορά τον ίδιο δρόμο. Όμως το πρόβλημα της μεταξύ μας επικοινωνίας έπρεπε να λυθεί, και μάλιστα το συντομότερο.
Μερικές δοκιμαστικές κρούσεις έδειξαν πως ο μεσότοιχος ήταν καλός αγωγός του ήχου. Χθες βράδυ, πριν απ’ την κατάκλιση, χτύπησα μια γροθιά στον τοίχο που με χώριζε απ’ το κελί του Παρτσαλίδη. Απάντησε αμέσως, ασφαλώς επίσης με γροθιά. Ο ήχος ήταν τόσο δυνατός που φάνηκε ότι δεν χρειάζεται να βαρέσει κανείς γροθιά για να ακουστεί από τον διπλανό του. (…)
1.Στους τρεις που έφεραν απ’ τη Θεσσαλονίκη το Σεπτέμβριο δεν έδωσαν κλινοδίποδα και σανίδες για κρεβάτι.
2.Εδώ και καμιά δεκαπενταριά χρόνια, στα προαύλια των αχτίνων έγιναν ορισμένες αλλαγές. Στο σημείο που ήταν η στήλη, στο κέντρο των προαυλίων, ανεγέρθηκαν υπόστεγα με νιπτήρες και πλυσταριό. Στα κελιά, επίσης, οι φεγγίτες αντικαταστάθηκαν με παράθυρα.