“Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε αποτέλεσμα της ανάπτυξης των νέων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στα εδάφη της φεουδαρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”.
Η συνέχεια εξίσου δυνατή, βγαλμένη από τις καλύτερες παραδόσεις των μελοδραμάτων του Νίκου Ξανθόπουλου, με “προοδευτική” εσάνς βεβαίως – βεβαίως:
“Η λαϊκή συμμετοχή, το «Εμείς» του Μακρυγιάννη, απουσιάζει πλήρως από τη σημερινή ανάλυση του ΚΚΕ. Ο λαός έρχεται δεύτερος, ή απουσιάζει τελείως. Οι αγροτικοί πληθυσμοί, οι ναύτες (οι πρόγονοι της εποποιίας της ΟΕΝΟ), της γης οι κολασμένοι, που έχυσαν αίμα, που οι χήρες τους περίμεναν τον Καποδίστρια για να του δώσουν τα παιδιά τους, τα νήπια χωρίς πατέρα, υποδεχόμενές τον ως πατέρα του γένους, οι ήρωες μας, από το Νικηταρά ως τον Καραϊσκάκη, όλοι αυτοί που μόνο αστική τάξη δεν τους λες… (ειδικά σε μια χώρα που έως τη δεκαετία του 1960 το 60% ζούσε εκτός αστικών κέντρων…).”
Κάπου εδώ ετοιμάζεσαι να πετάξεις λευκή πετσέτα και σφίγγεις τα δόντια για να συνεχίσεις την ανάγνωση. Η κυρία που θέλει να παραδώσει μαθήματα ιστορίας και μαρξιστικής ανάλυσης στο ΚΚΕ συνδέει την αστική τάξη με το ποσοστό κατοίκων στα αστικά κέντρα. Περιττό να αναφερθούμε σε “περίπλοκες” έννοιες, όπως τι είναι αστική τάξη, ότι δεν είναι – όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς – ίδιος ο ρόλος της σε κάθε εποχή και άλλα τέτοια μπερδεμένα.
Το κακό ΚΚΕ λοιπόν αποφασίζει μια ωραία πρωία, πάντα κατά τη συντάκτρια πως:
“Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ως προχθές οι αντίστοιχες ανακοινώσεις του ΚΚΕ αγκάλιαζαν και τιμούσαν, οι άνθρωποι που ο λαός του ΕΑΜ πατούσε στα χνάρια τους, περνάνε ξαφνικά στα αζήτητα. Οι άνθρωποι που γέννησαν τα δημοκρατικότερα επαναστατικά συντάγματα της Ευρώπης, τα πρώτα ελληνικά συντάγματα, που αγωνίστηκαν για Ελευθερία και Δημοκρατία – «Λαοκρατία» το έλεγε αυτό κάποτε το ΚΚΕ -, απουσιάζουν από το αφήγημα του Κόμματος «της εργατικής τάξης, της αγροτιάς».”
Και η αγανάκτηση γίνεται δριμύ κατηγορώ στην επόμενη παράγραφο, όπου πετιούνται στο μπλέντερ ΚΚΕ, ΕΑΜ, ναζισμός και ο … Άγις Στίνας, γιατί το κατάστημα διαθέτει και φαρμακερό χιούμορ εκτός από ιστορική εμβρίθεια.
“Όλα εξηγούνται από το χρήμα και τα συμφέροντα των αστών, λέει σήμερα το ΚΚΕ – κάτι που ποτέ δε έλεγε μέχρι σήμερα το ΚΚΕ. Όπως ωραία το έθεσε ένας φίλος, «το ΚΚΕ αποφάσισε να μας πει πως το ΕΑΜ είχε λάθος κι ο Στίνας είχε δίκηο». Αν όμως το ΚΚΕ αποδομήσει το ίδιο τη λαϊκή συμμετοχή, αν το ΚΚΕ αποκαθηλώσει, εμμέσως ή αμέσως, από μόνο του (ή μέσω «φιλικών συμμετοχών») την πιο ένδοξη σελίδα της Ιστορίας του, αυτής στον Β’ ΠΠ, ας αρχίσει να σκέφτεται τι σημαίνει αυτό για την θέση του κομμουνισμού έναντι του ναζισμού στο ευρύτερο ιστορικό πεδίο και τι σημαίνει η αφαίρεση του απελευθερωτικού λαϊκού ρόλου από το ΕΑΜ, η άρνηση της αξίας, του μεγαλείου και της νίκης του αγώνα των απλών λαϊκών ανθρώπων.”
Μετά από μια ακόμα δακρύβρεχτη αναφορά στο Ρήγα, η Θωμά καταλήγει ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε και καμιά ιδιαίτερη αστική τάξη, και ότι “δεν επαναστατήσαμε μόνον γιατί θέλαν οι αστοί ελευθερίες ή γιατί θέλαν οι αστοί λεφτά. Ούτε οι εμποράντζες της εποχής συνιστούσαν αστική τάξη με την μαρξική έννοια, ούτε αυτές οδήγησαν στην επανάσταση. Και αν κάποιοι εξ αυτών μπήκαν αυθόρμητα στον αγώνα, άλλους τους σύραμε με το ζόρι, χάρη σε γενναίους σαν τον αγαπημένο μου Αντωνάκη Οικονόμου – και ας μη πούμε για ολόκληρες περιοχές, με γερό εμπόριο, που δεν συμμετείχαν καν στην επανάσταση.” Εδώ έχουμε μια ακόμα παραλλαγή της χιλιοειπωμένης ανοησίας ότι στην Ελλάδα “δεν υπήρχε ποτέ κανονική αστική τάξη”.
Τα καλύτερα, ως συνήθως μένουν για το τέλος, όπου η συγγραφέας αποφαίνεται πως: “Επαναστατήσαμε – εμείς, ο λαός – γιατί θέλαμε ελευθερία, και όχι να λαθροβιώνουμε ως πολίτες σκλάβοι β’ κατηγορίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (που δεν ήταν η ονειρο-φαντασία του τουρίστα Μαζάουερ, αλλά ένας ατέλειωτος κατάλογος από καταπίεση, εξευτελισμούς και σφαγές)”. Πάλι καλά που δε συνδέει και τον Μαζάουερ με το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Ακολουθεί ένα διασκεδαστικό μείγμα από αναφορές στον Μπούκτσιν (και γιατί όχι; Μόνο Στίνα δηλαδή να έχει το μενού;), άφατο σεβασμό στην ορθοδοξία μας, τους νεομάρτυρες και τη σεβάσμια μορφή του Κοσμά του Αιτωλού, αλλά και ισχυρισμοί στα όρια του εθνικιστικού παραληρήματος, ότι βασικό κίνητρο των επαναστατών ήταν το “πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι”.
Η κορύφωση είναι αντάξια της ως εδώ κλιμάκωσης, χρεώνοντας στο ΚΚΕ περίπου άρνηση της αναγκαιότητας της Επανάστασης, αλλά και απαξίωσή της, αφού δεν οδήγησε “απευθείας στα σοβιέτ”(!), πασπαλίζοντας:
Μόνο μια ψυχολογική παθολογία αυτομαστίγωσης θα έλεγε ότι όλα αυτά τα δικαιούνταν το Οθωμανικό κράτος, και ότι η επανάσταση θα έπρεπε να περιοριστεί στην Πελοπόννησο ή ίσως ότι κακώς άρχισε και εκεί. Και μόνο μια ανιστορική ιδέα για το χρέος μιας «ταξικής επανάστασης» (που δεν έλαβε χώρα πουθενά αλλού την εποχή εκείνη) μπορεί να ψέξει τους ραγιάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπό ζυγό αιώνων, ως προς το ότι αγωνίστηκαν να στήσουν δικό τους κράτος, αντί να το πάνε απευθείας για σοβιέτ. (Και είναι διπλά γελοία μια τέτοια κατηγορία, όταν έρχεται από εμάς που όχι σοβιέτ δεν προσπαθούμε να στήσουμε, αλλά ζούμε ως υπήκοοι του Κούλη, και δεχθήκαμε στην προηγούμενη δεκαετία τρία μνημόνια συν την κωλοτούμπα του δημοψηφίσματος του 2015 χωρίς να ανοίξει μύτη.. αλλά αυτά είναι για άλλη φορά.).
Αναγκαίο να προσθέσουμε φυσικά ότι όλα αυτά διανθίζονται από παραθέματα άρθρων του Ριζοσπάστη για το 1821, από την περίοδο του μεσοπολέμου και του εμφυλίου, για να “υπενθυμίσει” προφανώς, όπως λέει κι ο τίτλος, τις παλιότερες θέσεις και την υποτιθέμενη “απάρνηση της ιστορίας” του κόμματος.
Η κυρία Θωμά φυσικά, μην έχοντας διαβάσει τίποτε άλλο παρά την αποκομμένη φράση της Διακήρυξης, αγνοεί ότι στο έργο “1821. Η επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους”, που επιμελήθηκε το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, το πρώτο άρθρο του – πολύ πρόσφατα εκλιπόντος – Μάκη Μαΐλη, ασχολείται ακριβώς με την εξέλιξη των κομματικών αντιλήψεων σχετικά με το 1821, από την εποχή του ΣΕΚΕ ακόμα μέχρι τις μέρες μας. Κάτι που αποδεικνύει περίτρανα φυσικά, πως το κόμμα όχι μόνο δεν έχει ανάγκη “υπενθύμισης” για τις θέσεις του μέσα στο χρόνο, αλλά σταθερά αναστοχάζεται το ίδιο δημιουργικά και κριτικά όπου χρειάζεται, όχι μόνο τη δική του ιστορία, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο βλέπει γενικά την ιστορία, ελληνική και παγκόσμια. Όχι τίποτε άλλο, αλλά αν έμπαινε η συντάκτρια στον κόπο να διαβάσει το άρθρο, θα έβλεπε ότι η αντίληψη για το ρόλο της αστικής τάξης και των υπό διαμόρφωση καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με την Επανάσταση, όχι μόνο δεν είναι καινούρια στο ΚΚΕ , αλλά υπάρχει τουλάχιστον από την εποχή του Γιάννη Κορδάτου, ενώ το 1954 στο Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ, η αστική τάξη αναφέρεται ρητά ως “ηγεμόνας της επανάστασης”.
Επίσης, σε κείμενο του επίσημου κομματικού περιοδικού “Νέος Κόσμος” για τα τότε 150χρονα της Επανάστασης, αυτή χαρακτηρίζεται “εθνικοαπελευθερωτική, αστικοδημοκρατική, με ηγέτη την αστική τάξη και με κύρια δύναμη της την αγροτιά”, ενώ στη “Σύντομη Ιστορία του ΚΚΕ” του 1988, η “νεαρή αστική τάξη” αναφέρεται ως “φυσικός ηγέτης της Επανάστασης”.
Προφανώς και υπήρχαν αλλαγές και σημαντική διαπάλη στον πάνω από έναν αιώνα ύπαρξης και δράσης του ΚΚΕ για το χαρακτήρα του ’21, πόθεν όμως τεκμαίρεται το καινοφανές της θέσης για πρωταγωνιστικό ρόλο των αστών; Για να μη μιλήσουμε για φωσκολικού τύπου αναφορές της Θωμά πως το ΚΚΕ ισχυρίζεται πώς “όλα έγιναν για το χρήμα”, που φυσικά δεν απαντάται ποτέ και πουθενά στην κομματική ιστοριογραφία και δημόσιο λόγο για την Επανάσταση.
Όσο για τη θέση των λαϊκών μαζών στην Επανάσταση, που τάχα εξοβελίζονται από ιστορικό γίγνεσθαι από τη σημερινή κομματική ανάλυση, αρκεί και πάλι μια παραπομπή στον τόμο του τμήματος Ιστορίας, στο άρθρο του Αναστάση Γκίκα, “Ο Ρόλος και η στάση των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής στην επανάσταση του 1821. Ο χαρακτήρας της Επανάστασης”, όπου υπάρχει ξεχωριστό υποκεφάλαιο με τίτλο “Οι λαϊκές μάζες” και μεταξύ πολλών άλλων αναφέρεται, με παραπομπή και στον Κορδάτο πως “ήταν εκείνοι οι “κσιπόλιτι κι παρακιντέδες” – και ιδιαίτερα η φτωχή αγροτιά – που επάνδρωσαν τον κύριο όγκο των επαναστατικών ένοπλων δυνάμεων, προσφέροντας με “ζήλον και αφιλοκέρδεια”, ό,τι μπορούσε ο καθένας στην υπόθεση της Επανάστασης”.
Αλλά εν πάσει περιπτώσει ας πούμε ότι δεν υπήρχε χρόνος για την κυρία Θωμά να διαβάσει όλο το εν λόγω βιβλίο, ή έστω τον Α1 τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, που έχει επίσης τη βασική θέση του κόμματος για το 1821, σε πολύ πιο περιληπτική μορφή. (Αν και δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε πως όταν κάποιος θέλει να παραστήσει τον τιμητή σε έναν πολιτικό φορέα 100 ετών, ίσως – λέμε ίσως – το ελάχιστο που θα είχε να κάνει είναι να πληροφορηθεί πρώτα τι ακριβώς λέει αυτός ο φορέας για το υπό εξέταση ζήτημα). Αλλά εκεί που πραγματικά σηκώνει η (ιστορική) επιστήμη τα χέρια ψηλά, είναι στο γεγονός πως η συντάκτρια δεν μπήκε καν στον κόπο να διαβάσει ολόκληρη τη Διακήρυξη που τόσο κατακεραυνώνει. Αλλιώς είναι αδύνατον να είχε παραβλέψει, ότι υπάρχει φαρδιά – πλατιά η εξής αποτίμηση για το ρόλο των λαϊκών δυνάμεων το ’21:
Το αστικό συγκεντρωτικό έθνος – κράτος αποτελούσε την πραγματική επαναστατική απάντηση της εποχής στα αδιέξοδα της φεουδαρχικής εξουσίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης. Η φτωχή αγροτιά και η μικρή ακόμη εργατική τάξη, που στελέχωσαν με ανιδιοτέλεια τις ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις, ρίχτηκαν με ηρωισμό στα πεδία των μαχών και έδωσαν απλόχερα το αίμα τους στην Επανάσταση, κατάφεραν να αποτινάξουν το καθεστώς του ραγιά. Δεν πέτυχαν όμως και την κοινωνική τους απελευθέρωση. Η ελευθερία που επικαλούνταν οι αστικές επαναστατικές δυνάμεις αφορούσε μόνο την απελευθέρωση από τις σχέσεις φυσικού καταναγκασμού και το διάπλατο άνοιγμα του δρόμου για την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Οι πολιτικά ανώριμες ακόμα λαϊκές δυνάμεις άργησαν να αντιληφθούν ότι η αστική εξουσία ήταν το αντικειμενικό αποτέλεσμα της επανάστασης και όχι της προδοσίας της. Παρ’ όλα αυτά, το σπάσιμο του φόβου τους, ο ξεσηκωμός τους (κόντρα στις παραινέσεις ή και τις απειλές των ισχυρών, των «συνετών» κ.λπ.), η ανιδιοτέλειά τους στον αγώνα, η αντοχή τους στις δυσκολίες, γενικότερα η ισχύς του επαναστατημένου λαού: Ολα αποτελούν διαχρονική πηγή έμπνευσης για τις σύγχρονες μάχες που έχει μπροστά του ο λαός μας.
Τι σχέση έχουν όλα τα παραπάνω με αυτά που λένε οι “Γιάννες”, οι “Κατερίνες” και οι “Μητσοτάκηδες”, περί “εθνικής ομοψυχίας” και λογικών “όλοι μαζί μπορούμε” σχετικά με το 1821, δε θα το ακούσετε φυσικά από τη λάβρη εισαγγελέα ιστορικής καθαρότητας των κομμουνιστών. Φυσικά υπάρχει και η λιγότερο αθώα εκδοχή, ότι δηλαδή η ίδια ασφαλώς και είδε το σημείο, αλλά επέλεξε να το αγνοήσει, στεκόμενη μόνο στη φράση που γνώριζε ότι θα άγγιζε τις ευαίσθητες χορδές του αντι-ΚΚΕ ακροατηρίου. Όλα αυτά δεν αλλάζουν πάντως το βασικό συμπέρασμα, δηλαδή πως όταν η ημιμάθεια και η αντι-ΚΚΕ εμπάθεια φοράνε τσαρούχι και παίρνουν το γιαταγάνι, το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον ιλαροτραγικό.