Βίντκουν Κουίσλινγκ – Η προσωποποίηση του δοσιλογισμού στην Ευρώπη

Αν και μάλλον αντιπαθής στον ίδιο το Χίτλερ, ο φαινομενικά άχρωμος πρώην στρατιωτικός και διπλωμάτης κατόρθωσε να ταυτιστεί στον απόλυτο βαθμό με τις επιδιώξεις του Γ’ Ράιχ, διασφαλίζοντας τη θλιβερή υστεροφημία ακόμα και με γλωσσικό τρόπο.

Οι συνεργάτες του Χίτλερ υπήρξαν ευάριθμοι στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κανείς όμως δεν κατόρθωσε να καθιερώσει διεθνώς το όνομά του ως συνώνυμου του δωσιλόγου, όσο ο Νορβηγός Βίντκουν Κουίσλινγκ, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1887. Έχοντας το Χίτλερ ως πρότυπο πριν ακόμα ο τελευταίος αναλάβει την εξουσία στη Γερμανία, αναδείχθηκε σε έναν από τους πιστότερους ακολούθους του μέχρι το τέλος. ήταν γιος πάστορα και η οικογένειά του ανήκε κι από τις δύο πλευρές μεταξύ των επιφανέστερων της επαρχίας Τέλεμαρκ όπου γεννήθηκε. Σπούδασε στην Ακαδημία Πολέμου όπου και αρίστευσε, λαμβάνοντας τον υψηλότερο βαθμό που ειχε δοθεί ποτέ ως τότε σε απόφοιτο. Ανήλθε σύντομα στη στρατιωτική ιεραρχία, αλλά σύντομα ακολούθησε διπλωματική καριέρα, αρχικά στο πλευρό του Φρίντγιοφ Νάνσενς, απεσταλμένου της Κοινωνίας των Εθνών στην ΕΣΣΔ τον καιρό του λιμού που είχε προκληθεί από το Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμό και την ιμπεριαλιστική επέμβαση, κι έπειτα από το 1927 ως το 1929 ως διπλωμάτης στη Μόσχα. Επίμονες φήμες για λαθρεμπόριο με ρούβλια συνόδευσαν τη θητεία του, μέχρι που εκείνη έληξε όταν ο ίδιος αισθάνηθηκε “προσβεβλημένος” από την απόφαση της σοβιετικής κυβέρνησης να δεχτεί κάποιες προτάσεις του στο Αρμενικό ζήτημα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 προσεγγίζει τη φασιστική ιδεολογία και μετά από μια διετή θητεία ως υπουργός πολέμου ίδρυσε το 1933 μαζί με το Γενικό Εισαγγελέα Γιόχαν Μπέρντχαρντ Χγιόρτ το φασιστικό κόμμα “Εθνική Ενότητα”, με τον Κουίσλιγκ να αναλαμβάνει το ρόλο του φύρερ, αντιγράφοντας το χιτλερικό πρότυπο. Το κόμμα εξαρχής σημείωσε χαμηλές εκλογικές επιδόσεις οι οποίες επιδεινώθηκαν κι άλλου τα επόμενα χρόνια, κυρίως επειδή η εκκλησία που αρχικά ήταν θετικά διακείμενη στο κόμμα του αποστασιοποιήθηκε, θεωρώντας πολύ “ριζοσπαστικό” το θρησκευτικό πρόγραμμα του Κουίσλιγκ. Τον καιρό της εισβολής των ναζί το κόμμα είχε μόλις 2000 μέλη, τα οποία αυξήθηκαν σε 45000 στη διάρκεια της κατοχής.

Εκμεταλλευόμενος το χάος που προκλήθηκε από τη γερμανική εισβολή στις 9 Απρίλη 1940 ο Κουίσλιγκ κύρηξε μέσω ραδιοφώνου έκπτωτη τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, διακηρύσσοντας τη συγκρότησης μιας νέα με επικεφαλής τον ίδιο. Η έλλειψη λαϊκού ερείσματος καθιστούσε τον Χίτλερ επιφυλακτικό έναντι του Κουίσλιγκ, κι έτσι λίγες μέρες αργότερα σχηματίστηκε μια κυβέρνηση “τεχνοκρατών” αρχικά και στην συνέχεια ο Γίοζεφ Τερμπόφεν τοποθετήθηκε επίτροπος του Ράιχ, αναλαμβάνοντας την διακυβέρνηση της χώρας για λογαριασμό των ναζί.

Το καθεστώς Τερμπόφεν απαγόρευσε όλα τα  αντίπαλα πολιτικά κόμματα και κατέσχεσε την περιουσία του, ενώ θέσπισε αυστηρές ποινές για όσους “διέδιδαν ή συνέλεγαν πληροφορίες για την υποστήριξη του εχθρού” και όσους δυσφημούσαν τα γερμανικά στρατεύματα ή συμμετείχαν στην αντίσταση. Το Σεπτέμβρη του 1941 απαγορεύτηκε συνολικά η κατοχή ραδιοφωνικών δεκτών, που κατασχέθηκαν σε όλη τη Νορβηγία. Μοναδική εξαίρεση τα μέλη του κόμματος του Κουίσλιγκ, που τους επιτράπηκε να τους κρατήσουν λόγω της δεδομένης στήριξής τους στους ναζί. Παρά την προσωπική αντιπαλότητα Τερμπόφεν και Κουίσλιγκ, εκείνος τον διόρισε πρωθυπουργό της χώρας την 1η Φλεβάρη 1942, θεωρώντας πως έτσι θα κέρδισε την εύνοια ενός μέρους του πληθυσμού.

 

Τα αποτελέσματα ήταν ακριβώς τα αντίθετα από τα αναμενόμενα, καθώς η προσπάθεια του κουίσλιγκ να δημιουργήσει εκπαιδευτικές, εκκλησιαστικές και κοινωνικές δομές στα ναζιστικά πρότυπα σκόνταψε στην αποφασιστική αντίσταση του νορβηγικού λαού. Στις πιο μελανές σελίδες της θητείας του συγκαταλέγεται η παράδοση εκατοντάδων Εβραίων της Νορβηγίας στους ναζί, με τον ίδιο να ισχυρίζεται αργότερα ότι πίστευε πως θα μεταφέρονταν σε “μια νέα εβραϊκή πατρίδα”. Ο Κουίσλιγκ διατήρησε την εξουσία μέχρι το τέλος του πολέμου, στις 9 Μάη 1945, όταν και συνελήφθη από μέλη της νορβηγικής αντίστασης. Στη δίκη που ακολούθησε εναντίον του και άλλων υψηλόβαθμων στελεχών του κόμματός του, καταδικάστηκε λόγω εσχάτης προδοσίας σε θάνατο κι εκτελέστηκε δια τυφεκισμού στο φρούριο Άκερσχους. Η θανατική ποινή είχε επανέλθει σε ισχύ από την εξόριστη κυβέρνηση της Νορβηγίας λίγους μήνες πριν, προφανώς με το βλέμμα στραμμένο στη μεταπολεμική τιμωρία των δοσιλόγων, κάτι που ξεσήκωσε αντιδράσεις όχι μόνο μεταξύ νοσταλγών του καθεστώτος, αλλά και σε όσους θεωρούν πως αντιστρατευόταν την παραδοσιακή επικείκια του νορβηγικού ποινικού συστήματος.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: