Ζυλιέν Λαό – Η δολοφονία του ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Βελγίου από το παρακράτος και το μεγάλο κεφάλαιο
Πέντε σφαίρες κι ένα έγκλημα που συγκαλύφθηκε από τις βελγικές αρχές, με την αλήθεια να αποκαλύπτεται τμηματικά δεκαετίες μετά τη δολοφονία του σημαντικού κομμουνιστή ηγέτη του ΚΚ Βελγίου.
Ο Ζυλιέν Λαό, ιστορικός γ.γ του ΚΚ Βελγίου είναι μια μορφή του κινήματος άγνωστη στην Ελλάδα, η δολοφονία του όμως στις 18 Αυγούστου 1950 υπήρξε ένα από τα πιο συνταρακτικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας της χώρας. Παρότι δε διαλευκάνθηκε ποτέ πλήρως, τα διαθέσιμα στοιχεία συνηγορούν υπέρ του ότι επρόκειτο για ένα οργανωμένο πολιτικό έγκλημα, με σύμπραξη ισχυρών μερίδων του βελγικού κεφαλαίου.
Ο Λαό γεννήθηκε στις 6 Σεπτέμβρη 1884 στο Seraing σε εργατική οικογένεια και άφησε νωρίς το σχολείο για να βιοποριστεί. Στα 18 του χρόνια ήταν πια μεταλλεργάτης και αναμείχθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα του κλάδου του, συμμετέχοντας στην πρώτη του απεργία με θέμα το καθολικό δικαίωμα ψήφου. Απολύθηκε για τη δράση του ενώ το 1905 ίδρυσε μαζί με συναγωνιστές του το μεταλλουργικό συνδικάτο “Ξεσηκώσου”.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρά την αντιπολεμική στάση του συνδικάτου του, ο ίδιος αποφάσισε να δηλώσει εθελοντής στο μέτωπο. Αποστέλλεται στο ρωσικό μέτωπο όπου τον βρίσκει η είδηση της Οχτωβριανής Επανάστασης. Μετά τη συνθήκη του Μπρεστ- Λιτόφσκ το βελγικό επίλεκτο σώμα αποσύρεται αρχικά στην Ουκρανία και μετέπεται περνά μέσω Σιβηρίας, ΗΠΑ και Ατλαντικού πίσω στο Βέλγιο, καθώς ο δρόμος από δυτικά ελεγχόταν από τον γερμανικό και αυστροουγγρικό στρατό. Στη Σιβηρία ο Λαό και άλλοι στρατιώτες του αδελφοποιούνται με μπολσεβίκους κι ο ίδιος ασπάζεται έκτοτε την κομμουνιστική ιδεολογία. Το 1921 οργανώνει τη μεγάλη απεργία της Ougré Marihaye με 9 χιλιάδες εργάτες να απεργούν για 9 μήνες. Διαγράφεται από το συνδικάτο του για πολιτικούς λόγους και ιδρύει νέο με τίτλο “Ιππότες της Εργασίας”, διαδίδοντας εκεί τις επαναστατικές του ιδέες.
Το 1923 έγινε μέλος του βελγικού ΚΚ και συνέβαλε αποφασιστικά στη διάδοση του κομμουνισμού στη Λιέγη, παρά τις διώξεις από τις αρχές. Το 1932 φυλακίστηκε για τη διοργάνωση μιας απεργίας, αλλά απελευθερώθηκε με την εκλογή του ως βουλευτή. Το 1936 γίνεται γ.γ παρά την κριτική που του ασκήθηκε από συντρόφους του στο συνέδριο της ίδιας χρονιάς για έλλειψη πολιτικού και ρητορικού χαρίσματος. Μεταβαίνει στην Ισπανία, όπου αγωνίζεται στο πλευρό των δημοκρατικών.
Με την κατάληψη του Βελγίου από τους ναζί μπαίνει αμέσως στην αντίσταση και για λίγο μόνο γλιτώνει τη σύλληψη. Στις 10 Μάη 1941 διοργανώνει την “απεργία των 100.000 μεταλλουργών” στο Κοκερίλ, που υπονόμευσε την πολεμική βιομηχανία του Γ’ Ράιχ, προκαλώντας την παρέμβαση του ίδιου του Χίτλερ. Η απεργία έληξε με ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών, αρκετοί από τους οποίος ωστόσο συνελήφθησαν. Με την εισβολή της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, ο Λαό, συλλαμβάνεται και βασανίζεται. Μετά από αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης οδηγείται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νόιενγκάμε. Εκεί ξεχωρίζει για την αισιόδοξη στάση του, καταφέρνοντας να οργανώσει τους συγκρατουμένους του, προκαλώντας επίσης σαμποτάζ στα εργοστάσια που δούλευαν για την γερμανική πολεμική βιομηχανία. Συλλαμβάνεται γι’αυτό το 1944 και καταδικάζεται σε θάνατο. Μεταφέρεται στο Μαουτχάουζεν, όπου παραλίγο να ξεψυχήσει από βαριά ασθένεια. Στις 25 Απρίλη με την απελευθέρωση του στρατοπέδου από Αμερικανούς στρατιώτες επιστρέφει στο Βέγλιο.
Με την επιστροφή του εκλέγεται πρόεδρος του ΚΚ Βελγίου. Εκείνη την εποχή η χώρα σπαράσσεται από το πολιτειακό ζήτημα. Η επιστροφή του μονάρχη Λεοπόλδου Γ’ είναι ανεπιθύμητη από το λαό, οδηγώντας σε αιματηρές ενίοτε διαδηλώσεις κυρίως στη Βαλονία, με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές. Ο Λεοπόλδος για να σώσει το θεσμό παραιτείται υπέρ του γιου του Βαλδουίνου, στη διάρκεια ομιλίας του οποίου στη βουλή λέγεται ότι Λαό ήταν εκείνος που φώναξε “Ζήτω η Δημοκρατία!”. Λίγες μέρες μετά, το βράδυ της 18ης Αυγούστου 1950, ο Λαό έπεφτε νεκρός από πέντε σφαίρες που του έριξαν δυο άγνωστοι που διέφυγαν με αυτοκίνητο. Η είδηση σοκάρει τη χώρα, με τους εργάτες να κηρύσσουν γενική απεργία και την κηδεία του να προσελκύει τεράστια πλήθη οργισμένου λαού, που υπολογίζονται από 100 ως 300 χιλιάδες άτομα.
Η έρευνα για το θάνατό του δεν κατέληξε πουθενά και τέθηκε κι επίσημα στο αρχείο το 1972. Πριν λίγο χρόνια, μια νέα ιστορική έρευνα, που χρηματοδοτήθηκε από το βελγικό κράτος, κατάληξε στο πόρισμα πως πιθανότατα η δολοφονία έγινε από το αντικομμουνιστικό δίκτυο υπό τον Αντρέ Μογιάν, που είχε ήδη πεθάνει το 2008, πράκτορα της βελγικής αντικατασκοπίας. Το δίκτυο αυτό χρηματοδοτούνταν από τη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας καθώς και από μεγάλες επιχειρήσεις κυρίως στο χώρο της μεταλλουργίας, ενώ προστατευόταν και από αστούς πολιτικούς. Είχε επίσης στενή σχέση με τις δικαστικές και αστυνομικές αρχές Λιέγης, Βρυξελλών και Αμβέρσας, με αποτέλεσμα να υπάρξει άμεσα συγκάλυψη του εγκλήματος και ατιμωρησία των ενόχων.
Δεν ήταν λοιπόν ο “αντιμοναρχισμός” του Λαό η βασική αιτία της δολοφονίας του, όπως διατείνεται συχνά η φιλελεύθερη βελγική ιστοριογραφία, αλλά η κομμουνιστική του στράτευση και το τεράστιο κύρος που απολάμβανε στην εργατική τάξη του Βελγίου, που τον καθιστούσαν persona non grata για το βελγικό κεφάλαιο, το οποίο βρήκε τους κατάλληλους ανθρώπους να κάνουν τη “βρώμικη δουλειά”.