Βίλχελμ Γκούστλοφ: Ο φόνος του “γκαουλάιτερ” του Χίτλερ στην Ελβετία
Ο τόπος κατοικίας του, το Νταβός, είχε λάβει το προσωνυμιο “Hitlerbad” (Λουτρό του Χίτλερ), καθώς στα τοπικά σπα ο ναζιστικός χαιρετισμός αποτελούσε συνήθη τρόπο χαιρετισμού των επισκεπτών. Ανακηρύχθηκε μάρτυρας του “κινήματος”, ενώ ο επικήδειος εκφωνήθηκε από τον ίδιο το Χίτλερ.
Σαν σήμερα το 1936 πέφτει νεκρός από τις σφαίρες του Εβραίου φοιτητή ιατρικής Ντάβιντ Φράνκφουρτερ ο Βίλχελμ Γκούστλοφ, τοποτηρητής του Χίτλερ στην Ελβετία. Όπως διηγούνταν σε συνέντευξη του το 1950 ο δράστης, το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε όταν μπήκε στο σπίτι του Γκούστλοφ ήταν το πορτραίτο του Χίτλερ με την αφιέρωση “Στον αγαπημένο μου Γκούστλοφ” και από κάτω ένα ξίφος που γυάλιζε. “Με κυρίευσε ανεξέλεγκτος θυμός” , θυμόταν ο Φράνκφουρτερ ο οποίος μόλις είδε τον μεγαλόσωμο Γκούστλοφ ένιωσε σα Δαβίδ μπροστά στο Γολιάθ. Τράβηξε το περίστροφο και πυροβόλησε επανειλημμένα. Τρεις σφαίρες βρήκαν στόχο, η τέταρτη καρφώθηκε στον τοίχο. “Ο Γκούστλοφ τρέκλισε κι έπεσε μπροστά μου σε μια λίμνη αίματος”. Μετά το φόνο κατέφυγε σε ένα χωράφι, φλερτάροντας με την ιδέα της αυτοκτονίας, αποφάσισε ωστόσο τελικά να παραδοθεί στην αστυνομία. “Έχετε τόσο καλοσυνάτα μάτια. Γιατί το κάνατε αυτό;”, τον ρώτησε στο τμήμα η χήρα του ναζί. “Γιατί είμαι Εβραίος!” Ο Φράνκφουρτερ ήταν Γερμανοεβραίος, που είχε καταφύγει από τη Φρανκφούρτη στη Βέρνη, όπου επίσης διαπίστωνε κρούσματα αντισημιτισμού. “Δε μπορώ πια να αντέξω τη δυστυχία του εβραϊκού λαού, μου έχει πάρει τη χαρά της ζωής”, δήλωσε κατά την ανάκριση.
Ο Βίλχελμ Γκούστλοφ είχε γεννηθεί στην πόλη Σβερίν της Γερμανίας στις 30 Γενάρη 1895. Είχε δουλέψει ως τραπεζικός υπάλληλος, ενώ όταν ξέσπασε ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος δεν υπηρέτησε λόγω πνευμονοπάθειας, εξαιτίας της οποίας μετακόμισε μάλιστα στο Νταβός της Ελβετίας το 1917, λόγω του υγιεινού ορεινού κλίματος. Εκεί εργάστηκε στο Ελβετικό Μετεωρολογικό Ινστιτούτο. Από το 1921 δραστηριοποιήθηκε στο ναζιστικό κόμμα, με τέτοιο ζήλο ώστε το 1932 διορίστηκε από το Χίτλερ επικεφαλής της οργάνωσης του NSDAP στην Ελβετία. Μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία το 1933, ο Γκούστλοφ ενέτεινε τις δραστηριότητές του ιδρύοντας ναζιστικούς πυρήνες σε σειρά πόλεων, τόσο της γερμανόφωνης, όσο και της γαλλόφωνης και ιταλόφωνης Ελβετίας. Ειδικά ο τόπος κατοικίας του, το Νταβός, είχε λάβει το προσωνυμιο “Hitlerbad” (Λουτρό του Χίτλερ), καθώς στα τοπικά σπα ο ναζιστικός χαιρετισμός αποτελούσε συνήθη τρόπο χαιρετισμού των επισκεπτών.
Η προέλαση του ναζισμού στην Ελβετία δεν έμεινε χωρίς αντιδράσεις από τον πληθυσμό. Εξαιτίας της πίεσης αυτής, ο Ελβετός βουλευτής Gaudenz Canova ζήτησε από τo Εθνικό Συμβούλιο της χώρας, το αντίστοιχο του κοινοβουλίου δηλαδή, την απέλαση του Γκούστλοφ λόγω κατάχρησης φιλοξενίας. Το αίτημα απερρίφθη από το Συμβούλιο για να μη διαταραχτούν οι σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία, οδηγώντας τον Canova να αναφωνήσει ότι ο λαός θα έπρεπε να βοηθήσει τον εαυτό του, μια φράση την οποία τα γερμανικά ΜΜΕ θυμήθηκαν δεόντως μετά το φόνο του γκαουλάιτερ. Εξάλλου ο γερμανικός τύπος είχε από καιρό “βεντέτα” με μερίδα ελβετικών εφημερίδων, λόγω της κριτικής στις δραστηριότητες του Γκούστλοφ. Μετά το θάνατό του, τα ίδια έντυπα κατηγορήθηκαν για “εκστρατεία μίσους” που οδήγησε στη δολοφονία. Η ελβετική κυβέρνηση από την άλλη, από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να κατευνάσει το Βερολίνο. Αμέσως μετά το συμβάν, ο Ελβετός υπουργός Εξωτερικών Τζουζέπε Μότα εξέφρασε στη γερμανική κυβέρνηση τη “βαθιά του συντριβή” για το “απεχθές έγκλημα”. Για να καθησυχάσει ταυτόχρονα τους Ελβετούς πολίτες που διαμαρτύρονταν για την παρουσία των ναζί, αλλά και να μην εξοργίσει το Βερολίνο, οι αρχές της χώρας τήρησαν μεσοβέζικη στάση: Από τη μια δεν επέτρεψαν να αναλάβει άλλο πρόσωπο την ηγεσία του τοπικού παραρτήματος του NSDAP, το ίδιο το κόμμα ωστόσο συνέχισε να υφίσταται νομιμότατα.
Στη Γερμανία ο Γκούστλοφ ανακηρύχθηκε μάρτυρας του “κινήματος”, ενώ ο επικήδειος εκφωνήθηκε από τον ίδιο το Χίτλερ. Σειρά μνημείων και οδών μετονομάστηκαν προς τιμήν του, ενώ η χήρα του γκαουλάιτερ βάφτισε αυτοπροσώπως προς τιμήν του ένα κρουαζιερόπλοιο, το οποίο κατά τη διάρκεια του πολέμου χρησιμοποιήθηκε από το πολεμικό ναυτικό μεταξύ άλλων ως πλωτό νοσοκομείο. Η βύθισή του από το σοβιετικό υποβρύχιο S-13 στις 30 Γενάρη 1945, με αποτέλεσμα 9.000 νεκρούς, θεωρείται μέχρι σήμερα το πιο πολύνεκρο ναυάγιο της ιστορίας.
Σε ό,τι αφορά τον Φράνκφουρτερ, καταδικάστηκε από ελβετικό δικαστήριο σε 18 χρόνια κάθειρξη, ωστόσο απελευθέρωθηκε μεταπολεμικά, το 1946 και μετανάστευσε στα εδάφη του μετέπειτα Ισραήλ. Οι ελβετικές αρχές δεν του επέτρεπαν την είσοδο στη χώρα έως και τη δεκαετία του ’60. Έφυγε από τη ζωή στο Τελ Αβίβ το 1982, σε ηλικία 73 ετών.