Υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες – Η επανάσταση των Σπαρτακιστών στη Γερμανία
Οι Γερμανοί κομμουνιστές θα κατόρθωναν σύντομα να ανασυνταχθούν από το πλήγμα, πρωταγωνιστώντας στο εργατικό κίνημα τα επόμενα χρόνια.
Από τα τέλη του 1918, η Γερμανία ήταν ένα καζάνι που έβραζε, στον απόηχο της ήττας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της Επανάστασης του Νοέμβρη, που έβαζε τέλος στη μοναρχία, όχι όμως και στο σύστημα που είχε γεννήσει τη μεγάλη ανθρωποσφαγή. Η σοσιαλδημοκρατία με επικεφαλής τον Φρίντριχ Έμπερτ, που είχε αναλάβει τα ηνία της νεότευκτης δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όχι μόνο δεν ήταν διατεθειμένη για ριζικές κοινωνικοοικονομικές αλλαγές, αλλά έκανε το παν για να εξουδετερώσει τις επαναστατικές διαθέσεις ιδιαίτερα των στρατιωτών και εργατών, ερχόμενη ακόμα και σε συμφωνία με την ηγεσία του γενικού επιτελείου στρατού για την αιματηρή καταστολή όσων πολιτικών δυνάμεων στόχευαν σε μια σοσιαλιστική επανάσταση στη Γερμανία.
Η σπίθα που άναψε το φιτίλι για τα γεγονότα που πέρασαν στην ιστορία ως επανάσταση των Σπαρτακιστών, ήταν η απόλυση του επικεφαλής της αστυνομίας του Βερολίνου Έμιλ Άιχορν στις 4. Γενάρη 1919, ο οποίος προερχόταν από τις τάξεις του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και ήταν αγαπητός στο λαό της πόλης. Αφορμή για την απομάκρυνση του Άιχορν ήταν η άρνησή του να στρέψει τους άντρες του κατά των ναυτών που είχαν καταλάβει το ανάκτορο του Βερολίνου τις παραμονές Χριστουγέννων του 1918, ζητώντας να πληρωθούν για τις υπηρεσίες τους. Το ίδιο ακριβώς διάστημα, γύρω και μέσα στο Βερολίνο σχηματίζονταν τα διαβόητα Φράικορπς, παραστρατιωτικά σώματα αποτελούμενα από πρώην στρατιώτες και αξιωματικούς του μετώπου καθώς και εθελοντές. Από τις αρχές του νέου χρόνου, ο Έμπερτ και ο υπουργός άμυνας Γκούσταβ Νόσκε, αυτοαποκαλούμενος και “χασαπόσκυλο”, κάλεσε τα σκόρπια Φράικορπς να συνενωθούν μέσα στην πόλη, μαζί με τα προϋπάρχοντα πιστά στους σοσιαλδημοκράτες στρατιωτικά σώματα καθώς και τα υπολείμματα του αυτοκρατορικού στρατού.
H απόλυση του Άιχορν δίκαιο εκλήφθηκε ως πρόκληση από την εργατική τάξη της πόλης και το ίδιο βράδυ συνεδρίασαν από κοινού οι διοικήσεις των ανεξάρτητων και επαναστατών προεστών (Obleute) του Βερολίνου. Ανάμεσά τους συμμετείχαν και κι εκπρόσωποι του μόλις ιδρυθέντος, την πρωτοχρονιά του 1919, ΚΚ Γερμανίας, ο Καρλ Λίμπκνεχτ και ο μετέπειτα πρόεδρος της ΓΛΔ Βίλχελμ Πικ. Η απόφαση ήταν να υπάρξει αντίσταση στην απόλυση του Άιχορν μέσω μιας μεγάλης διαδήλωσης στις 5 Γενάρη. Σύμφωνα με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΓ, αποφασίστηκε το κόμμα να στηρίξει και να συμμετάσχει στη διαδήλωση, κρίνοντας παράλληλα εκείνη τη στιγμή πρόωρο το αίτημα ανατροπής της κυβέρνησης μέσω εργατικής εξέγερσης.
Η ανταπόκριση στο κάλεσμα για τη διαδήλωση ξεπέρασε κάθε προσδοκία των διοργανωτών, καθώς πλήθος εργατών συγκεντρώθηκαν απαιτώντας την επαναφορά του Άιχορν και τη διάλυση των Φράικορπς, ενώ παράλληλα η επαναστατική επιτροπή έριξε το σύνθημα για την ανατροπή της κυβέρνησης Έμπερτ- Σάιντεμαν. Την ίδια μέρα, ένοπλοι διαδηλωτές κατέλαβαν τα τυπογραφεία του οργάνου του SPD “Vorwärts” και μια σειρά ακόμα εκδοτικούς οίκους, τυπογραφεία και γραφεία τηλεγραφημάτων. Το ίδιο βράδυ η ηγεσία των επαναστατών συνεδρίασε εκ νέου για τον καθορισμό των επόμενων βημάτων. Η μεγάλη συμμετοχή στη διαδήλωση δημιουργούσε αίσθημα επαναστατικής ευφορίας στους περισσότερους συμμετέχοντες, που πλέον συμφώνησαν κατά πλειοψηφία πως είχε έρθει η ώρα για κυβερνητική ανατροπή, ενώ αποφασίστηκε και η προκήρυξη γενικής απεργίας, όπως και ο σχηματισμός προσωρινής Επαναστατικής Επιτροπής, με επικεφαλής τους Καρλ Λίμπνεκντ, Πάουλ Σόλτσε και Γκέοργκ Λεντεμπούρ.
Η γενική απεργία, που ορίστηκε για τις 7 Γενάρη με κεντρικό αίτημα την ανατροπή της κυβέρνησης Έμπερτ, 500.000 άνθρωποι συνέρρευσαν στο κέντρο της πόλης, ωστόσο οι διχογνωμίες στο εσωτερικό της επαναστατικής επιτροπής για το αν έπρεπε να υπάρξουν διαπραγματεύσεις με τον Έμπερτ ή ένοπλη εξέγερση, άφησαν το πλήθος χωρίς καθοδήγηση τα επόμενα δύο κρίσιμα 24ωρα. Έτσι, μετά από αυτό το διάστημα το μεγαλύτερο μέρος των διαδηλωτών επέστρεψε στα σπίτια του, με δεδομένο μάλιστα ότι πολλοί από αυτούς δεν είχαν προωθημένα αιτήματα, αλλά ζητούσαν “Ειρήνη και Ενότητα”, σύνθημα που κυκλοφορούσε από την επανάσταση του Νοέμβρη. Αξίζει να σημειωθεί η εκτίμηση του διάσημου στη Γερμανία και σύγχρονου των γεγονότων δημοσιογράφου και συγγραφέα Σεμπάστιαν Χάφνερ, πως εκείνες τις δυο μέρες οι εξεγερμένοι θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την καγκελαρία, ανατρέποντας την κυβέρνηση Έμπερτ, κάτι που δείχνει ότι δεν ήταν απαραίτητα προδιαγεγραμμένη η αποτυχία της επανάστασης των Σπαρτακιστών, όπως συχνά ειπώθηκε έκτοτε.
Γεγονός αποτελεί πάντως ότι στην ήττα των Σπαρτακιστών συνέλαβε και η αδυναμία τους να προσεταιριστούν σώματα στρατού, ανάμεσά τους και τη μεραρχία Λαϊκού Ναυτικού, που στάθμευαν ακόμα στο Βερολίνο, είτε επειδή πολλοί στρατιώτες είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους, είτε επειδή διακήρυξαν την ουδετερότητά τους, είτε επειδή δήλωσαν πίστη στην κυβέρνηση. Παράλληλα, η αστική τάξη της πόλης συσπειρώθηκε γύρω από τον Έμπερτ, ενώ πλήθη πιστά σε αυτόν από τις 6 Γενάρη έμπαιναν ως ανθρώπινες ασπίδες μπροστά σε κυβερνητικά κτίρια.
Μετά την αποτυχία έναρξης διαπραγματεύσεων της Επιτροπής με τον Έμπερτ, στην οποία είχε μεσολαβήσει ο Καρλ Κάουτσκι, μέλος τότε των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών, χωρίς να διατυπώνεται σαφής στόχος για την πραγματοποίησή τους, ο Έμπερτ παρέδωσε τη διοίκηση των στρατιωτικών σωμάτων στον Γκούσταβ Νόσκε, o οποίος διέταξε να τεθούν όλα τα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής υπό τηλεφωνική παρακολούθηση με στόχο τη σύλληψή τους. Την επόμενη μέρα, στις 8 Γενάρη, η πιστή στην κυβέρνηση Εθνοσυνέλευση κυκλοφόρησε φυλλάδιο με τίτλο “Η ώρα του απολογισμού πλησιάζει!” στην οποία οι εξεγερμένοι απειλούνταν με φυσική εξόντωση. Μια μέρα μετά, οι επαναστάτες κυκλοφόρησαν προκήρυξη κατά των “προδοτών της κυβέρνησης”, ζητώντας από το λαό “να χρησιμοποιήσει τα όπλα του κατά των θανάσιμων εχθρών του”.
Η αρχή του τέλος ήταν επίθεση της ταξιαρχίας Ράινχαρτ στην έδρα των Σπαρτακιστών στη συνοικία Σπάνταου, ενώ μια μέρα μετά, ο Νόσκε διέταξε την διάλυση της κατάληψης των γραφείων του Vorwärts. To ίδιο συνέβη και σε άλλα κατειλημμένα κτίρια και δρόμους, που επανακτήθηκαν από το στρατό, μέσα σε ένα λουτρό αίματος κατά εξεγερμένων, αλλά και αμάχων, με εκατοντάδες θύματα. Στις 13 Γενάρη τα Φράικορπς γύρω από την πόλη μπήκαν στην πρωτεύουσα, υπό τους διθυράμβους του αστικού τύπου που χαιρέτιζε την αποκατάσταση της “ησυχίας και τάξης”. Η “ησυχία” αυτή συνοδεύτηκε από νέες σφαγές των Φράικορπς, με άγνωστο ως και σήμερα αριθμό θυμάτων.
Στις 14 Γενάρη, ο Καρλ Λίμπνκνεχτ έγραφε τις διάσημες γραμμές: “Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ – Σάιντεμαν – Νόσκε νίκησαν… Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες… Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι’ αυτούς μάθημα”. Μια μέρα αργότερα, ο ίδιος και η Ρόζα Λούμπεργκου θα συλλαμβάνονταν στο διαμέρισμα φίλου τους όπου είχαν βρει καταφύγιο, και ώρες μετά θα δολοφονούνταν από τους άντρες του Βάλντεμαρ Παμπστ, με την πλήρη ανοχή των Νόσκε και Έμπερτ, όπως ο Παμπστ ομολόγησε ανοιχτά δεκαετίες αργότερα.
Τα γεγονότα προκάλεσαν ένα ντόμινο εξεγέρσεων σε ολόκληρη τη Γερμανία, το οποίο διήρκεσε για μήνες σε κάποιες περιπτώσεις. Ο Νόσκε, ξανά με τη βοήθεια του στρατού και των Φράικορπς, κατέστειλε ως τα τέλη Μάη 1919 τις αντιδράσεις των Γερμανών εργατών και τα συμβούλια που αυτοί είχαν συστήσει σε ορισμένες γερμανικές μεγαλουπόλεις. Ο αριθμός των θυμάτων υπολογίζεται σε περίπου 5000.
Όσο για το SPD, κατόρθωσε μεν να κεφαλαιοποιήσει τις υπηρεσίες του στο σύστημα ανερχόμενο, μέσα σε συνθήκες ήττας της επανάστασης και άγριας καταστολής σε 37% των ψήφων στις εκλογές τις 19. Γενάρη 1919, που πραγματοποιήθηκαν στον άμεσο απόηχο των γεγονότων. Ωστόσο η εργατική τάξη δε θα ξεχνούσε εύκολα το λουτρό αίματος, όπως φάνηκε στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις ως και το 1933, όπου το SPD δεν κατόρθωσε ποτέ να ξεπεράσει το 30% των ψήφων, περιοριζόμενο σε ρόλο κυβερνητικού εταίρου με αστικά κόμματα σε μια σειρά ασταθών κυβερνητικών σχημάτων που ακολούθησαν. Παράλληλα, οι Γερμανοί κομμουνιστές θα κατόρθωναν σύντομα να ανασυνταχθούν από το πλήγμα, πρωταγωνιστώντας στο εργατικό κίνημα τα επόμενα χρόνια και αναδεικνυόμενοι στο σημαντικότερο εκτός ΕΣΣΔ κομμουνιστικό κόμμα της περιόδου, με έναν δυναμισμό που μόνο η φασιστική βία ανέκοψε προσωρινά, χωρίς να καταφέρει να τον τσακίσει.